Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα Κωστής Παλαμάς. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα Κωστής Παλαμάς. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κωστής Παλαμάς

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Salvador Dali

Κωστής Παλαμάς

Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε το 1859 στην Πάτρα, οι γονείς του, όμως, κατάγονταν από το Μεσολόγγι. Σε ηλικία επτά χρόνων ορφάνεψε και από τους δύο γονείς και ανατράφηκε στο Μεσολόγγι από τον θείο του Δημήτρη. Δεκαέξι χρόνων ήρθε για σπουδές στην Αθήνα, όπου άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα. Η πρώτη ποιητική συλλογή του, Τα Τραγούδια της Πατρίδος μου, δημοσιεύτηκε το 1886, ενώ το ποίημα Ο Ύμνος της Αθηνάς βραβεύτηκε στον Α΄ Φιλαδέλφειο διαγωνισμό. Το 1887 παντρεύτηκε τη Μαρία Βάλβη και το 1897 διορίστηκε γραμματέας στο Πανεπιστήμιο, όπου εργάστηκε για τριάντα χρόνια. Την ίδια χρονιά έχασε τον μικρό του γιο, Άλκη, γεγονός που τον συγκλόνισε. Ο πόνος και ο θρήνος του ποιητή εκφράστηκε με συντριπτικό τρόπο στη συλλογή του Ο Τάφος (1898).
Κατά τα άλλα, πέρασε ήσυχα τη ζωή του γράφοντας και μελετώντας, ενώ ταξίδεψε ελάχιστα. Πέθανε μέσα στην καρδιά της Κατοχής, το 1943, σε βαθιά γεράματα. Η κηδεία του, που έγινε στο Α΄ νεκροταφείο, πήρε τη σημασία εθνικού γεγονότος, αφού τα πλήθη, μετά την απαγγελία του ποιήματος «Ηχήστε οι σάλπιγγες» από τον Σικελιανό, τραγούδησαν τον Εθνικό Ύμνο.
Ο Κωστής Παλαμάς υπήρξε πολυγραφότατος και πολυμαθής, μαχητικός υπερασπιστής της δημοτικής γλώσσας, την οποία ονόμασε «εθνική γλώσσα». Εξέδωσε δεκαοκτώ ποιητικές συλλογές, πολλά διηγήματα, ένα δράμα και πλήθος κριτικών μελετών. Αντλούσε τα θέματά του από την ιστορία, την παράδοση, τη φιλοσοφία, την καθημερινότητα κ.ά. Υπήρξε πολύμορφος και πολύπλευρος τόσο ως προς τις ιδέες του όσο και ως προς τις ποιητικές τεχνοτροπίες που αγκάλιασε. Η ποίησή του διακρίνεται για τον γλωσσικό της πλούτο, τη βαθύτατη στοχαστικότητά της, την πυκνότητα των νοημάτων της, τη δραματικότητα και το λυρικό της πάθος. Μερικές σημαντικές συλλογές του είναι οι ακόλουθες: Τα Τραγούδια της πατρίδος μου (1886), Ο Ύμνος της Αθηνάς (1889), Τα Μάτια της Ψυχής μου (1892), Ίαμβοι και Ανάπαιστοι (1897), Ο Τάφος (1898), Η Ασάλευτη Ζωή (1904), Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907), Η Φλογέρα του Βασιλιά (1910), Βωμοί (1915), Η Πολιτεία και η
Μοναξιά (1912), Οι Νύχτες του Φήμιου (1935) κ.ά.

Η κριτική για το έργο του

«Οπωσδήποτε ο Παλαμάς μπόρεσε να μείνη κάπου 40 χρόνια ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης του λογοτεχνικού κόσμου στον τόπο μας. […] Μέσα στις εκατοντάδες των σελίδων του χτίζεται ένας νέος κόσμος, βασισμένος στη λαϊκή κυρίως παράδοση, όπως την αποκάλυπτε η νεαρή τότε επιστήμη της Λαογραφίας και όπως την έπλαθε η παλαιότερη και σύγχρονη δραματική ελληνική ιστορία. Στην προσπάθειά του να αξιοποιήση τους θησαυρούς της λαϊκής παράδοσης αποκάλυψε και το δικό του μοναδικό γλωσσοπλαστικό ταλέντο, καθώς συναντήθηκε με μιαν ανάλογη ευφορία και δύναμη, με την οποία είναι προικισμένος ο ελληνικός λαός. Ο Παλαμάς είναι από τους ελάχιστους νεοέλληνες λογοτέχνες, που μπορούν να θεωρηθούν ως ουσιαστικοί ανανεωτές και “πληθυντές” της ποιητικής μας γλώσσας. Αλλά η γλωσσική συμβολή του Παλαμά, έστω και αν είναι η βασική, δεν είναι διόλου η μοναδική. Μέσα του έπαλλε η ψυχή και η λαχτάρα ενός αληθινού αναγεννητή. Είναι χαρακτηριστικό, ότι την τέχνη και την επιστήμη ο Παλαμάς θεωρούσε ως τους δύο πόλους μιας νέας ζωής […]. Η τέχνη και η επιστήμη, ας το πούμε και αλλιώς, αποτελούσαν για τον Παλαμά τη μεγάλη και την πιο τέλεια διαλεκτική σύνθεση της ζωής […].
Αυτή η οικουμενικότητα του Παλαμά, καθώς και η κατάφασή του στη γνώση, αποτελούν και δύο καίρια γνωρίσματα της ποίησής του […]. Συνήθως τα γνωρίσματα αυτά προβάλλονται σαν επιχειρήματα για τη στήριξη της θεωρίας, ότι ο Παλαμάς είναι ένας θολός, αξεκαθάριστος, εγκεφαλικός και πολυΐστορας ποιητής, που δεν έδωσε ένα έργο διηθημένο και διυλισμένο, όπως π.χ. ο Σολωμός […]. Ωστόσο θα μπορούσε να εγερθή στο σημείο αυτό η ένσταση, ότι τα χαρακτηριστικά ακριβώς αυτά εμφανίζουν τον ποιητή πρωτοποριακό και από μιαν άλλη άποψη, αφού σήμερα η παρεμβολή της γνώσης στο σώμα της ποίησης —και μάλιστα της γνώσης που έχει ανασυρθή από τα αρχεία και τα παλιά βιβλία, πβ. το μεγάλο ποιητή Τ.S. Eliot— έγινε όχι μόνο κάτι νόμιμο, αλλά έχει σχεδόν πάρει τις διαστάσεις της μόδας […]· κι αν παρατηρήται συχνά στους παλαμικούς στίχους μια ρητορεία και ένας πλατειασμός, μια φραστική υπερβολή, αυτό δεν οφείλεται μονάχα στην ιδιοσυστασία του δημιουργού τους —που είναι άλλωστε χαρακτηριστική και της ελληνικής νοοτροπίας και ψυχολογίας—, αλλά και στη ζωηρή, φανατική συχνά συμμετοχή του στο πνευματικό προπάντων και στο ιστορικό παρόν της εποχής του. Ο Παλαμάς είναι γι’ αυτό ο πιο γνήσιος, ο πιο αυθεντικός εθνικός ποιητής. […]
Τέλος πρέπει να τονιστή και η μετρική σοφία και δεινότητα του Παλαμά: τα ποιήματά του, μικρά ή μεγάλα, τραγούδια ή πλατιές επικολυρικές συνθέσεις, είναι από τα πιο στέρεα, τα πιο άρτια χτισμένα μνημεία έμμετρου νεοελληνικού λόγου.»

(Μ. Γ. Μερακλής, Η Ελληνική Ποίηση. Ρομαντικοί. Η εποχή του Παλαμά. Μεταπαλαμικοί, Σοκόλης, Αθήνα, 1977, σελ. 220-223)

«Το πρώτο λοιπόν αισθητικό γνώρισμα της νέας ποιητικής που εγκαινίασε ο Παλαμάς, ήταν η ολοκληρωτική προσδοχή της παραμελημένης ως τότε δημοτικής, σαν παντοδύναμης δημιουργικής ιδέας και η τελετουργική εγκαθίδρυσή της μέσα στην άγονη περιοχή της ποιητικής τέχνης. Από μιας αρχής, σχεδόν, ο Παλαμάς ταύτισε τη δημοτική γλώσσα με την ποιητική έμπνευση κι εξάρτησε απόλυτα το αισθητικό αποτέλεσμα της τέχνης του από το δούλεμα της γλώσσας. […] Αδίσταχτα μπορούμε να πούμε, πως ο Παλαμάς δημιούργησε τη νεοδημοτική ποιητική μας γλώσσα, συγχωνεύοντας όλες τις προηγούμενες παραδόσεις κι εμπειρίες. […] Η ποιητική γλωσσοπλαστική οδήγησε τον Παλαμά στην ελληνική πραγματογνωσία. Έτσι, με τον έρωτα της δημοτικής, ο από μιας αρχής ανήσυχος πνευματικός του κόσμος κατόρθωσε να πλατύνει τα όριά του όπου γεωγραφικός, ιστορικός και πνευματικός ελληνικός χώρος, κι ύστερα να πάρει το φύσημά του προς καθολικότερους ουρανούς.»

(Α. Καραντώνης, Γύρω στον Παλαμά, τ. Β΄, Γκοβόστης, Αθήνα, 1971, σελ. 7)

«Η τέχνη του τον οδηγούσε ασυναίσθητα στη ζωντανή γλώσσα. Μετά το διάβασμα όμως του “Ταξιδιού” του Ψυχάρη, γίνεται σιγά σιγά ως τα 1900 ο δημοτικισμός γι’ αυτόν συνείδηση, σύστημα, κοσμοθεωρία. […] Θα ήταν ωστόσο λάθος να θεωρηθή ο Παλαμάς δημοτικιστής στατικά και ανεξέλιχτα ή πως ήταν πιστός ψυχαριστής. Πίστευε στην καθάρια δημοτική για τον ποιητικό λόγο, χωρίς όμως την απόλυτη πειθαρχία στους φωνητικούς νόμους της νέας Ελληνικής, που κήρυχνε ο Ψυχάρης, και ήταν ακόμα πιο συμβιβαστικός με την καθαρεύουσα στον πεζό.»

(Ν. Π. Ανδριώτης, «Η γλώσσα του Παλαμά», Νέα Εστία, Χριστούγεννα, 1943, σελ. 234, 235)

«[…] H σειρά των “Πατρίδων” […] ανήκει στα πιο ευτυχισμένα κατορθώματα του Παλαμά. Γραμμένη με συγκρατητή έμπνευση, από το πρώτο ίσαμε το τελευταίο δεκατετράστιχο, στέκει σαν κάτι αξεπέραστο στο είδος τούτο στην όλη παραγωγή του. Βέβαια, ήρθε αργότερα ένα ολάκερο βιβλίο, “Τα δεκατετράστιχα”, όπου ο πολύτροπος ποιητής προσπάθησε να υποτάξει σε κάθε ιδιοτροπία της δεξιοτεχνίας του το δυσκολοδάμαστο τούτο είδος, ήρθαν ακόμη ένα σωρό παρόμοια συνθέματα σε άλλα του βιβλία, μα τη γεροσύνη, το μεγαλείο, τη συγκίνηση, την αίσθηση του περιττού, που συντυχαίνουμε στις “Πατρίδες”, δεν μπορούμε να τις σημαδέψουμε με ίση άνεση αλλού. Επιτέλους, αδράχνουμε μέσα κει, ανάμεσα στ’ άλλα, ακομμάτιαστη και τη διπλή ψυχή του Παλαμά: το λόγιο και τον ποιητή, το ρεμβαστή και τον πολύξερο αναδιφητή, μα έτσι αδελφωμένους, που να στέκουν αντίκρυ μας σαν ένας δείχτης προς την εσώτερην ύπαρξή του. Συνήθισα ν’ αγαπώ τις “Πατρίδες” κ’ ίσως την ώρα τούτη να μιλώ περισσότερο με την αγάπη μου παρά με την αθόλωτη κρίση. Ωστόσο, η σειρά τούτη μας δείχνει όλο το νόημα που παίρνει μέσα στη σκέψη του Παλαμά η “πατρίδα”. Από τον τόπο που γεννήθηκε, από τον τόπο που μεγάλωσε, από τον τόπο που ρίζωσε κι ασάλευτος απόμεινε, στον τόπο το μεγαλύτερο που είναι η Ελλάδα, σαν όρος γεωγραφικός και σα θεωρητική σύλληψη, κι από τούτον στις άλλες χώρες και στη γη την απέραντη και στο σύμπαν ολάκερο και στο άναρχο κι ατελεύτητο κι απεριόριστο χάος, που το συμβολίζει στην αίσθησή του “η γαλήνη των μνημάτων”. Η πατριδολατρία του κάθε στιγμή ανεβοκατεβαίνει όλη τούτη τη σκάλα, πότε με συλλογισμένες, φρόνιμες δρασκελιές και πότε με πολυθόρυβα αντιχτυπήματα.
[…] Δεν έχει κλείσει ακόμα τα σαράντα του χρόνια ο ποιητής κι ωστόσο νιώθει, πως βρίσκεται μακριά από το λαμπερόχρωμο συμπόσιο της ζωής, από το μαγευτικό “πανηγύρι στα σπάρτα”:
Το πανηγύρι που χρυσά τα σπάρτα πλέκουν,
Το πανηγύρι το πανεύοσμο στα σπάρτα
Με βλέπει, με καλεί, και με προσμένει ακόμα.
“Το πανηγύρι στα σπάρτα” τον πρόσμεινε σ’ όλη του τη ζωή. Όσο βυθίζεται μέσα στη θαμποφωτισμένη σπηλιά της γνώσης, τόσο αισθάνεται πως ξεμακραίνει από τη χαρά του κόσμου τούτου, ενάντια στη βιοτική του ακαματιά, την απραγμοσύνη και τη δειλία του, κάτι που ολοφάνερα δείχνει την ολότελα θεωρητική και ρεμβαστική συγκρότηση της ιδιοσυγκρασίας του […].»

(Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Τα πρόσωπα και τα κείμενα, Γ΄ Κωστής Παλαμάς, Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα, 41993, σελ. 88-89, 92-93)

«Ο Παλαμάς δεν ήταν μόνο ένας γνήσιος και φλογερός, ένας κατ’ εξοχήν ποιητής, ψυχή με υψηλή πάντα ποιητική θερμοκρασία, αλλά και στοχαστής αξιόλογος που με τη μελέτη και την αυτοανάλυση έσκυψ’ εξεταστικά απάνω στα καλαισθητικά ζητήματα, και πνεύμα λαίμαργο και οξύ που δεν του έφτανε να ζει μόνο την Τέχνη και να την υπηρετεί, λειτουργός και δούλος της, αλλά ήθελε και θεωρητικά να ερευνά και συνειδητά με το στοχασμό να κάνει τα πολλά και σκοτεινά προβλήματά της.
[…] Στους πρώτους λόγους [του Δωδεκάλογου του Γύφτου] ο Γύφτος-ποιητής, γεμάτος μένος καταλυτικό, περνάει όλη την κλίμακα των αρνήσεων έξαλλος, ακάθεκτος, απηνής. Ψυχή άπληστη και αδυσώπητη φτύνει, σαρκάζει, γκρεμίζει όλες τις ανεπανόρθωτα φθαρμένες αξίες. […] Ο ποιητής όμως δεν γκρεμίζει, απλώς για να καταλύσει. Δεν κατέχεται από νοσηρό πάθος χαλασμού, ούτε κάνει γύρω του όλα στάχτη, για να χορέψει εωσφορικά απάνω στα ερείπια. Γκρεμίζει για να ξαναχτίσει. Χαλάει για να ξαναφτιάξει. Ν’ ανοικοδομήσει θέλει από τα χαλάσματα τη νέα ζωή· να θέσει τις νέες, τις αυθεντικές αξίες· να ευαγγελιστεί τα νέα, τα γνήσια ιδανικά.»

(Ε. Π. Παπανούτσος, Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός, Ίκαρος, Αθήνα, 1977, σελ. 11, 87-88)

«Στον Δωδεκάλογο έδειξε ο Παλαμάς, όπως πριν ποτέ, τον πλούτο των ρυθμών που είχε μέσα του και που γίνηκαν από τότε και κτήμα της γλώσσας μας. Εδώ στον Προφητικό Λόγο έχει ο ρυθμός κάτι πομπικό, πλατύ, πλουσιοπάροχο σαν τις δίπλες μιας πορφύρας. Έχει τη θλίψη που έχει ο πλούτος μιας νεκρικής πομπής. Έχει όμως και κάτι άλλο μαζί. Έχει και το κορύφωμα της θλίψης σε μια γαληνιαία αντιμετώπιση του θανάτου. […] Το τελευταίο που πεθαίνει είναι η Φήμη […]. Το θάνατό της η φύση και κανείς άλλος δε θα κλάψει […]. Τιμωριέται τώρα η Ελλάδα, η άσωτη, η αλαφρόμυαλη, η άπιστη, η αμαρτωλή. […] Ο ξεπεσμός της Ελλάδας είναι της ψυχής ξεπεσμός, είναι ο ηθικός αφανισμός του Γένους. Αυτόν κλαίει ο ποιητής.»

(Κ. Τσάτσος, Παλαμάς, Εστία, Αθήνα, 31966, σελ. 151-152)

«Στον έβδομο Λόγο, στον “Προφητικό”, πέφτει κι η τελευταία αξία που στύλωνε τον παλιό κόσμο, το Βυζάντιο: Σκοτώνεται κι έτσι αφανίζεται το ηρωικό πνεύμα, που συμβολίζονταν στη δράση του Διγενή Ακρίτα, που τραγούδησε κι επικαλέστηκε στη Φλογέρα του Βασιλιά. Ο Ακρίτας, η καρδιά κι η ψυχή της Ρωμιοσύνης, πάει, και παντού χύνεται η νύχτα της καταστροφής και του θανάτου. Αφού πια μέσα στην ψυχή του Γύφτου δε μένει τίποτα όρθιο από τον παλιό κόσμο, έρχεται η ανάνηψη κι η απολύτρωση. Ο ποιητής δεν μας λέει καθαρά πώς έγινε το θαύμα αυτό της μεταμόρφωσης και της αλλαγής στον ήρωα. Δε μας αναπτύσσει ποιο εσωτερικό δράμα συντελέστηκε μέσα του, ώστε να δεχτεί τις νέες αξίες, πώς από γκρεμιστής έγινε χτίστης κι οικοδόμος του νέου χτιρίου της ζωής. Έτσι, απότομα, στους τελευταίους στίχους του “Προφητικού”, οραματίζεται έναν καινούργιο κόσμο, μια νέα πλάση, και περιμένει έναν ουρανόσταλτο λυτρωτή, που θάφερνε την ανθρωπότητα προς το καλύτερο, προς το ηρωϊκότερο κι υψηλότερο. Εδώ ξεπροβάλλει κι η Ελλάδα με το μέλλον της, που θα τη λυπηθεί ο Θεός και θα τη λυτρώσει κι αυτήν από τα παλιά της κρίματα και τις αμαρτίες. […] Οι τελευταίοι Λόγοι του Γύφτου είναι εποικοδομητικοί και κηρύσσουν την πίστη του ποιητή στις νέες πλάκες των αξιών, που κομίζει στην ανθρωπότητα σαν άλλος Μωυσής. Κι οι αξίες αυτές είναι η Τέχνη, η Αγάπη, η Θεότητα, η Δύναμη, και τελευταία η Επιστήμη, αναγεννημένες βέβαια και ξαναβαφτισμένες στην κολυμπήθρα του αισθήματος και της αγνείας. Είναι ο παλιός κόσμος, με τις αξίες του, που ξανάρχεται στη ζωή σαν κόσμος νέος. Και στο σημείο αυτό, οπότε αρχίζει να φωτίζει το νέο κόσμο η χαραυγή της μελλοντικής ανάστασης, αξίζει να παρακολουθήσουμε τον ποιητή και ν’ ανεβούμε μαζί του στις κορφές εκείνες απ’ όπου οραματίζεται και προφητεύει το αύριο.»

(Φ. Μιχαλόπουλος, Κωστής Παλαμάς, Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, Αθήνα, 1994, σελ. 206-209)

«Ο “Προφητικός” φαίνεται σα λόγος παρένθετος μέσα στο Δωδεκάλογο. Ο Γύφτος λείπει από δαύτον. Και τη θέση του κατέχει ο Προφήτης, ο ποιητής που γίνεται προφήτης. Από την άποψη της ελληνικής Ιδέας της εκφρασμένης μέσα στο Δωδεκάλογο ο λόγος τούτος έχει καίρια σημασία. Είναι μια δήλωση βροντόφωνη της πίστης του Παλαμά στην ανεξάντλητη ζωντάνια της φυλής, στην ικανότητά της να ξαναγεννιέται και να σηκώνεται ατράνταχτη ύστερ’ απ’ όλους τους ξεπεσμούς. Μα και συνάμα είναι η έκφραση της βαθύτατης ιστορικής νομοτέλειας, που ανοίγει, για τους ζωντανούς οργανισμούς, τις εποχές της ακμής ύστερ’ από την παρακμή. Και, πάρα πέρα, της νομοτέλειας της βιολογικής, που επάλληλα ξετυλίγει τη φθορά και τη δημιουργία. Και, ακόμη αληθινότερα, της κίνησης της ίδιας της ύπαρξης του ποιητή, που ύστερ’ από την αποκαρδίωσή του από τον ολόγυρα κόσμο, ύστερ’ από το παράδομά του στην πιο στυγνή αποκαρτέρηση, ξαναβρίσκει τη δύναμη για τ’ ανέβασμα, την πίστη στον εαυτό του και την πεποίθηση στην αξία της προσπάθειας.
Η λευτεριά που κέρδισε με την άρνηση δεν είναι η λευτεριά που του πρέπει. Ο χαλαστής πρέπει οριστικά να γίνει και οικοδόμος.
[…] Και τώρα μια σύντομη αναδρομή, στην εποχή του απελπισμού, στους καιρούς που προετοιμάζεται μέσα στη συνείδηση του Παλαμά το ιστορικό γεγονός της Ανόρθωσης. Η αγανάχτηση για την κατάντια του τόπου παίρνει άλλη μορφή, αρμόδια και τούτη στη γεμάτη πάθος και φουρτουνιασμένη φύση του ποιητή. Ο επικολυρικός του Δωδεκάλογου και της Φλογέρας γίνεται ο χλευαστής των Σατυρικών γυμνασμάτων (λαθεμένα γράφει τότε τη λέξη σάτιρα με υ): σαράντα τέσσερα ποιήματα κλειστής μορφής (τέσσερα τρίστιχα κ’ ένας στίχος ξεχωριστός, στο τέλος, το καθένα), σε δυο σειρές, την πρώτη γραμμένη στα 1907, τη δεύτερη τον Αύγουστο του 1909. Η σάτιρα του Παλαμά δεν έχει καμιά σχέση με την κούφια ευφυολογία των “ευθυμογράφων”.
Ο ποιητής, πλούσιος σε μάθηση και πιστός στη συνείδηση του είδους, συνεχίζει με τον τρόπο του την πορεία του Λασκαράτου ανάμεσα στα στραβά και τ’ ανάποδα του νεοελληνικού βίου. Στο αναμεταξύ έχουν διαπρέψει άλλοι “σατιρικοί”: ο Γ. Σουρής, ο Δ. Κόκκος, ο Μπάμπης Άννινος, μερικοί άλλοι ακόμα, κατασκευαστές λογοπαιγνίων, πολλαπλών καμιά φορά, κωμωδιών και στιχηρών ευθυμογραφημάτων. Μα όλοι τούτοι είναι στο βάθος άκακοι και ανώδυνοι· σπανιότατα ξεπερνούν το φλούδι των περιστατικών και δεν κατορθώνουν μήτε μια φράση αληθινά λογοτεχνική, ικανή να νικήσει τον καιρό της. Ο Παλαμάς ανεβαίνει ίσαμε την ιερή πηγή της σάτιρας: ίσαμε τον Αρχίλοχο, ίσαμε το Γιουβενάλη. […] και παίρνει το βούνευρο και το κατεβάζει, ορμητικά, σφυριχτά, απάνου στις καμπουριασμένες πλάτες, τις σκεβρωμένες από την άβαθη πολιτικολογία, τον ανεδαφικό και στέρφο ιδεαλισμό, τη λαχτάρα της εύκολης χαμοζωής, το λαίμαργο συμφεροντάκι του μικρονοικοκύρη, την κούφια προγονοπληξία του ρήτορα […]. Ο ποιητής ονειρεύεται
μια γενιά Αρχίλοχων,
Αρχίλοχος δεν είμαι· είμαι ο πατέρας που ξανά τους Αρχίλοχους θα σπείρει μια γενιά τίμιων και δυνατών Ελλήνων, που θα ξέρουν και να θυμώνουν και να τρέφουν με τη χολή τους την εκδίκηση και θα γίνονται στην πρεπούμενη ώρα σκληροί, καθώς σκληρός γίνεται κι ο ίδιος, αντί να μαραζώνει υπομονετικά και άδοξα να σιγοπεθαίνει. Μα, για να πραγματωθεί όλο τούτο, δεν αρκούν τα εφήμερα μπαλώματα και οι πρόσκαιρες μεταρρυθμίσεις. Πρέπει ν’ αλλάξει ο νους. Και το θεμέλιο της αλλαγής η παιδεία.
[…] Υπάρχει μια συγγένεια μυστική ανάμεσα στο Δωδεκάλογο και στα Σατυρικά γυμνάσματα. Κοινό είναι το πνεύμα της άρνησης που τα διατρέχει. Ο Γύφτος τ’ αρνιέται όλα ολόγυρά του, για να χτίσει μια καινούρια ζωή καλύτερη· και ξαναγυρίζει σε ό,τι έχει αρνηθεί, για να πάρει όσα χρήσιμα απομένουν, για να εντάξει τα περασμένα, ανάλογα με την αληθινή τους αξία, στην κοσμογονία που ονειρεύεται. Τα σατυρικά γυμνάσματα ξετυλίγονται σε στενότερο χώρο. Ελάχιστα προχωρούν πέρ’ από την καθημερινή επικαιρότητα, από την Αθήνα της εποχής, από την κριτική της αδιάκοπης δημοσιογραφικής τυμπανοκρουσίας. συχνά μοιάζουν με στιχηρή κριτική κύριου άρθρου. Μα και μέσα στο στενό τούτο χώρο, και μέσα στο ξέσπασμα μιας αγανάχτησης, που γίνεται άρνηση, μα δεν προφταίνει (και να ταιριάζει στο είδος) και θετικά να εκδηλωθεί, ο ποιητής αφήνει να θαμποχαράξει ο πλατύτερος κόσμος του, το μέσα του πλούτος, ο επίμονος λυτρωτικός οραματισμός του. Είναι το ίδιο λυρικό κίνημα ψυχής, που φέρνει το Γύφτο ίσαμε την όποια του ολοκλήρωση και τον Αρχίλοχο των Σατυρικών γυμνασμάτων ίσαμε την άρνηση και των άξιων εκείνων που ο Γύφτος ανάστησε με την οικοδομική του ικανότητα. Κι ακόμα, μολονόπου ο ποιητής στα Σατυρικά του μεταχειρίζεται και τη γλώσσα του δρόμου και δε φοβάται τη λέξη την ακαλαίσθητη, την ασυμμάζευτη, την τραχιά, στρογγυλεμένη πάντα με τη μαστοριά του, η λυρική του φύση δεν απουσιάζει.»

(Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Τα πρόσωπα και τα κείμενα, Γ΄ Κωστής Παλαμάς, Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα, 41993, σελ. 180-181, 206-207, 209)

Κωστής Παλαμάς [Πατρίδες! αέρας, γη...]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Gareth Lewis

Κωστής Παλαμάς [Πατρίδες! αέρας, γη...]

Στο δωδέκατο σονέτο ο ποιητής, χρησιμοποιώντας μια αρχαία φιλοσοφική θεωρία, δίνει απάντηση στα μεταφυσικά ερωτήματα για την καταγωγή και τον προορισμό, πρόβλημα που βρίσκεται στον πυρήνα και των δώδεκα σονέτων του.

Πατρίδες! Αέρας, γη, νερό, φωτιά! Στοιχεία
αχάλαστα, και αρχή και τέλος των πλασμάτων,
σα θα περάσω στη γαλήνη των μνημάτων,
θα σας ξαναβρώ, πρώτη και στερνή ευτυχία!

Αέρας μέσα μου ο λαός των ονειράτων
στον αέρα θα πάει· θα πάει στην αιωνία
φωτιά, φωτιά κι ο λογισμός μου, τη μανία
των παθών μου θα πάρ’ η λύσσα των κυμάτων.

Το χωματόπλαστο κορμί χώμα και κείνο
αέρας, γη, νερό, φωτιά θα ξαναγίνω,
κι απ’ των ονείρων τον αέρα, κι απ’ την πύρα

του λογισμού, κι από τη σάρκα τη λιωμένη,
κι απ’ των παθών τη θάλασσα πάντα θα βγαίνει
ήχου πνοή, παράπονο, σαν από λύρα.

αέρας, γη, νερό, φωτιά: κατά τη θεωρία του Εμπεδοκλή του Ακραγαντίνου τα τέσσερα αυτά στοιχεία είναι αιώνιες κοσμογονικές αρχές. Η γένεση και η φθορά δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ένωση και η διάλυση των στοιχείων αυτών.
λαός: μεγάλο πλήθος.

Ο Κωστής Παλαμάς στο 12ο σονέτο του φτάνει στην τελευταία από τις πατρίδες του, σ’ εκείνη του τέλους της ζωής∙ στην καταληκτική πατρίδα του θανάτου. Η θέαση του θανάτου, όμως, δεν αποκαρδιώνει, μήτε τρομάζει τον ποιητή, εφόσον ο ίδιος, ακολουθώντας εδώ τη θεωρία του Εμπεδοκλή, δεν βλέπει στο θάνατο έναν αφανισμό, αλλά μια νέα αρχή. Τα τέσσερα στοιχεία σύνθεσης κάθε όντος δεν παύουν ποτέ να υπάρχουν. Διαλύονται προσωρινά και κατόπιν ανασυντίθεται, λαμβάνοντας μια διαφορετική μορφή και συνεχίζοντας έτσι τη διαρκή και ακατάλυτη πορεία τους στον κόσμο.

Πατρίδες! Αέρας, γη, νερό, φωτιά! Στοιχεία
αχάλαστα, και αρχή και τέλος των πλασμάτων,
σα θα περάσω στη γαλήνη των μνημάτων,
θα σας ξαναβρώ, πρώτη και στερνή ευτυχία!

Με τη χρήση των θαυμαστικών ο ποιητής παρουσιάζει εμφατικά τα τέσσερα στοιχεία που αποτελούν τις πλέον ιδιαίτερες πατρίδες των ανθρώπων, αφού είναι αυτές από τις οποίες όλα ξεκινούν και αυτές στις οποίες όλα καταλήγουν. Ο αέρας, η γη, το νερό και η φωτιά είναι τα τέσσερα στοιχεία που αποτελούν τις θεμελιώδεις κοσμογονικές αρχές, όπως το πρέσβευε η θεωρία του Εμπεδοκλή. Θυμίζουμε πως ο Αναξιμένης θεωρούσε ως πρώτη αρχή κάθε όντος τον αέρα, ο Θαλής το νερό, ο Ηράκλειτος τόνιζε πως η φωτιά είναι αυτή που προσφέρει τη διαρκή ισορροπία ανάμεσα στις αντιθέσεις που συνθέτουν τον κόσμο, ενώ ο Αναξίμανδρος ονόμαζε την πρωταρχική ύλη άπειρον και δεν της έδινε κάποια συγκεκριμένη μορφή, ήταν η αιώνια ύλη.
Ο Εμπεδοκλής διαφοροποιείται, εφόσον δεν κατονομάζει μία αρχική μορφή ύλης. Οι βασικές αρχές του σύμπαντος του Εμπεδοκλή, που παρουσιάζονται ως θεϊκά όντα, είναι οι τέσσερις ρίζες (ιζώματα) του παντός: γ, ήρ, πρ και δωρ, ενώ η Φιλότης (αγάπη) και το Nεκος (φιλο-νικία) δρουν αντιθετικά πάνω και μέσα από αυτά. H φιλότης οργανώνει και συνδέει, το νείκος χωρίζει και διασπά. H ιστορία του σύμπαντος είναι ο συνδυασμός και ο χωρισμός των τεσσάρων ριζωμάτων: η ανάμειξη (μεξις) και η διαίρεση (διάλλαξις). Με την κυριαρχία της φιλότητας σχηματίζεται η Σφαίρα και το σύμπαν ενοποιείται (το ν του Παρμενίδη), ενώ με το νείκος διασπάται σε αταξία, φέρνοντας στο νου τον πόλεμο των αντιθέτων του Ηρακλείτου.
Με τη σκέψη, λοιπόν, της αέναης ύπαρξης αυτών των στοιχείων, που ο ποιητής τα χαρακτηρίζει αχάλαστα, ο θάνατος δεν γίνεται αντιληπτός ως οριστική παύση της ύπαρξης. Ο Παλαμάς επισημαίνει πως μόλις περάσει στη γαλήνη των μνημάτων, μόλις πεθάνει δηλαδή, θα συναντήσει εκ νέου τα τέσσερα αυτά αρχικά στοιχεία που αποτέλεσαν την πρώτη του ευτυχία, τη γέννησή του, και θα αποτελέσουν και την τελευταία του ευτυχία, τον θάνατό του. Ο ποιητής αντικρίζει με θετικό τρόπο τον τερματισμό της ύπαρξής του, εφόσον θεωρεί πως θα αποτελέσει τη φυσική ολοκλήρωση μιας πορείας, η οποία έχει ούτως ή άλλως πεπερασμένα όρια. Το τέλος, άλλωστε, της ανθρώπινης ύπαρξής του δεν θα σημάνει και το οριστικό τέλος των στοιχείων που τον συνθέτουν, αφού αυτά είναι αιώνια.
Είναι, πάντως, πιθανό να θεωρήσουμε πως ο ποιητής χαρακτηρίζει το θάνατο πρώτη και στερνή ευτυχία, διότι θα του προσφέρει μια επιθυμητή διαφυγή από την ταλαιπωρία και τις δυστυχίες του ανθρώπινου βίου. Ο ποιητής, άρα, δεν βλέπει το τέλος με απελπισία, το βλέπει αντίθετα ως πηγή ακατάλυτης ευτυχίας, αφού θα σημάνει την απαλλαγή του από το διαρκές βάρος της ύπαρξης.

Αέρας μέσα μου ο λαός των ονειράτων
στον αέρα θα πάει∙ θα πάει στην αιωνία
φωτιά, φωτιά κι ο λογισμός μου, τη μανία
των παθών μου θα πάρ’ η λύσσα των κυμάτων.

Ο Παλαμάς προχωρά στη συνέχεια στην αντιστοίχηση των τεσσάρων αρχικών στοιχείων με ποιότητες και πτυχές του εαυτού του και της προσωπικότητάς του. Έτσι, στον αέρα αντιστοιχεί το πλήθος των ονείρων του, αφού ως άυλες νοητικές διεργασίες τα όνειρα μοιάζουν με το άπιαστο και το φευγαλέο που χαρακτηρίζει τον αέρα, και σ’ αυτόν θα καταλήξουν με τον θάνατο του ποιητή. Ενώ, στο στοιχείο της φωτιάς αντιστοιχεί η σκέψη, ο λογισμός του ποιητή, εφόσον ο Παλαμάς υπήρξε ένας αδιάκοπα σκεπτόμενος άνθρωπος, με ιδέες κάποτε ανατρεπτικές για τα δεδομένα της εποχής του. Από την άλλη, τα πάθη του αντιστοιχούν στο νερό και μάλιστα στη λύσσα των κυμάτων, αφού υπήρξαν πάντοτε μανιασμένα και ορμητικά.  
Ένας άνθρωπος αφοσιωμένος στη σκέψη, όπως ήταν ο Παλαμάς∙ ένας άνθρωπος με έντονες επιθυμίες και πάθη που ταλάνιζαν αδιάκοπα την ψυχή του, μα κι ένας άνθρωπος των μεγάλων οραμάτων και ονείρων, αντιμετωπίζει το θάνατο ως τη στιγμή που τα ιδιαίτερα εκείνα στοιχεία που συνέθεσαν την ύπαρξή του θα παύσουν να αποτελούν μια ολότητα και θα επιστρέψουν το καθένα στην αρχική του πηγή.

Το χωματόπλαστο κορμί χώμα και κείνο
αέρας, γη, νερό, φωτιά θα ξαναγίνω,
κι απ’ των ονείρων τον αέρα, κι απ’ την πύρα

του λογισμού, κι από τη σάρκα τη λιωμένη,
κι απ’ των παθών τη θάλασσα πάντα θα βγαίνει
ήχου πνοή, παράπονο, σαν από λύρα.

Το τελευταίο στοιχείο που αναφέρει ο ποιητής, και το οποίο μοιάζει έτσι να υπολείπεται σε αξία έναντι των υπολοίπων είναι το σώμα του∙ πλασμένο αυτό από χώμα, όπως το παρουσιάζει η χριστιανική θρησκεία, θα επιστρέψει ξανά στο χώμα και θα γίνει ένα με αυτό (χους ει και εις χουν απελεύσει).
Ο ποιητής, λοιπόν, σχολιάζει πως θα ξαναγίνει αέρας, γη, νερό και φωτιά, χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα παύσει να υπάρχει, χωρίς αυτό να προδικάζει τον τερματισμό της σημαντικότερης πτυχής του είναι του, δηλαδή της ποιητικής του ιδιότητας. Διότι, όπως με σαφήνεια προλέγει ο ποιητής, μετά το θάνατό του, από τον αέρα των ονείρων, από τη φωτιά της σκέψης, από τη σάρκα που θα έχει λιώσει κι από τη θάλασσα των παθών του, θα βγαίνει πάντοτε ένας ήχος, μια πνοή ήχου -σαν μια διαρκή ανάσα-, ένα παράπονο, σαν να προέρχεται από κάποια λύρα.
Η επιλογή του ποιητή να διασώσει μέσα από αυτή την τελική ανασύνθεση των τεσσάρων στοιχείων την πιο πολύτιμη και την πιο χαρακτηριστική ποιότητα της ύπαρξής του, μοιάζει να υποδηλώνει πως ο ποιητής προδικάζει τη διαχρονικότητα του ποιητικού του λόγου. Είναι, άλλωστε, τόσο στενά συνυφασμένη η ποίηση με την υπόστασή του, ώστε ο ποιητής μοιάζει να πιστεύει πως δεν θα πάψει ποτέ να δημιουργεί ποίηση. Ακόμη κι αν τα στοιχεία που τον συνθέτουν απομακρυνθούν το ένα από το άλλο τη στιγμή του θανάτου του, μοιάζει να θεωρεί δεδομένο πως με κάποιο τρόπο θα βρεθούν ξανά μαζί για να συνεχίσουν να συνθέτουν αέναα τη μελωδία του ποιητικού λόγου.

Ερωτήσεις

1. Σε ποια γνωρίσματα της προσωπικότητας του ποιητή αντιστοιχεί το καθένα από τα τέσσερα κοσμογονικά στοιχεία;

Στον αέρα αντιστοιχεί το πλήθος των ονείρων του, αφού ως άυλες νοητικές διεργασίες τα όνειρα μοιάζουν με το άπιαστο και το φευγαλέο που χαρακτηρίζει τον αέρα, και σ’ αυτόν θα καταλήξουν με τον θάνατο του ποιητή. Ενώ, στο στοιχείο της φωτιάς αντιστοιχεί η σκέψη, ο λογισμός του ποιητή, εφόσον ο Παλαμάς υπήρξε ένας αδιάκοπα σκεπτόμενος άνθρωπος, με ιδέες κάποτε ανατρεπτικές για τα δεδομένα της εποχής του. Σαφής, βέβαια, η σύνδεση της φωτιάς με την έννοια του φωτός, που χαρακτηρίζει τη διαδικασία του συλλογισμού και της σκέψης. Από την άλλη, τα πάθη του αντιστοιχούν στο νερό και μάλιστα στη λύσσα των κυμάτων, αφού υπήρξαν πάντοτε μανιασμένα και ορμητικά. Τέλος, το σώμα αντιστοιχεί στο στοιχείο της γης, εφόσον θεωρείται πως το σώμα είναι φτιαγμένο από χώμα. 

2. Πώς παρουσιάζει την ποίησή του ο Παλαμάς; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας με βάση το ποίημα.

Ο Παλαμάς προσδίδει στην ποίησή του το στοιχείο της διάρκειας, εφόσον προδικάζει πως ακόμη και μετά τον θάνατό του τα τέσσερα γενεσιουργά στοιχεία της ύπαρξής του -και κάθε ύπαρξης, σύμφωνα με τη θεωρία του Εμπεδοκλή-, θα συνεχίσουν να συνθέτουν μια πνοή ήχου, θα συνεχίσουν να δημιουργούν ποίηση. Υπ’ αυτή την έννοια ο ποιητής τονίζει με ιδιαίτερα εμφατικό τρόπο την πεποίθησή του πως η ποίηση αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της υπόστασής του. Παρομοιάζει, μάλιστα, τον ήχο που θα δημιουργούν τα τέσσερα στοιχεία που τον συνθέτουν, με αυτόν μιας λύρας, δίνοντας έτσι έμφαση στη λυρική διάσταση του ποιητικού του λόγου.
Προκύπτει, λοιπόν, κατά τρόπο έμμεσο, αλλά σαφή, η πεποίθηση του Παλαμά πως το ποιητικό του έργο θα έχει διάρκεια, όπως διαρκής είναι και η επαφή του με τη διαδικασία παραγωγής ποιητικού λόγου. Ενώ, αξίζει να σημειωθεί, πως ο ποιητής σχολιάζει ότι ο ήχος που θα παράγουν τα τέσσερα στοιχεία της ύπαρξής του, μετά το θάνατό του, θα είναι ένα παράπονο, θα είναι, άρα, ένας ήχος που θα αποδίδει τη θλίψη που βίωσε ο ποιητής όσο ζούσε∙ τη θλίψη που τον συνόδευε αδιάκοπα σε όλη του τη ζωή.

3. Ο ποιητής επιχειρεί να μετουσιώσει ποιητικά την αρχαία φιλοσοφική θεωρία χρησιμοποιώντας γλώσσα μεταφορική και συγκινησιακά φορτισμένη: να εντοπίσετε και να σχολιάσετε τους σχετικούς στίχους.

Ο ποιητής λαμβάνοντας την αρχαία φιλοσοφική θεωρία ως βάση του ποιητικού του συλλογισμού τη μετουσιώνει ποιητικά εφαρμόζοντάς τη στον ίδιο του τον εαυτό και σε ό,τι πρόκειται να του συμβεί μετά το θάνατό του. Έτσι, στον πρώτο κιόλας στίχο, με τη χρήση θαυμαστικών, που εκφράζουν τη θετική έκπληξή του, ο Παλαμάς αναγνωρίζει στα τέσσερα βασικά στοιχεία τις πατρίδες που τον γέννησαν, μα και τις πατρίδες που θα τον διεκδικήσουν εκ νέου μετά τον θάνατό του: «Πατρίδες! Αέρας, γη, νερό, φωτιά!».
Ο ποιητής αναγνωρίζει στα στοιχεία αυτά το αιώνιο της ύπαρξής τους και σχολιάζει με τρόπο που δηλώνει σχεδόν ανυπόμονο ενθουσιασμό την προοπτική να επιστρέψει σε αυτά και να συνεχίσει μέσω αυτών το ακατάλυτο της δικής του πορείας: «Στοιχεία / αχάλαστα, και αρχή και τέλος των πλασμάτων, / σα θα περάσω στη γαλήνη των / μνημάτων, / θα σας ξαναβρώ, πρώτη και στερνή ευτυχία!».
Είναι, άλλωστε, στοιχεία που βρίσκουν πλήρη ανταπόκριση στον ίδιο του τον εαυτό και σε θεμελιώδεις πτυχές της ύπαρξής του, με τον αέρα να αντιστοιχεί στα όνειρά του, τη φωτιά να αντιστοιχεί στη σκέψη του, το νερό στα έντονα πάθη του και φυσικά τη γη στο χωματόπλαστο κορμί του.
Φροντίζει, μάλιστα, ο ποιητής να ενισχύσει την ποιητικότητα των σχετικών αναφορών με τη χρήση τόσο μεταφορικής γλώσσας, όσο και συγκινησιακά φορτισμένης. Παρατηρούμε, έτσι, τη συγκίνηση να εκδηλώνεται με την ευρεία χρήση θαυμαστικών, αλλά και με την ιδιαίτερη προσφώνηση που γίνεται στα τέσσερα στοιχεία: «πρώτη και στερνή ευτυχία!». Συγκινησιακά στοιχεία αναγνωρίζουμε και στην καταληκτική παρομοίωση του ποιήματος, η οποία αποδίδει τον ήχο, τον αιώνιο ήχο, που θα παράγουν τα τέσσερα αρχικά στοιχεία, μόλις διαλυθούν με τον θάνατο του ποιητή: «παράπονο, σαν από λύρα.».
Έντονα μεταφορική είναι η χρήση της γλώσσας στο μεγαλύτερο μέρος του ποιήματος, με τον πρώτο ήδη στίχο να δίνει τον τόνο ως προς αυτό, αφού τα τέσσερα κοσμογονικά στοιχεία χαρακτηρίζονται πατρίδες. Με μεταφορά δίνεται η έννοια του θανάτου: «γαλήνη των μνημάτων», μεταφορική είναι και η αντιστοίχηση κάθε στοιχείου με μια πτυχή της ύπαρξης του ποιητή. Με μεταφορά, άλλωστε, κλείνει το ποίημα αφού ο ποιητής δηλώνει πως από τα τέσσερα στοιχεία της υπόστασής του: «θα βγαίνει / ήχου πνοή», δηλώνοντας έτσι την αέναη συνέχιση του ποιητικού του λόγου.

Τα χαρακτηριστικά του σονέτου

α) είναι ποίημα ολιγόστιχο· αποτελείται από δεκατέσσερις στίχους, που κατανέμονται σε τέσσερις στροφές
β) οι δυο πρώτες στροφές είναι τετράστιχες, ενώ οι δυο τελευταίες τρίστιχες· έχουμε δηλαδή το σχήμα: 4 - 4 - 3 - 3
γ) το μέτρο είναι κανονικά ιαμβικό και οι στίχοι -εδώ- δεκατρισύλλαβοι.
δ) η ομοιοκαταληξία ακολουθεί το σχήμα αββα, βααβ, γγδ, εεδ. Έχουμε, δηλαδή, σταυρωτή ομοιοκαταληξία στις δύο πρώτες στροφές, ενώ στις δύο τελευταίες κυριαρχεί η ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία των δύο πρώτων στίχων.
ε) Ακολουθείται, επίσης, ο κανόνας ότι ο ένας τουλάχιστον στίχος της μιας στροφής πρέπει να ομοιοκαταληκτεί με έναν της άλλης.

Μέτρο
Στο ιαμβικό μέτρο έχουμε εναλλαγή μιας άτονης συλλαβής με μια τονισμένη (χωρίζεται σε ζεύγη, δηλαδή, δύο συλλαβών όπου τονίζεται η δεύτερη), χωρίς να συμπίπτει απαραίτητα ο γραμματικός τόνος των λέξεων με τον τόνο του μέτρου. Για παράδειγμα, στον ακόλουθο στίχο το μέτρο λειτουργεί ως εξής:


Φω / τιά, / φω / τιά / κι ο / λο / γι / σμός / μου, / τη / μα / νί / α

Κωστής Παλαμάς «Ο Τάφος», ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Tarak Mahadi

Κωστής Παλαμάς «Ο Τάφος», ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Και μου φάνταξες εσύ
Κριτής μαζί και θύμα,
Κ’ είμουν ο ένοχος εγώ
Με το μεγάλο κρίμα.

Από το μακάριο
Μηδέν εγώ στο κύμα
Σ’ έφερα, εγώ σ’ έπνιξα...
Ω το μεγάλο κρίμα!

Που είστε δάκρυα των αγνών;
Ω μαύρε φονιά, τρέμε,
Ω φονιά, γονάτισε...
- Κριτή, συχώρεσέ με!

(απόσπασμα)

Το 1897 πεθαίνει σε πολύ μικρή ηλικία ο γιος του Κωστή Παλαμά, Άλκης, και η απώλεια αυτή πληγώνει βαθύτατα τον ποιητή, ο οποίος με συγκλονιστικό τρόπο καταγράφει τα συναισθήματά του στην ελεγειακού χαρακτήρα ποιητική του σύνθεση «Ο Τάφος».
Ο θρήνος του ποιητή που χρωματίζεται με ποικίλους τόνους, φτάνει σε δραματική κορύφωση όταν ο ποιητής-πατέρας αισθάνεται την ανάγκη να απολογηθεί στο γιο του, θεωρώντας τον εαυτό του μοναδικό υπεύθυνο για τον πρόωρο χαμό του μικρού παιδιού. Ο Παλαμάς αντικρίζει το παιδί του, όχι μόνο ως το αθώο θύμα, αλλά και ως τον κριτή που θα αποφασίσει για την ενοχή του. Η ευθύνη που αναλαμβάνει ο ποιητής μάλιστα είναι καθολική, μιας και θεωρεί πως εφόσον έφερε στη ζωή το μικρό παιδί, ήταν υπεύθυνος και να το προφυλάξει, οπότε ο θάνατος του παιδιού βαρύνει τον ίδιο, σαν να το είχε θανατώσει με τα ίδια του τα χέρια.

Κωστής Παλαμάς «Ίαμβοι και ανάπαιστοι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Κωστής Παλαμάς «Ίαμβοι και ανάπαιστοι»
 
Τα ποιήματα ανήκουν στην ποιητική συλλογή Ίαμβοι και ανάπαιστοι (αριθμοί 28, 37), που εκδόθηκε το 1897. Χαρακτηριστικά στοιχεία τους είναι τα δύο είδη μέτρου που χρησιμοποιεί ο ποιητής, το μεγαλόπνοο ύφος και η σύνθεση της αρχαίας με τη σύγχρονη παράδοση.
 
28
Με πελέκι αστραπόμορφον
η αλύπητη Επιστήμη
χτυπάει και σπάει το Είδωλο
και το ρίχνει συντρίμμι.
 
Κι ύστερα γίνετ’ είδωλον
εκείνη μες στην πλάση
ξαναγεννώντας άθελα
ό,τι ήρθε να χαλάσει.
 
Κι έτσι αλυσίδες γύρω μας
παντού, σκοτάδια θεία.
Κάθε Αιτία, μυστήριο·
κάθε Αλήθεια, θρησκεία.
 
37
Η γη μας γη των άφθαρτων
αερικών* και ειδώλων,
πασίχαρος* και υπέρτατος
θεός μας είν’ ο Απόλλων.
 
Στα εντάφια λευκά σάβανα
γυρτός ο Εσταυρωμένος
είν’ ολόμορφος Άδωνις*
ροδοπεριχυμένος.
 
Η αρχαία ψυχή ζει μέσα μας
αθέλητα κρυμμένη·
ο Μέγας Παν* δεν πέθανεν,
όχι· ο Παν δεν πεθαίνει!
 
Κ. Παλαμάς, Άπαντα, τόμ.1, Μπίρης
 
*αερικά: ξωτικά *πασίχαρος: ολόχαρος *Άδωνις: νέος με εξαιρετική ομορφιά *Παν: μυθικός τραγόμορφος θεός
Στα ποιήματα της συλλογής αυτής ο ποιητής αξιοποιεί τόσο ίαμβους όσο και ανάπαιστους, χωρίς να ακολουθεί κάποια συγκεκριμένη σειρά ή αναλογία μεταξύ των δύο μέτρων. Οι ίαμβοι, που είναι συχνότεροι, γίνονται αντιληπτοί από την εναλλαγή μιας άτονης με μια τονισμένη συλλαβή (τονίζεται η δεύτερη συλλαβή):
 
ε κεί/ νη μες/ στην πλά/ ση (τόνος στη δεύτερη, στην τέταρτη και στην έκτη συλλαβή)
 
Οι ανάπαιστοι, που είναι λιγότερο συχνοί, γίνονται αντιληπτοί από την εναλλαγή δύο άτονων συλλαβών με μια τονισμένη (τονίζεται η τρίτη συλλαβή):
 
Με πε λέ /κι α στρα πό /μορ φον (τόνος στην τρίτη και στην έκτη συλλαβή)
 
28
«Με πελέκι αστραπόμορφον
η αλύπητη Επιστήμη
χτυπάει και σπάει το Είδωλο
και το ρίχνει συντρίμμι.»
 
Στο 28ο ποίημα της συλλογής ο Κωστής Παλαμάς επισημαίνει τις αλλαγές που έχει επιφέρει η ανάπτυξη της επιστήμης στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων. Η προσωποποιημένη Επιστήμη χρησιμοποιώντας ένα πελέκι, που έχει τη μορφή αστραπής, κεραυνοβολεί, χτυπάει αλύπητα και καταστρέφει όλες τις πτυχές της «ειδωλολατρίας»∙ της παλαιότερης σκέψης, η οποία βασιζόταν σε προκαταλήψεις, σε μύθους, σε παραδόσεις του παρελθόντος και σε θρησκευτικές πεποιθήσεις. Η επικράτηση της αμιγώς ορθολογικής σκέψης συντρίβει το «Είδωλο», επιβάλλοντας έναν εντελώς νέο τρόπο σκέψης και ερμηνείας της πραγματικότητας, γεγονός που δημιουργεί την προσδοκία μιας πιο ελεύθερης προσέγγισης των πραγμάτων.
 
«Κι ύστερα γίνετ’ είδωλον
εκείνη μες στην πλάση
ξαναγεννώντας άθελα
ό,τι ήρθε να χαλάσει.»
 
Η προσδοκία, ωστόσο, ανανέωσης του τρόπου σκέψης διαψεύδεται, υπό την έννοια πως η επιστήμη αποκτά απροσδόκητα η ίδια τον ρόλο του ειδώλου, διαμορφώνοντας μια νέα κατάσταση επιβολής. Παρά τη συντριβή της πρότερης κατάστασης στο πλαίσιο της οποίας οι άνθρωποι ερμήνευαν καθετί δογματικά με βάση τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους ή τις παραδοσιακές αντιλήψεις, προέκυψε μια νέα δογματικότητα βασισμένη πλέον στις επιστημονικές απόψεις. Κατ’ αυτό τον τρόπο, αν και η επιστήμη θέλησε να αποδεσμεύσει τους ανθρώπους από τον δογματισμό και να τους επιτρέψει να σκέφτονται ευρύτερα και πιο ελεύθερα, έγινε άθελά της η ίδια πηγή ενός νέου δογματικού τρόπου σκέψης.
 
«Κι έτσι αλυσίδες γύρω μας
παντού, σκοτάδια θεία.
Κάθε Αιτία, μυστήριο·
κάθε Αλήθεια, θρησκεία.»
 
Το αποτέλεσμα του νέου, επιστημονικού πλέον δογματισμού υπήρξε εξίσου δεσμευτικό και τυραννικό με την προηγούμενη κατάσταση, εφόσον πάλι η ανθρώπινη σκέψη «αλυσοδέθηκε», με τη διαφορά πως αυτή τη φορά τις αλυσίδες τις είχε θέσει ο ορθολογισμός και η επιστήμη. Η επιμονή στην ορθολογική σκέψη, προτού καν η επιστήμη αναπτυχθεί επαρκώς, ώστε να έχει σαφείς απαντήσεις για κάθε αίτιο, λειτούργησε εκ νέου δεσμευτικά, εφόσον οι άνθρωποι παρέμεναν σε κατάσταση άγνοιας για όσα η επιστήμη δεν είχε ακόμη επιλύσει. Την εποχή, άλλωστε, που ο ποιητής εξέφραζε τον προβληματισμό του, το 1897, η επιστήμη δεν είχε κάνει ακόμη τις υπερβάσεις της σύγχρονης εποχής. Ως εκ τούτου, τα τότε ευρήματα της επιστήμης, που οι άνθρωποι τα εκλάμβαναν ως απόλυτες «Αλήθειες» δεν ήταν κατ’ ανάγκη ορθά ή μη αμφισβητήσιμα. Οι άνθρωποι έσπευσαν, άρα, να «θεοποιήσουν» την επιστήμη πρόωρα, όταν εκείνη δεν ήταν ακόμη σε θέση να δώσει σαφείς απαντήσεις στις αγωνίες τους.
Μέρος του προβλήματος, άλλωστε, ήταν το γεγονός πως οι άνθρωποι δεν είναι αμιγώς ορθολογικά όντα, οπότε δεν ήταν δυνατόν να καλύψει τις πνευματικές τους ανάγκες ο αυστηρά ορθολογικός τρόπος σκέψης. Οι άνθρωποι είναι όντα συναισθηματικά, έχουν μια εγγενή δημιουργική δυνατότητα, η οποία εκφράζεται σε αρχικό επίπεδο μέσω της φαντασίας, έχουν την ανάγκη να πιστεύουν σε κάτι ανώτερο και ισχυρότερο από τους ίδιους, έχουν, συνάμα, την επιθυμία να λειτουργούν με ενσυναίσθηση, ακόμη κι όταν ο ορθολογισμός τους καθοδηγεί σε διαφορετικές επιλογές. Το να ακολουθήσουν, έτσι, τον ορθολογικό τρόπο σκέψης της επιστήμης παραμέρισε αδίκως και πρόωρα άλλες κρίσιμες πτυχές της ανθρώπινης φύσης, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν νέες προβληματικές καταστάσεις, αφού δεν έβρισκαν έκφραση όλες οι πτυχές της φύσης των ανθρώπων («Κάθε Αιτία, μυστήριο»).
 
37
«Η γη μας γη των άφθαρτων
αερικών και ειδώλων,
πασίχαρος και υπέρτατος
θεός μας είν’ ο Απόλλων.»
 
Στο 37ο ποίημα της συλλογής ο ποιητής εκφράζει την άποψη πως η αρχαιοελληνική θρησκεία και μαζί της έθιμα και αντιλήψεις συνεχίζουν να επιβιώνουν, έχοντας αναμιχθεί με στοιχεία της χριστιανικής θρησκείας και παραδόσεων που διατηρούνται ως τις μέρες μας. Η ελληνική γη, σύμφωνα με το ποιητικό υποκείμενο, είναι η γη στην οποία παραμένουν αναλλοίωτα τα «ξωτικά» και τα «είδωλα»∙ επιβιώνουν, δηλαδή, σε αυτή λαϊκές παραδόσεις, δοξασίες και στοιχεία της αρχαιοελληνικής θρησκείας, χωρίς να επηρεάζεται η πίστη σε αυτά από τις αλλαγές που έχουν επέλθει τόσο στο επίπεδο της θρησκείας όσο και στην εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης. Ο θεός των Ελλήνων είναι ο γεμάτος χαρά, ο εξαίρετος Απόλλωνας. Η διαπίστωση αυτή του ποιητή, αν και παραξενεύει αρχικώς, βρίσκει την εξήγησή της, αν αναλογιστούμε τα όσα εκπροσωπούσε στην αρχαιότητα ο θεός αυτός. Ο Απόλλωνας ήταν, μεταξύ άλλων, ο θεός του φωτός, της μουσικής και της μαντικής τέχνης. Μια σαφή επιβίωση σε σχέση με την έννοια του «φωτός» έχουμε στη χριστιανική θρησκεία, εφόσον ο Χριστός, σύμφωνα με το Κατά Ιωάννη ευαγγέλιο, δήλωνε: «γώ εμι τ φς το κόσμου». Ο Χριστός, βέβαια, εννοούσε το πνευματικό φως, εκείνο που επιτρέπει στους ανθρώπους να αναγνωρίζουν την αλήθεια, κι όχι το φως του ήλιου, όπως αυτό ήταν συνδεδεμένο με τη λατρεία του Απόλλωνα. Η συσχέτιση, πάντως, έστω και έμμεση είναι σαφής, εφόσον η έννοια του «φωτός» διατηρεί διαχρονικά την αξία της στην ελληνική σκέψη τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Δοθέντος πως ο ήλιος είναι κυρίαρχος στο ελληνικό τοπίο, αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη συνεχή παρουσία του σε ποικίλες πτυχές της σκέψης και των πεποιθήσεων που διαμορφώνονται στον ελληνικό χώρο.   
Παραλλήλως, βέβαια, χρειάζεται να ληφθεί υπόψη πως το απολλώνιο ευδαιμονικό στοιχείο των ηλιόλουστων ημερών και της μουσικής διατηρεί σταθερή τη θέση του στον ελληνικό χώρο. Έτσι, ακόμη κι αν οι άνθρωποι δεν αναγνωρίζουν άμεσα τη σύνδεση με τον Απόλλωνα, η κυριαρχία του ήλιου στον ελληνικό χώρο τους οδηγεί σε μια παρόμοια εκτίμησή του, όπως γινόταν ήδη από τα χρόνια της αρχαιότητας. Οι Έλληνες απολαμβάνουν διαχρονικά την πολύμηνη ηλιοφάνεια με γιορτές και διασκέδαση, όπως τότε. Τέλος αξίζει να προσεχθεί πως ακόμη και η μαντική τέχνη του Απόλλωνα διατηρεί, με διαφορετικό τρόπο βέβαια, τη θέση της στον ελληνικό χώρο. Οι μάντεις του παρελθόντος έχουν αντικατασταθεί από ανθρώπους που «λένε» τον καφέ ή τα χαρτιά∙ η πεποίθηση πάντως πως κάποιοι μπορούν να «δουν» το μέλλον συνεχίζει να είναι υπαρκτή.  
 
«Στα εντάφια λευκά σάβανα
γυρτός ο Εσταυρωμένος
είν’ ολόμορφος Άδωνις
ροδοπεριχυμένος.»
 
Στη χριστιανική παράδοση της σταύρωσης και της ανάστασης του Χριστού, η οποία γιορτάζεται την περίοδο του Πάσχα, το ποιητικό υποκείμενο αναγνωρίζει μια ανάλογη αρχαιοελληνική παράδοση μετάβασης από τον κόσμο του θανάτου, τον Κάτω Κόσμο, στον κόσμο της ζωής. Πρόκειται για τον πολύ όμορφο Άδωνη, ο οποίος είχε αποτελέσει αντικείμενο έριδας ανάμεσα στην Περσεφόνη, που κατοικούσε στον Κάτω Κόσμο, και στην Αφροδίτη, που ζούσε επάνω στη γη. Η απόφαση του Δία υπήρξε συμβιβαστική∙ το ένα τρίτο του χρόνου -τους μήνες του χειμώνα- θα τους περνούσε με την Περσεφόνη, το δεύτερο τρίτο -την άνοιξη- μαζί με την Αφροδίτη, και το άλλο τρίτο  -το καλοκαίρι-, όπου διάλεγε εκείνος (με την Αφροδίτη, τελικά, σύμφωνα με την επιλογή του). Την περίοδο του χειμώνα, τη διαδέχεται η αναγέννηση της ζωής κατά την περίοδο της άνοιξης, καθώς ο Άδωνης επανέρχεται από τον Κάτω Κόσμο στην επιφάνεια της γης, κοντά στην Αφροδίτη. Η έννοια της μετάβασης από την κατάσταση του θανάτου στην αναγέννηση υπήρχε στην αρχαιοελληνική αντίληψη, αλλά πέρασε και στη χριστιανική θρησκεία με την ανάσταση του Χριστού.
 
«Η αρχαία ψυχή ζει μέσα μας
αθέλητα κρυμμένη·
ο Μέγας Παν δεν πέθανεν,
όχι· ο Παν δεν πεθαίνει!»
 
Οι αντιστοιχίες που αναγνωρίζει ο ποιητής ανάμεσα στην αρχαιοελληνική και τη χριστιανική θρησκεία, όπως και η επιβίωση παλαιότερων αντιλήψεων και παραδόσεων, τον οδηγεί στο συμπέρασμα πως η «αρχαία ψυχή» συνεχίζει να ζει μέσα στους νεότερους Έλληνες, έχοντας ωστόσο κρυφτεί παρά τη θέλησή της. Πτυχές του αρχαιοελληνικού τρόπου σκέψης έχουν ενταχθεί σε νεότερες παραδόσεις ή στη χριστιανική θρησκεία, κατά τέτοιο τρόπο ορισμένες φορές, ώστε είναι δύσκολο για τους νεότερους να αντιληφθούν πως μέσα σε χριστιανικές τελετές ή σε έθιμα του τόπου τους κρύβονται αρχαιοελληνικές συνήθειες και πεποιθήσεις. Το συμπέρασμα του ποιητή, πάντως, δηλώνεται εμφατικά με την αξιοποίηση τριπλής άρνησης για να τονιστεί πως ο Μέγας Παν δεν πέθανε, ούτε είναι εφικτό να πεθάνει. Ως επιστέγασμα της άποψής του ο ποιητής επικαλείται τη διατήρηση των αρχαιοελληνικών αντιλήψεων σχετικά με τη ζωοποιό δύναμη της φύσης και τις γιορτές που της αφιέρωναν. Ο Παν, η τραγόμορφη αυτή θεότητα, που ακολουθούσε τον θεό Διόνυσο στις εορταστικές εκδηλώσεις για τη ζωώδη δύναμη της φύσης διατηρεί τη θέση του ακόμη και στις μέρες μας, εφόσον το γιόρτασμα της ζωής, η αγάπη για τη φύση και η βαθιά πεποίθηση πως η αναγέννηση (ή η ανάσταση) είναι κάτι το δεδομένο, φανερώνει τη διαχρονικότητα της αντίληψης πως ο θάνατος δεν είναι κάτι το οριστικό ούτε για τη φύση, αλλά ούτε και για την ανθρώπινη ψυχή.  

Κωστής Παλαμάς «Αγορά»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ύδρα

Κωστής Παλαμάς «Αγορά»

Το ποίημα περιέχεται στη συλλογή Η Ασάλευτη Ζωή (στην ενότητα τα σονέτα). Γράφτηκε το 1896, εποχή που ο ποιητής πιεζόταν από οικονομικές ανάγκες και υποχρεωνόταν να εργάζεται σκληρά αρθρογραφώντας στα διάφορα αθηναϊκά έντυπα για να επιβιώσει. Γενικός Γραμματέας του Παν/μίου Αθηνών διορίστηκε το 1897.

Πάντα διψάς – όπως διψάει το πρωτοβρόχι
στεγνή καλοκαιριά – το βλογημένο σπίτι
και μια κρυφή ζωή σα δέηση ερημίτη,
αγάπης και αρνησιάς ζωούλα σε μια κόχη.

Διψάς και το καράβι που το πέλαο το ‘χει,
κι όλο τραβάει με τα πουλιά και με τα κήτη,
κι είναι μεστή η ζωή του μ’ όλο τον πλανήτη
και το καράβι και το σπίτι σου είπαν «Όχι!»

Μήτε η παράμερη ευτυχία που δε σαλεύει,
μήτε η ζωή π’ όλο και νέα ψυχή της βάνει
κάθε καινούρια γη και κάθε νιο λιμάνι.

Μόνο τ’ αλάφιασμα του σκλάβου που δουλεύει
σέρνε στην αγορά τη γύμνια του κορμιού σου,
ξένος και για τους ξένους και για τους δικούς σου.

Ο Κωστής Παλαμάς στο ποίημα Αγορά -βασιζόμενος στην προσωπική του εμπειρία- πραγματεύεται τη σκληρή όψη της ζωής, που αφενός στερεί στον άνθρωπο την πραγμάτωση των επιθυμιών του, κι αφετέρου τον φέρνει αντιμέτωπο με την ανάγκη της επιβίωσης. Ο ποιητής, όπως και κάθε άνθρωπος άλλωστε, καλείται να εργαστεί με εξαντλητικούς ρυθμούς προκειμένου να επιβιώσει, χάνοντας έτσι την επαφή, όχι μόνο με τον εαυτό του αλλά και με τους ανθρώπους γύρω του.
Η αποξένωση του ποιητή από τους δικούς του ανθρώπους, έρχεται να προστεθεί σε μια ζωή που δεν ενέχει τις πηγές της εσωτερικής εκείνης ευχαρίστησης και ικανοποίησης, που θα μπορούσαν να εξισορροπήσουν το κόστος της ψυχικής φθοράς, που επέρχεται από την εξαναγκαστική εργασία, από την εργασία που γίνεται καθαρά για βιοποριστικούς λόγους. Μη έχοντας θέσει τις βάσεις μιας ουσιαστικής εσωτερικής γαλήνης, ο ποιητής βιώνει συνδυαστικά την απογοήτευση της ζωής που δεν έλαβε την επιθυμητή μορφή και της εξουθενωτικής εργασίας.

Πάντα διψάς – όπως διψάει το πρωτοβρόχι
στεγνή καλοκαιριά – το βλογημένο σπίτι
και μια κρυφή ζωή σα δέηση ερημίτη,
αγάπης και αρνησιάς ζωούλα σε μια κόχη.

Η διαρκής προσδοκία της ψυχής του ποιητή -προσδοκία που παρομοιάζεται με τη δίψα του στεγνού, θερινού τοπίου για τη δροσιά που προσφέρει το πρωτοβρόχι- είναι η ήσυχη, απομονωμένη ζωή, σ’ ένα ευλογημένο με οικογενειακή θαλπωρή σπίτι. Μια ήρεμη ζωή γεμάτη με αγάπη, έστω και σε μια μικρή γωνιά, έστω και σ’ ένα σπίτι μικρό.
Έμφαση δίνεται, μάλιστα, στην ανάγκη της απομόνωσης και της απουσίας των πολλών συναναστροφών. Ο ποιητής θέλει μια ζωή κρυφή, μια ζωή μακριά από τους ανθρώπους, όπως ακριβώς όταν προσεύχεται γαλήνια ένας ερημίτης. Γι’ αυτό και η ζωή που ονειρεύεται χαρακτηρίζεται «ζωούλα» και προσδιορίζεται ως ζωή της «αρνησιάς».
Η επιθυμία του ποιητή να απαρνηθεί τη συχνή επαφή με τους ανθρώπους αντανακλά πιθανώς την αίσθηση της φθοράς που επιφέρει η καθημερινή συναναστροφή, ιδίως όταν αυτή προκύπτει λόγω επαγγελματικής συνύπαρξης και συνεργασίας. Μια καθημερινή συναναστροφή που δεν ταιριάζει στην ανάγκη του πνευματικού ανθρώπου για απομόνωση, περισυλλογή και μελέτη.

Διψάς και το καράβι που το πέλαο το ‘χει,
κι όλο τραβάει με τα πουλιά και με τα κήτη,
κι είναι μεστή η ζωή του μ’ όλο τον πλανήτη
και το καράβι και το σπίτι σου είπαν «Όχι!»

Ο ποιητής, βέβαια, σ’ ένα τελείως αντιθετικό φανέρωμα της προσωπικότητάς του, αποζητά και τη γεμάτη περιπέτειες ζωή του ταξιδευτή. Διψά για τη ζωή τη δοσμένη στη θάλασσα, για το καράβι που ταξιδεύει παντού συνοδευόμενο από τα πουλιά και τα κήτη της θάλασσας για τη ζωή εκείνη που είναι γεμάτη από εικόνες και εμπειρίες που αντλούνται απ’ όλα τα μέρη του πλανήτη.
Η επιθυμία αυτή του ποιητή φανερώνει το σύνηθες παράπονο των πνευματικών ανθρώπων, οι οποίοι έχοντας στερηθεί τη δράση και την περιπετειώδη ζωή, λόγω της αφοσίωσής τους στην πνευματική παραγωγή που απαιτεί και επιβάλλει μια στασιμότητα, αποζητούν και συχνά εξιδανικεύουν τη ζωή της εξωτερικής δράσης.
Ο ποιητής, λοιπόν, θα ήθελε είτε μια ήρεμη ζωή απομόνωσης, όπως αυτή ταιριάζει σ’ έναν άνθρωπο των γραμμάτων, είτε μιαν εκ διαμέτρου αντίθετη ζωή, γεμάτη περιπέτειες και εμπειρίες, όπως αυτή που στερήθηκε λόγω ακριβώς της ενασχόλησής του με τα γράμματα. Εντούτοις, η ζωή του αρνήθηκε τόσο τη γαλήνη του σπιτιού όσο και τις ενθουσιώδεις περιπέτειες των ταξιδιών.

Μήτε η παράμερη ευτυχία που δε σαλεύει,
μήτε η ζωή π’ όλο και νέα ψυχή της βάνει
κάθε καινούρια γη και κάθε νιο λιμάνι.

Η ζωή του ποιητή δε γνωρίζει ούτε την ευτυχία της απομόνωσης, την ευτυχία που αντλείται από τη γαλήνη της στάσιμης, χωρίς ταξίδια και περιπλανήσεις διαβίωσης, αλλά ούτε και την περιπετειώδη εκείνη ύπαρξη του ταξιδευτή που ενδυναμώνεται με κάθε νέο λιμάνι, με κάθε νέα γη που αντικρίζει.

Μόνο τ’ αλάφιασμα του σκλάβου που δουλεύει
σέρνε στην αγορά τη γύμνια του κορμιού σου,
ξένος και για τους ξένους και για τους δικούς σου.

Το μόνο που γνώρισε μέχρι τώρα ο ποιητής είναι ο μόχθος κι η εξάντληση του «σκλάβου», που δουλεύει ασταμάτητα. Η αναφορά στη χωρίς χαρά ζωή του σκλάβου, δηλώνει την πίκρα που αισθάνεται ο ποιητής για το γεγονός ότι αναγκάζεται να ασχολείται με πράγματα που δεν τον ευχαριστούν καθόλου, μόνο και μόνο για να καλύψει τις βασικές του υποχρεώσεις.
Η προστακτική του ρήματος «σέρνε» και το δεύτερο πρόσωπο που χρησιμοποιεί ο ποιητής συνολικά στα ρήματα του ποιήματος, δημιουργούν την αίσθηση πως απευθύνει το λόγο σε κάποιο άλλο πρόσωπο -μια τακτική που θέτει τον αναγνώστη στο ρόλο του άμεσου αποδέκτη-, αναφέρεται ωστόσο στον ίδιο του τον εαυτό καθώς ο ποιητής προχωρά σ’ έναν σκληρό απολογισμό της ζωής του.
Η αγορά, το κέντρο κάθε οικονομικής δραστηριότητας των πόλεων της αρχαιότητας, είναι ο χώρος στον οποίο οι δούλοι εκτίθονταν γυμνοί, προκειμένου να βρεθεί ο αγοραστής τους. Από την αγορά, από το χώρο αυτό του δουλεμπορίου, αντλείται ο τίτλος του ποιήματος, ώστε να δοθεί έμφαση στην αίσθηση του ποιητή πως έχει καταντήσει ένας σκλάβος. Κι αυτό γιατί παρόλο που η δική του εργασία είναι μισθωτή, είναι τέτοια η απέχθεια που νιώθει ο ποιητής για τον εξαναγκαστικό της χαρακτήρα κι είναι τέτοιο το προσωπικό της κόστος, ώστε θεωρεί πως τίποτε δεν τον διαφοροποιεί από τους δυστυχείς εκείνους σκλάβους της αρχαιότητας.
Καίριο είναι το σχόλιο του τελευταίου στίχου, όπου τονίζεται η αλλοτρίωση, η αποξένωση του ανθρώπου που εργάζεται νυχθημερόν προκειμένου να επιβιώσει. Ο ποιητής αποξενώνεται από τους δικούς του ανθρώπους, αποξενώνεται κι από εκείνους που τυχόν συναντά στο πλαίσιο της εργασίας, καθώς δεν του απομένει ελεύθερος χρόνος για μια ουσιαστική επικοινωνία κι επαφή μαζί τους.
Η αποξένωση, η επιβεβλημένη απόσταση του ποιητή από τους δικούς του ανθρώπους, αλλά κι από τον ίδιο του τον εαυτό και τις σκέψεις του, είναι το ιδιαίτερα βαρύ κόστος της συνεχούς εργασίας, που φθείρει τον ποιητή και τον ωθεί να βλέπει τον εαυτό του ως σύγχρονο σκλάβο.

Το ποίημα Αγορά είναι σονέτο και αποτελεί γέννημα της παρνασσιακής περιόδου του ποιητή. Ακολουθεί την κλασική μορφή των σονέτων (sonetto = μικρό σύντομο τραγούδι) με δεκατέσσερις στίχους, χωρισμένους σε δύο τετράστιχες στροφές και δύο τρίστιχες. Ο στίχος είναι δεκατρισύλλαβος και το μέτρο ιαμβικό, βασίζεται δηλαδή στην εναλλαγή μιας άτονης και μιας τονισμένης συλλαβής.
Η ομοιοκαταληξία στις τετράστιχες στροφές είναι σταυρωτή κι έχει τη μορφή αββα, ενώ στις δύο τρίστιχες στροφές που κατ’ ανάγκη μοιράζονται μια ομοιοκαταληξία μεταξύ τους, έχει τη μορφή γδδ – γεε.

Το ιαμβικό μέτρο βασίζεται στην εναλλαγή μιας άτονης με μια τονισμένη συλλαβή, χωρίς αυτό να σημαίνει πως υποχρεωτικά ο τόνος του μέτρου, που φανερώνεται κατά την ανάγνωση, συμπίπτει με τους τόνους των λέξεων. Στο ακόλουθο παράδειγμα υπογραμμίζονται οι τονισμένες, σύμφωνα με το μέτρο, λέξεις.

κάθε καινούρια γη και κάθε νιο λιμάνι.

Κωστής Παλαμάς, Πατρίδες [Σαν των Φαιάκων το καράβι...]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Will Bullas

Κωστής Παλαμάς, Πατρίδες [Σαν των Φαιάκων το καράβι...]

Ο ποιητής στο ένατο αυτό σονέτο των Πατρίδων, απλώνεται σε διάφορες περιοχές του κόσμου -πατρίδες του κι αυτές, αλλά νοερές- με τις οποίες τον συνδέουν πολλά κοινά. Παρουσιάζεται εδώ, πέρα από τα στενά εθνικά όρια, σαν ένα πνεύμα οικουμενικό.

Σαν των Φαιάκων το καράβ’ η Φαντασία
χωρίς να τη βοηθάν πανιά και λαμνοκόποι
κυλάει· και είναι στα βάθη της ψυχής μου τόποι
πανάρχαιοι κι ασάλευτοι σαν την Ασία,
πεντάγνωμοι κι απόκοτοι σαν την Ευρώπη
σα μαύρη γη Αφρική με σφίγγ’ η απελπισία,
κρατώ μιαν άγρια μέσα μου Πολυνησία,
και πάντα ένα Κολόμβο παίρνω το κατόπι.

Και τα τεράστια της ζωής και τα λιοπύρια
των τροπικών τα γνώρισα, και με των πόλων
τυλίχτηκα τα σάβανα, και χίλια μύρια

Ταξίδια εμπρός μου ξάνοιξαν τον κόσμον όλο.
Και τι ‘μαι; Χόρτο ριζωμένο σ’ ένα σβώλο
απάνω, που ξεφεύγει κι απ’ τα κλαδευτήρια.

το καράβι των Φαιάκων: πρόκειται για το γοργοτάξιδο καράβι με το οποίο ο Αλκίνοος έστειλε τον Οδυσσέα στην Ιθάκη- ούτε το γεράκι, το ταχύτερο πουλί, δεν παράβγαινε μαζί του (Οδύσσεια, ν, 86-87).
πεντάγνωμος: αυτός που έχει πολλές και διαφορετικές γνώμες, πολλές και πλούσιες ιδέες.
απόκοτος: παράτολμος, ορμητικός.
Πολυνησία: ονομασία μεγάλου αριθμού νησιών του Ειρηνικού, που ανήκουν στην Ωκεανία.
Κολόμβος: εδώ το όνομα του μεγάλου θαλασσοπόρου και εξερευνητή χρησιμοποιείται μεταφορικά.
ταξίδια: ο Παλαμάς δεν ταξίδεψε ποτέ στο εξωτερικό· ήταν όμως φανατικός βιβλιόφιλος και τον κόσμο τον γνώρισε διαβάζοντας.
ξάνοιξαν: φανέρωσαν, αποκάλυψαν.
χόρτο ριζωμένο: πρβλ. Ησαΐα, Μ 7-8 «Πσα σάρξ χόρτος καί πσα δόξα νθρώπου ς νθος χόρτου...». Επίσης Ιλιάδα, Ζ, 146 «οη πέρ φύλλων γενεή, τοίη δέ καί ανδρών».

Πατρίδες

Οι Πατρίδες, μια σειρά από δώδεκα έξοχα παρνασσιακά σονέτα, κατέχουν σημαντική θέση στην ποίηση του Παλαμά. Πρωτοδημοσιευμένα το 1895, τα συμπεριέλαβε αργότερα ο ποιητής στη συλλογή του Η Ασάλευτη Ζωή (1904). Με τα ποιήματά του αυτά ο Παλαμάς, σε μια πορεία μέσα από τον τόπο και το χρόνο, αποκαλύπτει και αναλύει την πολυδιάστατη προσωπικότητά του και τα μυστικά της ποιητικής του τέχνης. Οι Πατρίδες είναι οι τόποι, όπου πραγματικά έζησε ή ταξίδεψε με την ποιητική του φαντασία. Η Πάτρα, το Μεσολόγγι, η Αθήνα, η Κέρκυρα, το Άγιο Όρος, η Ρούμελη, η Αίγυπτος, το Βυζάντιο, η Γη, οι μυθικές χώρες των υπερβορείων, το αστρικό σύμπαν και ο τελικός προορισμός, παρουσιάζονται στα σονέτα αυτά ως σταθμοί της υπαρξιακής και πνευματικής πορείας του ποιητή. Από αισθητική άποψη στις Πατρίδες η παρνασσιακή τελειότητα της μορφής ισορροπεί με τη στοχαστική και λυρική διάθεση.

«Σαν των Φαιάκων το καράβ’ η Φαντασία
χωρίς να τη βοηθάν πανιά και λαμνοκόποι
κυλάει∙»

Με μια παρομοίωση που μας παραπέμπει στην Οδύσσεια, ο ποιητής επιχειρεί να αποδώσει τη δυνατότητα της προσωποποιημένης Φαντασίας να πραγματοποιεί ταξίδια με μεγάλη ταχύτητα, αλλά και ασφάλεια. Η Φαντασία κινείται με τρόπο γαλήνιο, όπως προκύπτει από τη μεταφορική χρήση του ρήματος κυλάει, χωρίς να χρειάζεται τη βοήθεια του ανέμου ή την προσπάθεια των κωπηλατών.
Η αναφορά στο καράβι των Φαιάκων φέρνει στη σκέψη του αναγνώστη τα πολυτάραχα ταξίδια του Οδυσσέα και το πλήθος των περιπετειών του, σ’ ένα από τα σημαντικότερα δημιουργήματα του ελληνικού λόγου. Η Φαντασία ως κυρίαρχο στοιχείο της επικής Οδύσσειας, είναι συνάμα και το μέσο για τα περισσότερα ταξίδια του ποιητή, μιας και στην πραγματικότητα ο ίδιος είχε ταξιδέψει ελάχιστα, και μόνο εντός του ελληνικού χώρου.

«και είναι στα βάθη της ψυχής μου τόποι
πανάρχαιοι κι ασάλευτοι σαν την Ασία»

Τα νοητά ταξίδια του ποιητή συσχετίζονται με ποιότητες του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς του, καθώς οι εξορμήσεις που πραγματοποιεί με τη δύναμη της φαντασίας, του επιτρέπουν να εμβαθύνει στον ίδιο του τον εαυτό. Η γνωριμία των μακρινών πολιτισμών -με τη βοήθεια των βιβλίων- αποκαλύπτει στον ποιητή πόσο στενά συνδεδεμένη είναι η ψυχή του με τους ανθρώπους όλης σχεδόν της οικουμένης. Προχωρά έτσι, στην παράθεση εκείνων των χαρακτηριστικών, που αν και ταυτίζονται με ξένους και μακρινούς τόπους, είναι συνάμα και κομμάτια της δικής του ψυχής.
Η πρώτη παρομοίωση υποδηλώνει πως μέσα του υπάρχουν τόποι-χαρακτηριστικά πανάρχαια και ασάλευτα σαν την Ασία. Οι πανάρχαιοι πολιτισμοί της Ασίας, όπως και η διαχρονική διατήρηση τρόπων και συμπεριφορών από τους κατοίκους της, συσχετίζονται εδώ με εκείνα τα στοιχεία της ψυχοσύνθεσης του ποιητή, τα οποία δίνουν την αίσθηση πως αποτελούν κληροδότημα της μακραίωνης συλλογικής ταυτότητας των προγόνων του. Στοιχεία που αντιστέκονται στην αλλαγή και τον προοδευτισμό∙ στοιχεία που επιζητούν την «ασάλευτη» σταθερότητα και τη διατήρηση τρόπων και σκέψεων δοκιμασμένων απ’ το χρόνο.
Με τη μεταφορική χρήση των λέξεων «πανάρχαιοι» και «ασάλευτοι» ο Παλαμάς αναφέρεται αφενός σε χαρακτηριστικά της ψυχής του που θα μπορούσαν να είναι έμφυτα και αφετέρου σ’ εκείνους τους τρόπους σκέψης και αντίληψης που περνούν από γενιά σε γενιά μέσα από τις νουθεσίες των γονιών και των πρεσβύτερων ανθρώπων. Μια πληθώρα δοκιμασμένων συλλογισμών, αλλά και στερεοτύπων, που βρίσκουν το δρόμο τους στις ψυχές των νεότερων ανθρώπων έχοντας διανύσει κάποτε ακόμη και αιώνες.

«πεντάγνωμοι κι απόκοτοι σαν την Ευρώπη»

Στον αντίποδα των στοιχείων εκείνων που καλούν σε συγκράτηση και διατήρηση των παλαιών τρόπων θέασης του κόσμου, βρίσκονται τα χαρακτηριστικά εκείνα που διέπονται από ευμετάβολη διάθεση και τολμηρότητα. Η τάση προς το καινούριο, η διάθεση για τολμηρές και πρωτόγνωρες εμπειρίες, αλλά και ο πλούτος νέων ιδεών δίνονται μέσα από τη δεύτερη αυτή παρομοίωση. Υπάρχουν στην ψυχή του ποιητή τόποι σαν την Ευρώπη∙ τόποι που διακρίνονται για το φιλοπερίεργο και ριψοκίνδυνο στοιχείο τους, όπως και οι άνθρωποι της Ευρώπης.
Η Ευρώπη είναι η ήπειρος που πρωτοστάτησε στην αναζήτηση νέων περιοχών -με σκοπό το οικονομικό κέρδος βέβαια-, αλλά και στην υιοθέτηση νέων ιδεών τόσο στο χώρο της πνευματικής δημιουργίας και δράσης όσο και στον τομέα της πολιτικής οργάνωσης. Αντίστοιχα, ο ίδιος ο ποιητής υπήρξε πάντοτε πρόθυμος στην ανανέωση των ποιητικών του τρόπων, δοκιμάζοντας τις δυνάμεις του σε διάφορα μέτρα και ακολουθώντας διαφορετικά λογοτεχνικά ρεύματα. Ενώ, ασχολούμενος επίμονα με τη δημοτική γλώσσα, κατόρθωσε να την πλουτίσει με τις γλωσσοπλαστικές του ικανότητες.

«σα μαύρη γη Αφρική με σφίγγ’ η απελπισία,
κρατώ μιαν άγρια μέσα μου Πολυνησία,
και πάντα ένα Κολόμβο παίρνω το κατόπι»

Στην ψυχή του ποιητή, βέβαια, ενυπάρχουν και έντονα συναισθήματα πόνου και απελπισίας, μιας κι η ζωή του συνέπεσε με πολλές περιπέτειες για τον ελληνισμό, χωρίς παράλληλα να λείψουν και οι προσωπικές δυσκολίες για τον ίδιο. Συναισθήματα, τα οποία αποδίδονται μέσα από την παρομοίωση με τη μαύρη γη της Αφρικής∙ με την ήπειρο δηλαδή που λόγω της αποικιοκρατίας και λόγω της αδυναμίας των κατοίκων της να αντιταχθούν στην επιβεβλημένη αυτή εκμετάλλευση, έχει γνωρίσει πολλά δεινά.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, ο ποιητής αισθάνεται πως έχει και στοιχεία ακόμη άγρια ίσως και ανεξερεύνητα, τα οποία διασφαλίζουν το απρόβλεπτο του χαρακτήρα και της δράσης του. Έτσι, η απελπισία που τόσο έντονα προβάλλεται μέσα από την παρομοίωση με την Αφρική, δεν φέρνει τον ποιητή αναγκαία στην αδράνεια ή τη στασιμότητα. Μέσα του υπάρχει ένα στοιχείο άγριο, όπως είναι η περιοχή της Πολυνησίας -το σύμπλεγμα νησιών της Ωκεανίας.
Ενώ, με την αναφορά στον Κολόμβο και το συνεπαγόμενο συσχετισμό με την ανακάλυψη της Αμερικής (1492), ο ποιητής τονίζει το φιλοπερίεργο και ανανεωτικό στοιχείο της προσωπικότητάς του. Ο Παλαμάς, έστω κι αν δεν είχε την επιθυμία για μακρινά ταξίδια, παρέμενε ωστόσο ένας ενθουσιώδης και φιλομαθής μελετητής με μεγάλη εκτίμηση για την επιστήμη και τις δυνατότητες του ανθρώπινου πνεύματος. Οι δικές του ανακαλύψεις, επομένως, αναφέρονται επί της ουσίας στη διάθεσή του για μελέτη και για ολοένα μεγαλύτερη γνωστική εμβάθυνση.

«Και τα τεράστια της ζωής και τα λιοπύρια
των τροπικών τα γνώρισα, και με των πόλων
τυλίχτηκα τα σάβανα, και χίλια μύρια

Ταξίδια εμπρός μου ξάνοιξαν τον κόσμον όλο»

Ο ποιητής έχοντας αναφερθεί στις διάφορες ηπείρους και στους συσχετισμούς που έχει εντοπίσει με στοιχεία της ίδιας της ψυχοσύνθεσής του, συνεχίζει το νοητό του ταξίδι σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Έτσι, όπως δηλώνει, είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τα τεράστια της ζωής, τις αχανείς εκτάσεις -αν ιδωθεί ως τοπικός προσδιορισμός-, ή τις μεγάλες και καθοριστικές στιγμές για την εθνική ή την προσωπική ιστορία -αν συσχετιστεί στενότερα με την έννοια της ζωής και της πορείας που αυτή ακολουθεί. Είχε, επίσης, την ευκαιρία να γνωρίσει τα λιοπύρια, την έντονη ζέστη, των τροπικών (των περιοχών του Ισημερινού), αλλά και να τυλιχτεί με τα σάβανα των παγωμένων πόλων της γης. Η αναφορά στα σάβανα μας παραπέμπει στην έννοια του θανάτου, και καθιστά έτσι εμφανή την αντίθεση ανάμεσα στα λιοπύρια -στιγμές έντονης ευδαιμονίας- και τις σημαντικές απώλειες συγγενών και φίλων που σημάδεψαν τη ζωή του ποιητή.
Χιλιάδες διαφορετικά ταξίδια άνοιξαν όλο τον κόσμο μπροστά στα μάτια του ποιητή, φανερώνοντάς του όλες τις ομορφιές κι όλες τις πίκρες του γεμάτου αντιθέσεις πολυπολιτισμικού πλανήτη μας. Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο ποιητής αναφέρεται σε γνώσεις και εμπειρίες που αποκόμισε από τα διαβάσματά του, καθώς δεν είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά άλλες χώρες και άλλους πολιτισμούς.

«Και τι ‘μαι; Χόρτο ριζωμένο σ’ ένα σβώλο
απάνω, που ξεφεύγει κι απ’ τα κλαδευτήρια»

Στο καταληκτικό, άλλωστε, δίστιχο του ποιήματος ο Παλαμάς δηλώνει εμφατικά πως παρά την πληθώρα εμπειριών του από ολόκληρο τον κόσμο, ο ίδιος δεν είναι παρά ένα χορτάρι ριζωμένο σ’ ένα σβώλο χώματος. Η ακινησία του χορταριού συνιστά καίριο γνώρισμα της στατικής ζωής του ίδιου του ποιητή. Ενώ, παράλληλα, μέσα από αυτή τη μεταφορική εικόνα ο ποιητής έχει την ευκαιρία να διακηρύξει την ασημαντότητά του απέναντι στο εύρος, τον πλούτο και τις πολύπλευρες εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής. Ο ίδιος δεν είναι παρά ένα τόσο μικρό χορτάρι, ώστε ούτε τα κλαδευτήρια δεν μπορούν να το κόψουν.
Ο ποιητής αναγνωρίζει μπροστά στο μεγαλείο των διάφορων πολιτισμών τη δική του μηδαμινότητα, καθώς αντιλαμβάνεται και αποδέχεται πως ακόμη κι αν το ήθελε δεν θα μπορούσε ποτέ να γνωρίσει από κοντά, αλλά ούτε και να συλλάβει με τη σκέψη του, την απεραντοσύνη και το πολυποίκιλο αυτού του κόσμου. Άλλωστε, ακόμη και αν εκλάβουμε την αναφορά αυτή σε πνευματικό μόνο επίπεδο, γίνεται εύκολα κατανοητό πόσο ασήμαντος αισθάνεται ο ποιητής απέναντι στα πνευματικά επιτεύγματα, στους πολιτισμούς, στους διάφορους τρόπους σκέψης και αντίληψης που συνυπάρχουν παράλληλα στον κόσμο.   

Τα βιβλία και τα αναγνώσματα επιτρέπουν στον ποιητή, όχι μόνο να ταξιδεύει σε μακρινές χώρες και να γνωρίζει ξένους πολιτισμούς, αλλά συνάμα να γεμίζει νοητά τη ζωή του με ανθρώπους, δίνοντας έτσι μιαν απάντηση στο αίσθημα της μοναξιάς, όπως αυτό προκύπτει από τους ακόλουθους στίχους του ποιήματος «Εκατό φωνές»:

Μόνος. Εγώ; Δεν είμαι μόνος, όχι.
          Στο φτωχικό σκοταδερό κελί μου
          ήρωες, άνθρωποι, θεοί,
          σα φωτοσύγνεφα σαλεύουν αντικρύ μου.
Ταιριάζουνε με ονείρατα σαν τα ροδοχαράματα  
          στοιχιά που μαυροφέρνουνε∙ κι από μια κώχη
          κάτι σαν άγγελος με βλέπει κι όλο βλέπει με.
          Μόνος. Εγώ; Δεν είμαι μόνος. Όχι.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...