Tarak Mahadi
Κωστής Παλαμάς «Ο Τάφος», ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου
Και μου φάνταξες εσύ
Κριτής μαζί και θύμα,
Κ’ είμουν ο ένοχος εγώ
Με το μεγάλο κρίμα.
Από το μακάριο
Μηδέν εγώ στο κύμα
Σ’ έφερα, εγώ σ’ έπνιξα...
Ω το μεγάλο κρίμα!
Που είστε δάκρυα των αγνών;
Ω μαύρε φονιά, τρέμε,
Ω φονιά, γονάτισε...
- Κριτή, συχώρεσέ με!
(απόσπασμα)
Το 1897 πεθαίνει σε πολύ μικρή ηλικία ο γιος του Κωστή Παλαμά, Άλκης, και η απώλεια αυτή πληγώνει βαθύτατα τον ποιητή, ο οποίος με συγκλονιστικό τρόπο καταγράφει τα συναισθήματά του στην ελεγειακού χαρακτήρα ποιητική του σύνθεση «Ο Τάφος».
Ο θρήνος του ποιητή που χρωματίζεται με ποικίλους τόνους, φτάνει σε δραματική κορύφωση όταν ο ποιητής-πατέρας αισθάνεται την ανάγκη να απολογηθεί στο γιο του, θεωρώντας τον εαυτό του μοναδικό υπεύθυνο για τον πρόωρο χαμό του μικρού παιδιού. Ο Παλαμάς αντικρίζει το παιδί του, όχι μόνο ως το αθώο θύμα, αλλά και ως τον κριτή που θα αποφασίσει για την ενοχή του. Η ευθύνη που αναλαμβάνει ο ποιητής μάλιστα είναι καθολική, μιας και θεωρεί πως εφόσον έφερε στη ζωή το μικρό παιδί, ήταν υπεύθυνος και να το προφυλάξει, οπότε ο θάνατος του παιδιού βαρύνει τον ίδιο, σαν να το είχε θανατώσει με τα ίδια του τα χέρια.
Από το μακάριο
Μηδέν εγώ στο κύμα
Σ’ έφερα, εγώ σ’ έπνιξα...
Ω το μεγάλο κρίμα!
Ο ποιητής-πατέρας δημιούργησε το παιδί από το μηδέν και το έφερε στη ζωή, στη γεμάτη αστάθεια και διακυμάνσεις ζωή, την οποία αποδίδει ως κυματισμό, μα δεν κατάφερε να το διαφυλάξει. Η παραδοχή του ποιητή πως ο ίδιος έπνιξε το παιδί του, δεν είναι βέβαια κυριολεκτική, αποδίδει όμως την αίσθηση του ποιητή πως ενώ θα έπρεπε να κρατά ασφαλές το παιδί του στον κυματισμό της ζωής, τελικά απέτυχε.
Το συγκλονιστικό αίσθημα ενοχής του ποιητή, που βασίζεται στην πεποίθησή του πως είχε το χρέος να προφυλάξει το παιδί του από κάθε πιθανό κίνδυνο, τον ωθεί να εκλαμβάνει πλέον τον εαυτό του ως φονιά. Γονατίζει, λοιπόν, μπροστά στο γιο του, που είναι στα μάτια του ποιητή, ο μόνος αρμόδιος να τον κρίνει και ζητά τη συγχώρεσή του.
Το αμάρτημα της μητρός μου
«Μα, έλα που δεν εμπορούσα ν’ αφήσω την Αννιώ από τα χέρια μου! Εφοβούμην πως κάθε στιγμή μπορεί να της συμβή τίποτε. Και ο πατέρας σου ο μακαρίτης, όσο και αν μάλωνε κ’ εκείνος, την ήθελε πια να μη στάξη και την βρέξη!
Μα εκείνο το ευλογημένο, όσο περισσότερα χάδια, τόσο ολιγώτερην υγεία. Έλεγες πως εμετάνοιωσεν ο Θεός γιατί μας το έδωκε. Εσείς ήσασθε κόκκινα κόκκινα, και ζωηρά και σερπετά. Εκείνο, ήσυχο και σιγανό και αρρωστιάρικο! Όταν το έβλεπα έτσι χλωμό χλωμό, μου ήρχετο εις τον νου μου το πεθαμένο, και η ιδέα πως εγώ το εθανάτωσα άρχησε να ξανακυριεύη μέσα μου. Ως που μιαν ημέρα απέθανε και το δεύτερο!
Όποιος δεν το εδοκίμασε μοναχός του, παιδί μου, δεν ξεύρει τι πικρό ποτήρι ήταν εκείνο.»
Μα εκείνο το ευλογημένο, όσο περισσότερα χάδια, τόσο ολιγώτερην υγεία. Έλεγες πως εμετάνοιωσεν ο Θεός γιατί μας το έδωκε. Εσείς ήσασθε κόκκινα κόκκινα, και ζωηρά και σερπετά. Εκείνο, ήσυχο και σιγανό και αρρωστιάρικο! Όταν το έβλεπα έτσι χλωμό χλωμό, μου ήρχετο εις τον νου μου το πεθαμένο, και η ιδέα πως εγώ το εθανάτωσα άρχησε να ξανακυριεύη μέσα μου. Ως που μιαν ημέρα απέθανε και το δεύτερο!
Όποιος δεν το εδοκίμασε μοναχός του, παιδί μου, δεν ξεύρει τι πικρό ποτήρι ήταν εκείνο.»
Το αίσθημα ενοχής που ταλανίζει τον Παλαμά το συναντάμε και στο διήγημα το Αμάρτημα της μητρός μου, όπου η μητέρα του αφηγητή, έχοντας προφανείς ενοχές για το πλάκωμα του πρώτου κοριτσιού της, θεωρεί τον εαυτό της υπεύθυνο και για την απώλεια του δεύτερου.
Η μητέρα βλέποντας την υγεία της δεύτερης Αννιώς να κλονίζεται θα φτάσει στα άκρα προκειμένου να τη βοηθήσει να γίνει καλά, θεωρώντας πως η φιλάσθενη φύση του παιδιού της είναι η τιμωρία που της επιβάλλει ο Θεός για το μεγάλο της αμάρτημα.
«– Πάρε μου όποιο θέλεις, έλεγε, και άφησέ μου το κορίτσι. Το βλέπω πως είναι για να γένη. Ενθυμήθηκες την αμαρτίαν μου και εβάλθηκες να μου πάρης το παιδί, για να με τιμωρήσης. Ευχαριστώ σε, Κύριε!»
Τόσο ο Παλαμάς, όσο και η Δεσποινιώ θεωρούν τον εαυτό τους απόλυτα υπεύθυνο για το θάνατο του παιδιού τους, παρά το γεγονός ότι οι ασθένειες που στοίχισαν τη ζωή των μικρών παιδιών βρίσκονταν πέρα από το δικό τους έλεγχο.
Η Δεσποινιώ, βέβαια, έχει ήδη βεβαρυμμένη τη συνείδηση της λόγω του αμαρτήματός της, οι ενοχές όμως που βασανίζουν και τους δύο γονείς προκύπτουν ουσιαστικά από την αίσθηση ευθύνης που έχουν απέναντι στη νέα ζωή που έχουν φέρει στον κόσμο. Ο Παλαμάς αντιλαμβάνεται την ευθύνη αυτή ως μέγιστη υποχρέωση να προφυλάξει το γιο του από καθετί, ακόμη κι από μια ασθένεια που δεν μπορούσε να νικήσει, ενώ η Δεσποινιώ αντικρίζει την ευθύνη της σε διπλό επίπεδο, καθώς πέρα από την αδυναμία να αντιμετωπίσει την ασθένεια του παιδιού της, είχε και την αίσθηση πως ό,τι συνέβαινε στο παιδί της δεν ήταν παρά η δική της τιμωρία που ως μητέρα δεν κατόρθωσε να κρατήσει στη ζωή την πρώτη Αννιώ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου