Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀμύνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
A young girl defending herself against eros by William Adolphe Bouguereau
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μύνω»
 
(μύνω: υπερασπίζω, απομακρύνω κάτι κακό, εκδικούμαι)
Το -υ του ρήματος είναι μακρό.
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μύνω, μύνεις, μύνει, μύνομεν, μύνετε, μύνουσι(ν)
Υποτακτική
μύνω, μύνς, μύν, μύνωμεν, μύνητε, μύνωσι(ν)
Ευκτική
μύνοιμι, μύνοις, μύνοι, μύνοιμεν, μύνοιτε, μύνοιεν
Προστακτική
---, μυνε, μυνέτω, ---, μύνετε, μυνόντων (ή μυνέτωσαν)
Απαρέμφατο
μύνειν
Μετοχή
μύνων, μύνουσα, μνον
 
Παρατατικός
Οριστική
μυνον, μυνες, μυνε, μύνομεν, μύνετε, μυνον
 
Μέλλοντας
Οριστική
μυν, μυνες, μυνε, μυνομεν, μυνετε, μυνοσι(ν)
Ευκτική
μυνομι, μυνος, μυνο, ή μυνοίην, μυνοίης, μυνοίη, μυνομεν, μυνοτε, μυνοεν
Απαρέμφατο
μυνεν
Μετοχή
μυνν, μυνοσα, μυνον
 
Αόριστος
Οριστική
μυνα, μυνας, μυνε(ν), μύναμεν, μύνατε, μυναν
Υποτακτική
μύνω, μύνς, μύν, μύνωμεν, μύνητε, μύνωσι(ν)
Ευκτική
μύναιμι, μύναις ή μύνειας, μύναι ή μύνειε(ν), μύναιμεν, μύναιτε, μύναιεν ή μύνειαν
Προστακτική
---, μυνον, μυνάτω, ---, μύνατε, μυνάντων (ή μυνάτωσαν)
Απαρέμφατο
μναι
Μετοχή
μύνας, μύνασα, μναν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μύνομαι, μύν ή μύνει, μύνεται, μυνόμεθα, μύνεσθε, μύνονται
Υποτακτική
μύνωμαι, μύν, μύνηται, μυνώμεθα, μύνησθε, μύνωνται
Ευκτική
μυνοίμην, μύνοιο, μύνοιτο, μυνοίμεθα, μύνοισθε, μύνοιντο
Προστακτική
---, μύνου, μυνέσθω, ---, μύνεσθε, μυνέσθων ή μυνέσθωσαν
Απαρέμφατο
μύνεσθαι
Μετοχή
μυνόμενος
μυνομένη
μυνόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
μυνόμην, μύνου, μύνετο, μυνόμεθα, μύνεσθε, μύνοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
μυνομαι, μυν ή μυνε, μυνεται, μυνομεθα, μυνεσθε, μυνονται
Ευκτική
μυνοίμην, μυνοο, μυνοτο, μυνοίμεθα, μυνοσθε, μυνοντο
Απαρέμφατο
μυνεσθαι
Μετοχή
μυνούμενος
μυνουμένη
μυνούμενον
 
Αόριστος
Οριστική
μυνάμην, μύνω, μύνατο, μυνάμεθα, μύνασθε, μύναντο
Υποτακτική
μύνωμαι, μύν, μύνηται, μυνώμεθα, μύνησθε, μύνωνται
Ευκτική
μυναίμην, μύναιο, μύναιτο, μυναίμεθα, μύναισθε, μύναιντο
Προστακτική
---, μυναι, μυνάσθω, ---, μύνασθε, μυνάσθων ή μυνάσθωσαν
Απαρέμφατο
μύνασθαι
Μετοχή
μυνάμενος
μυναμένη
μυνάμενον

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κατάσχω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Law student by Norman Rockwell

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κατάσχω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κατάσχω, κατάσχεις, κατάσχει, κατάσχουμε, κατάσχετε, κατάσχουν (ή κατάσχουνε)  
Υποτακτική
να κατάσχω, να κατάσχεις, να κατάσχει, να κατάσχουμε, να κατάσχετε, να κατάσχουν (ή να κατάσχουνε) 
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κατάσχετε 
Μετοχή
κατάσχοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
---
 
Αόριστος
Οριστική
κατάσχεσα, κατάσχεσες, κατάσχεσε, κατασχέσαμε, κατασχέσατε, κατάσχεσαν (ή κατασχέσανε)
Υποτακτική
να κατασχέσω, να κατασχέσεις, να κατασχέσει, να κατασχέσουμε, να κατασχέσετε, να κατασχέσουν (ή να κατασχέσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κατάσχεσε – β΄ πληθυντικό: κατασχέστε      
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κατάσχω, θα κατάσχεις, θα κατάσχει, θα κατάσχουμε, θα κατάσχετε, θα κατάσχουν (ή θα κατάσχουνε) 
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κατασχέσω, θα κατασχέσεις, θα κατασχέσει, θα κατασχέσουμε, θα κατασχέσετε, θα κατασχέσουν (ή θα κατασχέσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κατασχέσει, θα έχεις κατασχέσει, θα έχει κατασχέσει, θα έχουμε κατασχέσει, θα έχετε κατασχέσει, θα έχουν(ε) κατασχέσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κατασχέσει, έχεις κατασχέσει, έχει κατασχέσει, έχουμε κατασχέσει, έχετε κατασχέσει, έχουν(ε) κατασχέσει
Υποτακτική
να έχω κατασχέσει, να έχεις κατασχέσει, να έχει κατασχέσει, να έχουμε κατασχέσει, να έχετε κατασχέσει, να έχουν(ε) κατασχέσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κατασχέσει, είχες κατασχέσει, είχε κατασχέσει, είχαμε κατασχέσει, είχατε κατασχέσει, είχαν/είχανε κατασχέσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κατάσχομαι, κατάσχεσαι, κατάσχεται, κατασχόμαστε, κατάσχεστε, κατάσχονται
Υποτακτική
να κατάσχομαι, να κατάσχεσαι, να κατάσχεται, να κατασχόμαστε, να  κατάσχεστε, να κατάσχονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κατάσχεστε
Μετοχή
κατασχόμενος, κατασχόμενη, κατασχόμενο
Παρατατικός
Οριστική
κατασχόμουν, κατασχόσουν, κατασχόταν, κατασχόμαστε ή κατασχόμασταν, κατασχόσαστε ή κατασχόσασταν, κατάσχονταν ή κατασχόντουσαν  
(& κατασχόμουνα, κατασχόσουνα, κατασχότανε)
 
Αόριστος
Οριστική
κατασχέθηκα, κατασχέθηκες, κατασχέθηκε, κατασχεθήκαμε, κατασχεθήκατε, κατασχέθηκαν (ή κατασχεθήκανε)
Υποτακτική
να κατασχεθώ, να κατασχεθείς, να κατασχεθεί, να κατασχεθούμε, να κατασχεθείτε, να κατασχεθούν (ή να κατασχεθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: κατασχέσου β΄ πληθυντικό: κατασχεθείτε     
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κατάσχομαι, θα κατάσχεσαι, θα κατάσχεται, θα κατασχόμαστε, θα  κατάσχεστε, θα κατάσχονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κατασχεθώ, θα κατασχεθείς, θα κατασχεθεί, θα κατασχεθούμε, θα κατασχεθείτε, θα κατασχεθούν (ή θα κατασχεθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κατασχεθεί, θα έχεις κατασχεθεί, θα έχει κατασχεθεί, θα έχουμε κατασχεθεί, θα έχετε κατασχεθεί, θα έχουν κατασχεθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κατασχεθεί, έχεις κατασχεθεί, έχει κατασχεθεί, έχουμε κατασχεθεί, έχετε κατασχεθεί, έχουν κατασχεθεί
Υποτακτική
να έχω κατασχεθεί, να έχεις κατασχεθεί, να έχει κατασχεθεί, να έχουμε κατασχεθεί, να έχετε κατασχεθεί, να έχουν κατασχεθεί
Μετοχή
κατασχεμένος, κατασχεμένη, κατασχεμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κατασχεθεί, είχες κατασχεθεί, είχε κατασχεθεί, είχαμε κατασχεθεί, είχατε κατασχεθεί, είχαν(ε) κατασχεθεί
 
Σημείωση: κατάσχω – κατέχω: Και τα δύο ρήματα δηλώνουν κτήση (το κατάσχω προήλθε από το κατέχω), αλλά το μεν κατέχω σημαίνει «μόνιμη και νόμιμη, κατά τεκμήριο κτήση», ενώ το κατάσχω σημαίνει «προσωρινή και, συχνά αιφνίδια έως και βίαιη, κτήση»: Για ανεξόφλητες ή αρρύθμιστες οφειλές το Δημόσιο μπορεί να κατάσχει ή να δεσμεύσει περιουσιακά στοιχεία.
Το κατάσχω προήλθε από την υποτακτική αορίστου του κατέχω (κατέχω, κατέσχον, να κατάσχω > κατάσχω) και η σχέση του προς το κατέχω είναι σχέση «δυναμικού ρήματος» (το κατάσχω δηλώνει δυναμική διαδικασία) έναντι του «στατικού ρήματος» (το κατέχω δηλώνει κατάσταση).
Το κατάσχω έχει από την προέλευσή του δυσκολία στον σχηματισμό των χρόνων του: έχει αόριστο κατάσχεσα / κατέσχεσα και μέλλοντα θα κατάσχω / θα κατασχέσω. Ο παρατατικός, ενίοτε και ο ενεστώτας, αντικαθίστανται με τη χρήση της περιφραστικής εκφοράς: κάνω κατάσχεση, έκανα κατάσχεση, προβαίνω / προχωρώ σε κατάσχεση κ.τ.ό.
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παρεισφρέω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Huib Limberg
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παρεισφρέω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
παρεισφρέω, παρεισφρέεις, παρεισφρέει, παρεισφρέουμε, παρεισφρέετε, παρεισφρέουν (ή παρεισφρέουνε)
Υποτακτική
να παρεισφρέω, να παρεισφρέεις, να παρεισφρέει, να παρεισφρέουμε, να παρεισφρέετε, να παρεισφρέουν (ή να παρεισφρέουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: παρείσφρεε – β΄ πληθυντικό: παρεισφρέετε 
Μετοχή
παρεισφρέοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
παρεισέφρεα, παρεισέφρεες, παρεισέφρεε, παρεισφρέαμε, παρεισφρέατε, παρεισέφρεαν
 
Αόριστος
Οριστική
παρεισέφρησα, παρεισέφρησες, παρεισέφρησε, παρεισφρήσαμε, παρεισφρήσατε, παρεισέφρησαν ή παρεισφρήσανε
Υποτακτική
να παρεισφρήσω, να παρεισφρήσεις, να παρεισφρήσει, να παρεισφρήσουμε, να παρεισφρήσετε, να παρεισφρήσουν (ή να παρεισφρήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: παρείσφρησε – β΄ πληθυντικό: παρεισφρήστε    
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παρεισφρέω, θα παρεισφρέεις, θα παρεισφρέει, θα παρεισφρέουμε, θα παρεισφρέετε, θα παρεισφρέουν (ή θα παρεισφρέουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παρεισφρήσω, θα παρεισφρήσεις, θα παρεισφρήσει, θα παρεισφρήσουμε, θα παρεισφρήσετε, θα παρεισφρήσουν (ή θα παρεισφρήσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω παρεισφρήσει, θα έχεις παρεισφρήσει, θα έχει παρεισφρήσει, θα έχουμε παρεισφρήσει, θα έχετε παρεισφρήσει, θα έχουν(ε) παρεισφρήσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παρεισφρήσει, έχεις παρεισφρήσει, έχει παρεισφρήσει, έχουμε παρεισφρήσει, έχετε παρεισφρήσει, έχουν(ε) παρεισφρήσει
Υποτακτική
να έχω παρεισφρήσει, να έχεις παρεισφρήσει, να έχει παρεισφρήσει, να έχουμε παρεισφρήσει, να έχετε παρεισφρήσει, να έχουν(ε) παρεισφρήσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παρεισφρήσει, είχες παρεισφρήσει, είχε παρεισφρήσει, είχαμε παρεισφρήσει, είχατε παρεισφρήσει, είχαν(ε) παρεισφρήσει

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εκθέτω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Mario Sanchez Nevado
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εκθέτω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εκθέτω, εκθέτεις, εκθέτει, εκθέτουμε, εκθέτετε, εκθέτουν (ή εκθέτουνε)
Υποτακτική
να εκθέτω, να εκθέτεις, να εκθέτει, να εκθέτουμε, να εκθέτετε, να εκθέτουν (ή να εκθέτουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: έκθετε – β΄ πληθυντικό: εκθέτετε 
Μετοχή
εκθέτοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
εξέθετα, εξέθετες, εξέθετε, εκθέταμε, εκθέτατε, εξέθεταν ή εκθέτανε
 
Αόριστος
Οριστική
εξέθεσα, εξέθεσες, εξέθεσε, εκθέσαμε, εκθέσατε, εξέθεσαν ή εκθέσανε
Υποτακτική
να εκθέσω, να εκθέσεις, να εκθέσει, να εκθέσουμε, να εκθέσετε, να εκθέσουν (ή να εκθέσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: έκθεσε – β΄ πληθυντικό: εκθέστε    
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκθέτω, θα εκθέτεις, θα εκθέτει, θα εκθέτουμε, θα εκθέτετε, θα εκθέτουν (ή θα εκθέτουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκθέσω, θα εκθέσεις, θα εκθέσει, θα εκθέσουμε, θα εκθέσετε, θα εκθέσουν (ή θα εκθέσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εκθέσει, θα έχεις εκθέσει, θα έχει εκθέσει, θα έχουμε εκθέσει, θα έχετε εκθέσει, θα έχουν εκθέσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εκθέσει, έχεις εκθέσει, έχει εκθέσει, έχουμε εκθέσει, έχετε εκθέσει, έχουν εκθέσει
Υποτακτική
να έχω εκθέσει, να έχεις εκθέσει, να έχει εκθέσει, να έχουμε εκθέσει, να έχετε εκθέσει, να έχουν εκθέσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εκθέσει, είχες εκθέσει, είχε εκθέσει, είχαμε εκθέσει, είχατε εκθέσει, είχαν(ε) εκθέσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εκτίθεμαι, εκτίθεσαι, εκτίθεται, εκτιθέμεθα, εκτίθεσθε ή εκτίθεστε, εκτίθενται
Υποτακτική
να εκτίθεμαι, να εκτίθεσαι, να εκτίθεται, να εκτιθέμεθα, να εκτίθεσθε ή να εκτίθεστε, να εκτίθενται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εκτίθεσθε
Μετοχή
εκτιθέμενος, εκτιθέμενη, εκτιθέμενο  
 
Παρατατικός
Οριστική
εκτιθέμην, εκτίθεσο, εκτίθετο, εκτιθέμεθα, εκτίθεσθε, εκτίθεντο
(& σπάνια σε λόγιο ύφος: εξετιθέμην, εξετίθεσο, εξετίθετο, εξετιθέμεθα, εξετίθεσθε, εξετίθεντο)
 
Αόριστος
Οριστική
εκτέθηκα, εκτέθηκες, εκτέθηκε, εκτεθήκαμε, εκτεθήκατε, εκτέθηκαν
Υποτακτική
να εκτεθώ, να εκτεθείς, να εκτεθεί, να εκτεθούμε, να εκτεθείτε, να εκτεθούν (ή να εκτεθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: εκθέσου β΄ πληθυντικό: εκτεθείτε   
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκτίθεμαι, θα εκτίθεσαι, θα εκτίθεται, θα εκτιθέμεθα, θα εκτίθεσθε ή θα εκτίθεστε, θα εκτίθενται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκτεθώ, θα εκτεθείς, θα εκτεθεί, θα εκτεθούμε, θα εκτεθείτε, θα εκτεθούν (ή θα εκτεθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εκτεθεί, θα έχεις εκτεθεί, θα έχει εκτεθεί, θα έχουμε εκτεθεί, θα έχετε εκτεθεί, θα έχουν εκτεθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εκτεθεί, έχεις εκτεθεί, έχει εκτεθεί, έχουμε εκτεθεί, έχετε εκτεθεί, έχουν εκτεθεί
Υποτακτική
να έχω εκτεθεί, να έχεις εκτεθεί, να έχει εκτεθεί, να έχουμε εκτεθεί, να έχετε εκτεθεί, να έχουν εκτεθεί
Μετοχή
εκτεθειμένος, εκτεθειμένη, εκτεθειμένο 
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εκτεθεί, είχες εκτεθεί, είχε εκτεθεί, είχαμε εκτεθεί, είχατε εκτεθεί, είχαν(ε) εκτεθεί
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...