Gustave Dore
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ανασταίνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ανασταίνω, ανασταίνεις, ανασταίνει, ανασταίνουμε, ανασταίνετε, ανασταίνουν (ή ανασταίνουνε)
Υποτακτική
να ανασταίνω, να ανασταίνεις, να ανασταίνει, να ανασταίνουμε, να ανασταίνετε, να ανασταίνουν (ή να ανασταίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάσταινε – β΄ πληθυντικό: ανασταίνετε
Μετοχή
ανασταίνοντας
Παρατατικός
Οριστική
ανάσταινα, ανάσταινες, ανάσταινε, ανασταίναμε, ανασταίνατε, ανάσταιναν ή ανασταίνανε
Αόριστος
Οριστική
ανάστησα, ανάστησες, ανάστησε, αναστήσαμε, αναστήσατε, ανάστησαν ή αναστήσανε
Υποτακτική
να αναστήσω, να αναστήσεις, να αναστήσει, να αναστήσουμε, να αναστήσετε, να αναστήσουν (ή να αναστήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάστησε – β΄ πληθυντικό: αναστήσετε ή αναστήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανασταίνω, θα ανασταίνεις, θα ανασταίνει, θα ανασταίνουμε, θα ανασταίνετε, θα ανασταίνουν (ή θα ανασταίνουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναστήσω, θα αναστήσεις, θα αναστήσει, θα αναστήσουμε, θα αναστήσετε, θα αναστήσουν (ή α αναστήσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναστήσει, θα έχεις αναστήσει, θα έχει αναστήσει, θα έχουμε αναστήσει, θα έχετε αναστήσει, θα έχουν(ε) αναστήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναστήσει, έχεις αναστήσει, έχει αναστήσει, έχουμε αναστήσει, έχετε αναστήσει, έχουν(ε) αναστήσει
Υποτακτική
να έχω αναστήσει, να έχεις αναστήσει, να έχει αναστήσει, να έχουμε αναστήσει, να έχετε αναστήσει, να έχουν(ε) αναστήσει
Μετοχή
έχοντας αναστήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναστήσει, είχες αναστήσει, είχε αναστήσει, είχαμε αναστήσει, είχατε αναστήσει, είχαν(ε) αναστήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ανασταίνομαι, ανασταίνεσαι, ανασταίνεται, ανασταινόμαστε, ανασταίνεστε ή ανασταινόσαστε, ανασταίνονται
Υποτακτική
να ανασταίνομαι, να ανασταίνεσαι, να ανασταίνεται, να ανασταινόμαστε, να ανασταίνεστε ή να ανασταινόσαστε, να ανασταίνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ανασταίνεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
ανασταινόμουν, ανασταινόσουν, ανασταινόταν, ανασταινόμαστε, ανασταινόσαστε, ανασταίνονταν
(& ανασταινόμουνα, ανασταινόσουνα, ανασταινότανε,
ανασταινόμασταν, ανασταινόσασταν, ανασταινόντουσαν ή ανασταινόντανε)
Αόριστος
Οριστική
αναστήθηκα, αναστήθηκες, αναστήθηκε, αναστηθήκαμε, αναστηθήκατε, αναστήθηκαν ή αναστηθήκανε
Υποτακτική
να αναστηθώ, να αναστηθείς, να αναστηθεί, να αναστηθούμε, να αναστηθείτε, να αναστηθούν ή να αναστηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: αναστήσου, β΄ πληθυντικό: αναστηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανασταίνομαι, θα ανασταίνεσαι, θα ανασταίνεται, θα ανασταινόμαστε, θα ανασταίνεστε ή θα ανασταινόσαστε, θα ανασταίνονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναστηθώ, θα αναστηθείς, θα αναστηθεί, θα αναστηθούμε, θα αναστηθείτε, θα αναστηθούν ή θα αναστηθούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναστηθεί, θα έχεις αναστηθεί, θα έχει αναστηθεί, θα έχουμε αναστηθεί, θα έχετε αναστηθεί, θα έχουν(ε) αναστηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναστηθεί, έχεις αναστηθεί, έχει αναστηθεί, έχουμε αναστηθεί, έχετε αναστηθεί, έχουν(ε) αναστηθεί
Υποτακτική
να έχω αναστηθεί, να έχεις αναστηθεί, να έχει αναστηθεί, να έχουμε αναστηθεί, να έχετε αναστηθεί, να έχουν(ε) αναστηθεί
Μετοχή
αναστημένος, αναστημένη, αναστημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναστηθεί, είχες αναστηθεί, είχε αναστηθεί, είχαμε αναστηθεί, είχατε αναστηθεί, είχαν(ε) αναστηθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ανασταίνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ανασταίνω, ανασταίνεις, ανασταίνει, ανασταίνουμε, ανασταίνετε, ανασταίνουν (ή ανασταίνουνε)
να ανασταίνω, να ανασταίνεις, να ανασταίνει, να ανασταίνουμε, να ανασταίνετε, να ανασταίνουν (ή να ανασταίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάσταινε – β΄ πληθυντικό: ανασταίνετε
Μετοχή
ανασταίνοντας
Παρατατικός
Οριστική
ανάσταινα, ανάσταινες, ανάσταινε, ανασταίναμε, ανασταίνατε, ανάσταιναν ή ανασταίνανε
Αόριστος
Οριστική
ανάστησα, ανάστησες, ανάστησε, αναστήσαμε, αναστήσατε, ανάστησαν ή αναστήσανε
να αναστήσω, να αναστήσεις, να αναστήσει, να αναστήσουμε, να αναστήσετε, να αναστήσουν (ή να αναστήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάστησε – β΄ πληθυντικό: αναστήσετε ή αναστήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανασταίνω, θα ανασταίνεις, θα ανασταίνει, θα ανασταίνουμε, θα ανασταίνετε, θα ανασταίνουν (ή θα ανασταίνουνε)
Οριστική
θα αναστήσω, θα αναστήσεις, θα αναστήσει, θα αναστήσουμε, θα αναστήσετε, θα αναστήσουν (ή α αναστήσουνε)
Οριστική
θα έχω αναστήσει, θα έχεις αναστήσει, θα έχει αναστήσει, θα έχουμε αναστήσει, θα έχετε αναστήσει, θα έχουν(ε) αναστήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναστήσει, έχεις αναστήσει, έχει αναστήσει, έχουμε αναστήσει, έχετε αναστήσει, έχουν(ε) αναστήσει
να έχω αναστήσει, να έχεις αναστήσει, να έχει αναστήσει, να έχουμε αναστήσει, να έχετε αναστήσει, να έχουν(ε) αναστήσει
Μετοχή
έχοντας αναστήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναστήσει, είχες αναστήσει, είχε αναστήσει, είχαμε αναστήσει, είχατε αναστήσει, είχαν(ε) αναστήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ανασταίνομαι, ανασταίνεσαι, ανασταίνεται, ανασταινόμαστε, ανασταίνεστε ή ανασταινόσαστε, ανασταίνονται
να ανασταίνομαι, να ανασταίνεσαι, να ανασταίνεται, να ανασταινόμαστε, να ανασταίνεστε ή να ανασταινόσαστε, να ανασταίνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ανασταίνεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
ανασταινόμουν, ανασταινόσουν, ανασταινόταν, ανασταινόμαστε, ανασταινόσαστε, ανασταίνονταν
Αόριστος
Οριστική
αναστήθηκα, αναστήθηκες, αναστήθηκε, αναστηθήκαμε, αναστηθήκατε, αναστήθηκαν ή αναστηθήκανε
να αναστηθώ, να αναστηθείς, να αναστηθεί, να αναστηθούμε, να αναστηθείτε, να αναστηθούν ή να αναστηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: αναστήσου, β΄ πληθυντικό: αναστηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανασταίνομαι, θα ανασταίνεσαι, θα ανασταίνεται, θα ανασταινόμαστε, θα ανασταίνεστε ή θα ανασταινόσαστε, θα ανασταίνονται
Οριστική
θα αναστηθώ, θα αναστηθείς, θα αναστηθεί, θα αναστηθούμε, θα αναστηθείτε, θα αναστηθούν ή θα αναστηθούνε
Οριστική
θα έχω αναστηθεί, θα έχεις αναστηθεί, θα έχει αναστηθεί, θα έχουμε αναστηθεί, θα έχετε αναστηθεί, θα έχουν(ε) αναστηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναστηθεί, έχεις αναστηθεί, έχει αναστηθεί, έχουμε αναστηθεί, έχετε αναστηθεί, έχουν(ε) αναστηθεί
να έχω αναστηθεί, να έχεις αναστηθεί, να έχει αναστηθεί, να έχουμε αναστηθεί, να έχετε αναστηθεί, να έχουν(ε) αναστηθεί
Μετοχή
αναστημένος, αναστημένη, αναστημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναστηθεί, είχες αναστηθεί, είχε αναστηθεί, είχαμε αναστηθεί, είχατε αναστηθεί, είχαν(ε) αναστηθεί