Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νεοελληνική Γλώσσα Α΄ Λυκείου: Γλωσσική παιδεία και ποιότητα εκπαίδευσης

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Walter Zerla

 
Νεοελληνική Γλώσσα Α΄ Λυκείου: Γλωσσική παιδεία και ποιότητα εκπαίδευσης
 
Κείμενο 1
Γλωσσική παιδεία και ποιότητα εκπαίδευσης
 
      Η γλώσσα είναι μία από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού, αφού χάρη σ’ αυτή ο άνθρωπος ανέπτυξε τον λόγο που αποτελεί τη βάση του πολιτισμού.
     Τα όρια του κόσμου μου είναι τα όρια της γλώσσας μου, κατά τον Wittgestein. Αυτό σημαίνει, γνωρίζω τον κόσμο όσο μου επιτρέπουν οι γλωσσικές μου ικανότητες – επικοινωνώ με τον κόσμο και τα πράγματα στον βαθμό που έχω τις γλωσσικές προϋποθέσεις. Οι δυνατότητες της διάνοιας του ανθρώπου εξαρτώνται από το επίπεδο της γλώσσας που είναι σε θέση να μεταχειρίζεται. Γιατί ο άνθρωπος του οποίου οι γλωσσικές δυνατότητες είναι περιορισμένες δεν μπορεί ούτε να εκφράσει αυτό που σκέπτεται ούτε να σκεφθεί ολοκληρωμένα. Αναγκαστικά, βρίσκεται εγκλωβισμένος μέσα σε ένα στενό και ασφυκτικό γλωσσικό πλαίσιο που δεν του δίνει τη δυνατότητα να σκεφθεί ολόπλευρα και σε βάθος. Η απαιτητική, ποιοτική και αποτελεσματική επικοινωνία είναι ζήτημα που σχετίζεται με τη γλωσσική υποδομή του καθενός. Η γλωσσική καλλιέργεια υπηρετεί και στηρίζει άμεσα και αποτελεσματικά την ανάπτυξη της σκέψης και των πνευματικών δεξιοτήτων του ανθρώπου.
     Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να μιλήσει κανείς για παιδεία και εκπαίδευση χωρίς να αναφερθεί στη γλώσσα, που είναι φορέας μορφωτικών αγαθών και στην οποία στηρίζεται το εκπαιδευτικό σύστημα. Το επίπεδο της γλωσσικής καλλιέργειας επηρεάζει κατ’ ανάγκη το επίπεδο της παιδείας και της εκπαίδευσης, δεδομένου ότι οι δύο αυτές μορφωτικές διαδικασίες στηρίζονται κατά βάση στον διάλογο, και ο διάλογος στον λόγο, η ποιότητα του οποίου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη γλωσσική κατάρτιση του καθενός. Αφού, λοιπόν, από τη γλώσσα εξαρτάται η παιδεία και η εκπαίδευση και αφού η παιδεία είναι ένα κοινωνικό αγαθό και ταυτόχρονα δικαίωμα του πολίτη, εξυπακούεται ότι η γλωσσική καλλιέργεια είναι κοινωνικό αγαθό, όρος απαραίτητος τόσο για την πολιτική, κοινωνική, ηθική, αισθητική διαπαιδαγώγηση του πολίτη όσο και για την επιστημονική και επαγγελματική του κατάρτιση.
     Επομένως, η γλώσσα είναι δύναμη παιδευτική, αν καλλιεργείται σωστά και μεθοδικά στη σχολική πράξη. Γιατί γυμνάζει τη σκέψη, διαμορφώνει το πνεύμα και την ηθική ποιότητα, καλλιεργεί το συναίσθημα, αποδεσμεύει τις δυνάμεις της ψυχής, μας φέρνει σε επαφή με την επιστήμη, την τέχνη, την πολιτισμική μας κληρονομιά, με τον άνθρωπο του χθες και τον άνθρωπο του σήμερα, βοηθά τον νέο να δώσει μορφή στις ιδέες και στα οράματα του. Χωρίς υψηλή γλωσσική παιδεία ο νους ατροφεί και περνά στην κατάσταση της πνευματικής υπανάπτυξης. Αν τα σχολικά προγράμματα δεν δώσουν προτεραιότητα στη διδασκαλία της γλώσσας, τότε σίγουρα η παιδεία μας θα είναι ελλειμματική, αδύναμη να ανταποκριθεί στις σύγχρονες ανάγκες. Σκεπτόμαστε με λέξεις, επικοινωνούμε με αυτές, υπάρχουμε με άλλα λόγια χάρη σ’ αυτές (cogito, ergo sum / σκέφτομαι, άρα υπάρχω) συνεπώς, όσο καλύτερα είμαστε ασκημένοι στη χρήση της γλώσσας, τόσο αποδοτικότερα την χρησιμοποιούμε.
 
Σωτήρης Γκλαβάς, Διδάκτωρ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
 
Κείμενο 2
Πέτρος Αμπατζόγλου «Τι θέλει η κυρία Φρίμαν»
 
Ο Φρίμαν ήταν τριάντα δύο χρονών με σώμα λεπτό, αλλά αγύμναστο. Πρόσωπο χωρίς
ρυτίδες, γιατί ποτέ του δε γελούσε ούτε μόρφαζε. Ήταν συγκρατημένος γενικά στις εκδηλώσεις του, από μια έμφυτη αποστροφή στις έντονες καταστάσεις. Του άρεσε ένα ήσυχο περιβάλλον, ένα δωμάτιο χωρίς κανέναν ήχο –εκτός βέβαια από τη μουσική– κι αυτή όμως στα χαμηλά. Του άρεσε η σιωπή, η μυστική απόλαυση του βιβλίου, που σ’ οδηγεί σε περιπέτειες πάντα μέσα σε σιωπή. Κοσμογονίες γίνονται μέσα στα βιβλία, εσωτερικές αλλά και εξωτερικές συγκρούσεις και συ καθισμένος μέσα στη σιωπή του ειρηνικού σου δωματίου τις απολαμβάνεις, με το χέρι σου να ψαχουλεύει τυφλά για το φλιτζάνι του καφέ που τον πίνεις γουλιά γουλιά. Του άρεσε μια συζήτηση με λεπτές αποχρώσεις, χωρίς οξύτητες, η προσέγγιση σε κάποιο θέμα χωρίς προσβλητική οικειότητα. Διαφωνίες σε επίπεδο ανταλλαγών και χωρίς επιθετικότητα. Δυσπιστούσε στις λέξεις. Είναι θανατηφόρα όπλα, έλεγε. Θέλουν μεγάλη προσοχή. Μοιάζουν με νάρκες θαμμένες σ’ ένα καταπράσινο λιβάδι που ξαφνικά, όπως αμέριμνα περνάς σιγοτραγουδώντας, σε τινάζουν στον αέρα. Οι λέξεις, έλεγε, σε υπονομεύουν, διεισδύουν με πλοκάμια στο σώμα, κυκλοφορούν μέσα στο αίμα και τελικά σε κυριεύουν. Στο τέλος δεν είσαι τίποτα άλλο παρά λέξεις, η σάρκα σου δεν είναι παρά ένας ασκός που περικλείει τις λέξεις, που σ’ εκπροσωπούν, που διαμορφώνουν το χαρακτήρα σου και πεθαίνουν μαζί σου. Έτσι προσεκτικός στις εκφράσεις του μιλούσε σαν χειρουργός που φοβάται το νυστέρι. Χαμογελούσε συχνά όταν μιλούσε, σαν να ήθελε να δώσει θάρρος στο συνομιλητή του, σαν να τον προειδοποιούσε να μην πάρει στα σοβαρά αυτά που έλεγε, πως δεν ήταν παρά μια φιλική επικοινωνία χωρίς αξιώσεις. Αυτό όμως το ευγενικό του χαμόγελο είχε πολλές φορές παρεξηγηθεί. Τον θεωρούσαν είρωνα. Η ευγένειά του, η λεπτότητα στη συμπεριφορά του περνούσε για δειλία – η αλήθεια όμως είναι πως δεν ήταν δειλός, αλλά απέφευγε τις ευθύνες. Ακόμα αυτό το μειδίαμα στο μάθημά του έδινε στους ακροατές την εντύπωση πως δεν τους έπαιρνε στα σοβαρά ή πως θα μπορούσε με καλύτερο ακροατήριο να πει περισσότερα. Έτσι έμοιαζε κάπως σαν να μονολογούσε.
 
Πέτρος Αμπατζόγλου «Τι θέλει η κυρία Φρίμαν», Εκδόσεις Κέδρος, 1995
 
ΘΕΜΑ 1
1ο υποερώτημα
Να αποδώσετε συνοπτικά το πώς επεξηγεί ο συγγραφέας του Κειμένου 1 στη δεύτερη παράγραφο τη ρήση του Αυστριακού φιλοσόφου Wittgestein ότι «τα όρια του κόσμου μου είναι τα όρια της γλώσσας μου». (50-60 λέξεις)
Μονάδες 10
 
2ο υποερώτημα
Στην τελευταία παράγραφο ο συγγραφέας του Κειμένου 1 αξιοποιεί τόσο την αιτιολόγηση όσο και το αίτιο-αποτέλεσμα ως τρόπους ανάπτυξης της παραγράφου. Να προσδιορίσετε σε ποιο σημείο εντοπίζεται η χρήση αιτιολόγησης, καθώς και ένα σημείο χρήσης του αιτίου-αποτελέσματος. Ακολούθως, να εξηγήσετε συνοπτικά σε τι αποσκοπούν αυτοί οι τρόποι ανάπτυξης.
Μονάδες 10
 
3ο υποερώτημα
Στις ακόλουθες περιόδους του Κειμένου 1 να προσδιορίσετε το είδος σύνταξης (ενεργητική ή παθητική) που αξιοποιεί ο συγγραφέας, να τις μετατρέψετε στο άλλο είδος σύνταξης, και να αιτιολογήσετε γιατί επέλεξε τον συγκεκριμένο τρόπο σύνταξης.
Μονάδες 15
 
- «Η γλωσσική καλλιέργεια υπηρετεί και στηρίζει άμεσα και αποτελεσματικά την ανάπτυξη της σκέψης και των πνευματικών δεξιοτήτων του ανθρώπου.»
 
- «Το επίπεδο της γλωσσικής καλλιέργειας επηρεάζει κατ’ ανάγκη το επίπεδο της παιδείας και της εκπαίδευσης»
 
- «(Η γλώσσα) γυμνάζει τη σκέψη, διαμορφώνει το πνεύμα και την ηθική ποιότητα, καλλιεργεί το συναίσθημα»
 
ΘΕΜΑ 2
Σε ένα άρθρο επιχειρηματολογίας, το οποίο θα συντάξετε αξιοποιώντας τις ιδέες του Κειμένου 1 που σας δόθηκε, καλείστε να τεκμηριώσετε: α) την πολύπλευρη προσφορά της γλώσσας στην καλλιέργεια των νέων, και β) τη θέση που οφείλει να έχει η γλωσσική παιδεία στο πλαίσιο της σχολικής εκπαίδευσης. (350-400 λέξεις)
Μονάδες 30
 
ΘΕΜΑ 3  
Να παρουσιάσετε το νόημα που θεωρείτε ότι έχουν οι παρομοιώσεις που χρησιμοποιεί ο αφηγητής (Κείμενο 2) στις ακόλουθες περιπτώσεις:
 
α. «Μοιάζουν με νάρκες θαμμένες σ’ ένα καταπράσινο λιβάδι που ξαφνικά, όπως αμέριμνα περνάς σιγοτραγουδώντας, σε τινάζουν στον αέρα.»
 
β. «Έτσι προσεκτικός στις εκφράσεις του μιλούσε σαν χειρουργός που φοβάται το νυστέρι.»
 
γ. «Έτσι έμοιαζε κάπως σαν να μονολογούσε.»
Μονάδες 20
 
ΘΕΜΑ 4
Ο ήρωας της ιστορίας (Κείμενο 2) αναγνωρίζει στις λέξεις εξαιρετικά μεγάλη δύναμη, αλλά και επικινδυνότητα. Να εξηγήσετε αυτή του τη στάση απέναντι στις λέξεις, αξιοποιώντας κατάλληλα χωρία του κειμένου. (Λέξεις: 100-150)
Μονάδες 15
 
Ενδεικτικές απαντήσεις
 
ΘΕΜΑ 1
1ο υποερώτημα
Σύμφωνα με τον συγγραφέα η γνώση του κόσμου και η επικοινωνία με αυτόν συνδέονται με τις γλωσσικές ικανότητες του ατόμου. Αντιστοίχως, η δυνατότητα της σκέψης εξαρτάται από το γλωσσικό του επίπεδο. Η ελλιπής γλωσσική ικανότητα σημαίνει αδυναμία έκφρασης και ολοκληρωμένης σκέψης, αφού αδυνατεί να εμβαθύνει, έχοντας ολόπλευρη θέαση των ζητημάτων. Η γλωσσική παιδεία, άρα, στηρίζει την πνευματική ανάπτυξη και επιτρέπει την ποιοτική επικοινωνία.
[Λέξεις: 63]
 
2ο υποερώτημα
Η αιτιολόγηση ως τρόπος ανάπτυξης της καταληκτικής παραγράφου του κειμένου γίνεται εμφανής με τη χρήση του αιτιολογικού συνδέσμου «γιατί». Ειδικότερα, μέσω της αιτιολόγησης ο συγγραφέας τεκμηριώνει πειστικά την αρχική διαπίστωση (ισχυρισμό) πως «η γλώσσα είναι δύναμη παιδευτική». Με μια εκτενή περίοδο αιτιολογεί την άποψή του («Γιατί γυμνάζει τη σκέψη, διαμορφώνει το πνεύμα… βοηθά τον νέο να δώσει μορφή στις ιδέες και στα οράματα του.») παραθέτοντας τους λόγους που αποδεικνύουν την παιδευτική δύναμη της γλώσσας.
Ακολούθως, προκειμένου να αποδείξει και αρνητικά τον ισχυρισμό του, αξιοποιεί ως τρόπο ανάπτυξης το αίτιο-αποτέλεσμα τονίζοντας τις αρνητικές επιπτώσεις που προκύπτουν, όταν δεν παρέχεται επαρκούς ποιότητας γλωσσική παιδεία στους νέους. Αίτιο: «Χωρίς υψηλή γλωσσική παιδεία» - Αποτέλεσμα: «ο νους ατροφεί και περνά στην κατάσταση της πνευματικής υπανάπτυξης.»
Αίτιο: «Αν τα σχολικά προγράμματα δεν δώσουν προτεραιότητα στη διδασκαλία της γλώσσας» - Αποτέλεσμα: «τότε σίγουρα η παιδεία μας θα είναι ελλειμματική, αδύναμη να ανταποκριθεί στις σύγχρονες ανάγκες.»
Παραλλήλως, μέσω του σχήματος αιτίου – αποτελέσματος ο συγγραφέας υποστηρίζει τον ισχυρισμό του για το αλληλένδετο της ανθρώπινης ύπαρξης και σκέψης με τις λέξεις και της γλώσσας («Σκεπτόμαστε με λέξεις, επικοινωνούμε με αυτές, υπάρχουμε με άλλα λόγια χάρη σ’ αυτές»). Αίτιο: «όσο καλύτερα είμαστε ασκημένοι στη χρήση της γλώσσας» - Αποτέλεσμα: «τόσο αποδοτικότερα την χρησιμοποιούμε.»
 
3ο υποερώτημα
Στις συγκεκριμένες περιόδους ο συγγραφέας αξιοποιεί την ενεργητική σύνταξη, προκειμένου να δώσει έμφαση στο υποκείμενό τους. Επιδιώκει, δηλαδή, να αναδείξει τον ενεργό ρόλο που διαδραματίζει η γλώσσα και η καλλιέργειά της στην ευρύτερη πνευματική ανάπτυξη του ατόμου, καθώς και στην ποιότητα της εκπαίδευσης που αυτό λαμβάνει. Οι περίοδοι αυτές σε παθητική σύνταξη θα είχαν ως εξής:
 
- «Η ανάπτυξη της σκέψης και των πνευματικών δεξιοτήτων του ανθρώπου υπηρετούνται και στηρίζονται άμεσα και αποτελεσματικά από την γλωσσική καλλιέργεια.»
 
- «Το επίπεδο της παιδείας και της εκπαίδευσης επηρεάζεται κατ’ ανάγκη από το επίπεδο της γλωσσικής καλλιέργειας.»
 
- «Από τη γλώσσα γυμνάζεται η σκέψη, διαμορφώνονται το πνεύμα και η ηθική ποιότητα, καλλιεργείται το συναίσθημα.»
 
ΘΕΜΑ 2
 
Η γλώσσα μορφώνει τους νέους και καθορίζει την ποιότητα της εκπαίδευσης
 
     Η διαρκής επιθυμία και επιδίωξη για την παροχή ολοένα και πιο ποιοτικής εκπαίδευσης, ικανής να προσφέρει ουσιαστικά θεμέλια για τη μελλοντική εξέλιξη των νέων, δεν μπορεί παρά να εκπληρωθεί μέσω της συστηματικής γλωσσικής καλλιέργειας. Είναι, άλλωστε, τόσο στενή η διασύνδεση ανάμεσα στην πνευματική εξέλιξη και την αποτελεσματική επαφή με τον γλωσσικό κώδικα, ώστε δεν είναι εφικτό να επιδιώκουμε το ένα χωρίς να εστιάζουμε στο άλλο.
     Ας μην παραγνωρίζουμε, δηλαδή, πως κυρίως και πρωτίστως μέσω της γλωσσικής καλλιέργειας επιτυγχάνεται η ενίσχυση της διανοητικής ανάπτυξης των νέων, εφόσον η ικανότητα της σκέψης, της δημιουργικότητας, όπως και της επικοινωνίας εξαρτάται άμεσα από το επίπεδο της γλωσσικής ικανότητας. Η δυνατότητα των νέων να προχωρούν στην κατανόηση, αλλά και την επινόηση, όλο και πιο σύνθετων εννοιών και συλλογισμών βασίζεται, κατ’ ανάγκη, στην ανάλογη εξελικτική πορεία του γλωσσικού τους επιπέδου. Μια περίοδος πιθανής στασιμότητας στη γλωσσική τους καλλιέργεια θα είχε ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα τον περιορισμό της διανοητικής τους απόδοσης σε κάθε γνωστικό αντικείμενο.
     Η επαφή τους, συνάμα, με κάθε έκφανση της επιστημονικής γνώσης επιτυγχάνεται μέσω της γλώσσας. Είτε πρόκειται για τα τρέχοντα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα είτε πρόκειται για κορυφαίες στιγμές του παρελθόντος, η γλώσσα αποτελεί το απαραίτητο εκείνο εργαλείο που θα επιτρέψει στους νέους να κατανοήσουν πληρέστερα τις νεότερες, αλλά και τις παλαιότερες πνευματικές κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού. Αντίστοιχα ουσιώδης, μάλιστα, είναι η συνεισφορά της γλώσσας στη διαδικασία μορφοποίησης και έκφρασης των πρωτότυπων ιδεών που προκύπτουν στη σκέψη των νέων κατά τη διάρκεια της πνευματικής τους εξέλιξης. Μέσω της γλώσσας έρχονται σε επαφή με τις υπάρχουσες γνώσεις, αλλά και μέσω αυτής κατορθώνουν να διατυπώσουν τη δική τους καινοτόμο προσέγγιση για το μέλλον της κοινωνίας μας.
     Προκύπτει, υπ’ αυτό το πρίσμα, εύλογα το συμπέρασμα πως η γλωσσική καλλιέργεια οφείλει να κατέχει πρωτεύοντα ρόλο στο πλαίσιο της σχολικής εκπαίδευσης. Πρόκειται, βέβαια, για ένα αίτημα, το οποίο δεν σχετίζεται μόνο με την αμιγή διδασκαλία του γλωσσικού μαθήματος, αλλά και την ευρύτερη ενθάρρυνση της γνωριμίας με τη γλώσσα μέσω κάθε διδακτικού αντικειμένου. Με δεδομένο, άλλωστε, το γεγονός πως ο διάλογος είναι το μέσο για την προσέγγιση κάθε νέας γνώσης, σε κάθε επιμέρους μάθημα, καθίσταται προφανές πως το σύνολο των εκπαιδευτικών οφείλουν να μεριμνούν για τη γλωσσική καλλιέργεια των νέων. Η ελλιπής γνώση της γλώσσας, ούτως ή άλλως, δυσχεραίνει την αποτελεσματική μετάδοση οποιασδήποτε γνώσης, οπότε εκ των πραγμάτων οι εκπαιδευτικοί χρειάζεται να τονίζουν την αναγκαιότητα της ουσιαστικής επαφής με τη γλώσσα.
     Διαπιστώνουμε, λοιπόν, πως τόσο η προσωπική ανάπτυξη των νέων όσο και η γενικότερη ποιότητα της παρεχόμενης στο σχολείο εκπαίδευσης συνδέονται άμεσα και άρρηκτα με το επίπεδο γλωσσικής κατάρτισης των νέων. Ως εκ τούτου, η αναγνώριση του θεμελιώδους ρόλου της γλωσσικής καλλιέργειας κρίνεται αναγκαία και κρίσιμης σημασίας.
[Λέξεις: 437]
 
ΘΕΜΑ 3
α. Οι λέξεις, αν και δεν έχουν υλική υπόσταση, μπορούν ωστόσο να ανατρέψουν τα πάντα στη ζωή ενός ανθρώπου, εφόσον η δύναμή τους είναι «εκρηκτική». Είτε το άτομο έρχεται σε επαφή με ιδέες που αλλάζουν δραστικά τον τρόπο που βλέπει και αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα είτε σε καθημερινό επίπεδο πληροφορείται μέσω της γλώσσας, κατά τρόπο απρόσμενο, για ζητήματα που το αφορούν άμεσα, ο αντίκτυπός τους ενδέχεται να είναι εξαιρετικά ισχυρός.
 
β. Ο Φρίμαν ακριβώς επειδή γνωρίζει τη δύναμη που έχουν οι λέξεις, τις χρησιμοποιεί σχεδόν με φόβο, καθώς αντιλαμβάνεται τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει μια λανθασμένη επιλογή λέξεων στο συνομιλητή του. Μια απρόσεκτη διατύπωση μπορεί να πληγώσει τον άλλον ή να τον οδηγήσει στη διαμόρφωση μιας εντελώς αρνητικής εντύπωσης. Χρησιμοποιεί, έτσι, τις λέξεις με απόλυτη προσοχή, όπως ακριβώς κάνει ένας χειρουργός με το νυστέρι του.
 
γ. Ο Φρίμαν, αν και καθηγητής, παρέδιδε τα μαθήματά του με τέτοια αποστασιοποίηση, ώστε οι ακροατές του είχαν την εντύπωση πως στην πραγματικότητα δεν απευθύνεται σε εκείνους, αλλά μιλάει περισσότερο στον εαυτό του. Απουσίαζε, δηλαδή, η επαφή με τους μαθητές του, ώστε να αποκτά το μάθημά του την αναγκαία αλληλεπίδραση, με αποτέλεσμα να μοιάζει περισσότερο με ένας αδιάφορος μονόλογος.
 
ΘΕΜΑ 4
Ο ήρωας του κειμένου αναγνωρίζει πως οι λέξεις έχουν μια εξαιρετικά δημιουργική δύναμη, εφόσον, για παράδειγμα, στο πλαίσιο της λογοτεχνίας μπορούν να δομήσουν νέους κόσμους, προσφέροντας σημαντικές συγκινήσεις στον αναγνώστη («Κοσμογονίες γίνονται μέσα στα βιβλία»). Εκτιμούσε, συνάμα, τη δυνατότητα των λέξεων να εκφράζουν νοήματα με ποικίλες προεκτάσεις και δυσδιάκριτες μεταξύ τους διαφοροποιήσεις, εμπλουτίζοντας, έτσι, τη διαδικασία του διαλόγου («συζήτηση με λεπτές αποχρώσεις»). Την ίδια στιγμή, όμως, ένιωθε φόβο απέναντι στις λέξεις, καθώς γνώριζε πως μέσω αυτών ή με τον λάθος χειρισμό τους μπορούσαν να προκύψουν πολύ αρνητικά αποτελέσματα («Είναι θανατηφόρα όπλα…», «σε τινάζουν στον αέρα»). Για τον λόγο αυτό τις χρησιμοποιούσε πάντοτε με προσοχή, φοβούμενος μήπως μέσω αυτών πληγώσει τους άλλους ή προξενήσει κάποια επιζήμια παρεξήγηση («μιλούσε σαν χειρουργός που φοβάται το νυστέρι».) Πίστευε, παράλληλα, πως τα όσα εκφράζει ένα άτομο, τα όσα ακούει, αλλά και τα όσα σκέφτεται, με τη συνδρομή πάντοτε των λέξεων, συναποτελούσαν και διαμόρφωναν όχι μόνο τον χαρακτήρα, αλλά και το σύνολο της ύπαρξής του («σ’ εκπροσωπούν… και πεθαίνουν μαζί σου»).

Ιστορία Προσανατολισμού: Κομματική βάση & επιλογή βουλευτών το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
English School 
 
Ιστορία Προσανατολισμού: Κομματική βάση & επιλογή βουλευτών το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα (πηγή)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις απαραίτητες πληροφορίες από τις ιστορικές πηγές που σας δίνονται: 
α. να  περιγράψετε τον τρόπο με τον οποίο ήταν οργανωμένη η βάση των κομμάτων κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα
β. να αναφερθείτε στην οικονομικο-κοινωνική προέλευση των υποψήφιων βουλευτών και στα κριτήρια με τα οποία γίνονταν η επιλογή τους από τα κόμματα.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Η κοµµατική πειθαρχία που προσπάθησε να επιβάλει ο Τρικούπης στην κοινοβουλευτική οµάδα, επικεφαλής της οποίας βρισκόταν ο ίδιος, ήταν βέβαια αξιοσηµείωτη, οφειλόταν όμως κυρίως στον αυταρχικό χαρακτήρα του και στο πολιτικό του κύρος. Ακόµα και στο ίδιο το τρικουπικό κόµµα δεν προβλεπόταν κανένα κοµµατικό όργανο. […]όλα τα κόµµατα ήταν άµορφοι και άτυποι µηχανισµοί χωρίς πρόβλεψη τυπικών διαδικασιών για τη λήψη αποφάσεων. […]Μόνος ο αρχηγός του κόμματος αποφάσιζε, και η επιβολή της θελήσεώς του ήταν συνάρτηση της συγκεκριµένης ισορροπίας δυνάµεων. Η κοµµατική πειθαρχία, που πρώτη φορά µπαίνει σαν πρόβληµα, δεν είναι παρά η προσπάθεια της µειώσεως της δυνατότητας της βουλής να ελέγχει, να κωλυσιεργεί, να προτείνει, να µεταβάλλει την πολιτική επιλογή της κυβερνήσεως και γενικότερα τους περιορισµούς της βουλευτοκρατίας.
 
Τσουκαλάς, Κ., «Πολιτική των κυβερνήσεων και προβλήματα από το 1881 ως το 1895»,  ΙΕΕ, τ. Ι∆,  Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1977, σ. 42-43. (διασκευή)
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Εξαρτήσεις κάθε είδους και πελατειακές σχέσεις επιδρούσαν στη δυνατότητα των πολιτικών τοπικής εμβέλειας να διαμορφώσουν ένα σώμα προσωπικών οπαδών και επομένως να αναδειχτούν υποψήφιοι. Φοροεισπράκτορες, δήμαρχοι και άνθρωποι στους οποίους ανέθεταν τις κρατικές παραγγελίες είχαν, όπως φαίνεται, πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες· εξάλλου και γιατροί, δικηγόροι και, φυσικά, ήδη εκλεγμένοι Βουλευτές μπορούσαν επίσης να δεσμεύσουν ψηφοφόρους [...]. Στις συζητήσεις της δεκαετίας του 1890 για την ανάδειξη υποψηφίων σωρεύονται οι ενδείξεις ότι η εκλογή του ενός ή του άλλου πολιτικού, ο οποίος ασκούσε παλαιότερα επιρροή, εξαρτάται από το αν θα διακήρυσσε δημοσίως την κομματική του επιλογή.
 
Hering, G., Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 1821-1936, τ. Α’, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004, σ. 634.
 
α. Η βάση των κομμάτων στα τέλη του 19ου αιώνα εξακολουθούσε να μην έχει τυπική οργάνωση. Όπως σχολιάζει ο Κ. Τσουκαλάς (Κείμενο Α), τα κόμματα της εποχής -ακόμη και το κόμμα του Τρικούπη- δεν είχαν ουσιαστική εσωτερική οργάνωση, ήταν άμορφοι μηχανισμοί, χωρίς κομματικά όργανα ή έστω τυπικά καθορισμένες διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων. Σημαντικό ρόλο στην κινητοποίηση των οπαδών των κομμάτων έπαιζαν η οικογενειοκρατία, οι πελατειακές σχέσεις και η εξαγορά ψήφων. Παρ’ όλα αυτά, όσον αφορά τουλάχιστον τα δύο μεγάλα κόμματα, η επιλογή των εκλογέων βασιζόταν κατά κύριο λόγο στην κρίση τους για την πολιτική των κομμάτων, στις επιδράσεις που αυτά ασκούσαν κατά περιοχές και στα συμφέροντα κάθε κοινωνικής ομάδας.
Η οργάνωση των κομμάτων ήταν εμφανής μόνο στο επίπεδο της ηγεσίας. Τη σημαντικότερη θέση μετά τον αρχηγό την είχε η κοινοβουλευτική ομάδα. Οι βουλευτές είχαν σημαντική θέση, διότι λόγω της μεγάλης πλειοψηφίας που χρειαζόταν η Βουλή για να έχει απαρτία και να παίρνει αποφάσεις, οι βουλευτές και μόνο με την απουσία τους (ή την απειλή της) μπορούσαν να ασκήσουν μεγάλη πίεση στην κομματική ηγεσία. Σύμφωνα με τον Κ. Τσουκαλά (Κείμενο Α), η προσπάθεια ύπαρξης «κομματικής πειθαρχίας» στο κόμμα του Τρικούπη, η οποία συνιστούσε αξιοπρόσεκτη κίνηση για την εποχή εκείνη, σχετιζόταν περισσότερο με το πολιτικό κύρος του Τρικούπη, αλλά και με τον αυταρχισμό που τον διέκρινε. Στα κόμματα εκείνης της περιόδου, αν και τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων είχε μόνο ο αρχηγός, το αν θα κατόρθωνε να επιβάλει τη θέλησή του στην κοινοβουλευτική του ομάδα ήταν περισσότερο κάτι που εξαρτιόταν από την κατά περίπτωση ισορροπία δυνάμεων στο κόμμα. Ακριβώς, άρα, λόγω της αδυναμίας των κομματικών αρχηγών να επιβληθούν στις ομάδες τους αρχίζει να τίθεται ως ζήτημα η έννοια της κομματικής πειθαρχίας, η οποία απέβλεπε στο να περιοριστεί η δυνατότητα των βουλευτών να ελέγχουν, να καθυστερούν ή και να μεταβάλλουν τις επιλογές του εκάστοτε πρωθυπουργού. Υπήρχε, δηλαδή, μια επιβεβλημένη βουλευτοκρατία, δύσκολα περιορίσιμη. Έτσι, η κεντρική οργάνωση του κόμματος δεν είχε τη δυνατότητα να αρνηθεί στους βουλευτές την εκπλήρωση επιθυμιών, π.χ. διορισμών ή ευνοϊκών ρυθμίσεων υπέρ της εκλογικής τους περιφέρειας.
 
β. Για την επιλογή των υποψηφίων βουλευτών, δηλαδή για την τοποθέτηση συγκεκριμένων υποψηφίων στο «ψηφοδέλτιο», έπαιζε ρόλο το αν είχαν ένα δικό τους τοπικό κύκλο οπαδών, ο οποίος επηρεαζόταν βεβαίως από πελατειακές σχέσεις και εξυπηρετήσεις. Όπως επισημαίνει ο G. Hering (Κείμενο Β), οι πελατειακές σχέσεις επηρέαζαν τη δυνατότητα πολιτικών που είχαν τοπική μόνο εμβέλεια να συγκεντρώσουν ένα επαρκές σώμα οπαδών, ώστε να κατορθώσουν να λάβουν το χρίσμα του υποψήφιου βουλευτή. Οι υποψήφιοι βουλευτές προέρχονταν σχεδόν αποκλειστικά από τα μεσαία και τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, όπως και κατά την προηγούμενη περίοδο. Πολλοί ήταν δικηγόροι και δημόσιοι υπάλληλοι. Τις πληροφορίες αυτές επιβεβαιώνει ο G. Hering (Κείμενο Β), ο οποίος συμπληρώνει πως σημαντικές πιθανότητες να αναδειχθούν υποψήφιοι είχαν εκείνοι που διεκπεραίωναν κρατικές παραγγελίες, δήμαρχοι, φοροεισπράκτορες, αλλά και όσοι ήδη είχαν εκλεχτεί βουλευτές. Κατά τη δεκαετία του 1890, μάλιστα, οι εκλογείς συνήθιζαν να ψηφίζουν πολιτικούς με επιρροή, μόνο εφόσον είχαν δηλώσει με σαφήνεια την κομματική τους τοποθέτηση. Την πληροφορία αυτή επιβεβαιώνει ο G. Hering (Κείμενο Β), αναφέροντας, συνάμα, πως η δήλωση αυτή συνιστούσε κριτήριο για την επιλογή ενός πολιτικού ως υποψηφίου. Σε αντίθεση με τους υποψηφίους, τα κομματικά μέλη προέρχονταν και από τα κατώτερα στρώματα.

Ιστορία Προσανατολισμού: Ο εθνικός διχασμός και οι συνέπειές του (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Ιστορία Προσανατολισμού: Ο εθνικός διχασμός και οι συνέπειές του (πηγή)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις πληροφορίες από τα κείμενα που σας δίνονται, να παρουσιάσετε
α. τις διαφορετικές απόψεις του Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου για τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α ́ Παγκόσμιο Πόλεμο
και
β. τις συνέπειες που προκάλεσε η διαφωνία αυτή στην πολιτική ζωή της χώρας μέχρι τη συγκρότηση κυβέρνησης Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Αυτό που βάρυνε απαρχής του Μεγάλου Ευρωπαϊκού Πολέμου στον νου του Βενιζέλου και επικαθόρισε τη στροφή του από την ουδετερότητα στην επίμονη απόφασή του να θέσει τελικώς τη χώρα του στο πλευρό της Αντάντ ήταν: α) πρωτίστως τα εθνικά ζητήματα των νήσων του ανατολικού Αιγαίου και της Μικράς Ασίας και ο κίνδυνος εξαφάνισης του εκεί ελληνισμού, και β) η γεωπολιτική του ελληνικού χώρου και η ευαίσθητη θέση της Ελλάδας στη Μεσόγειο [...]. Το πλέον φλέγον ζήτημα, που είχε έντονες προεκτάσεις στο εσωτερικό, ήταν το Μικρασιατικό, δηλ. η συσσώρευση 150.000 ως 200.000 ομογενών προσφύγων στην Ελλάδα και ο άμεσος κίνδυνος «εξοντώσεως» και αφανισμού του Μικρασιατικού Ελληνισμού από την κυβέρνηση των
Νεότουρκων.
 
Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης, Μεταξύ επανάστασης και μεταρρύθμισης: Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος και βενιζελισμός (1909-1922), Πατάκης, Αθήνα 2020, σ. 129-130.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Στον αντίποδα των ιδεολογικών προσανατολισμών και της δυναμικής αντίληψης του πρωθυπουργού, ο βασιλιάς έτεινε να αποτελέσει τον πόλο μιας αντίρροπης διπλωματικής στρατηγικής. Η στενή συγγένεια με την αυτοκρατορική οικογένεια των Χοετζόλλερν, η εξοικείωση με το συγκεντρωτικό πνεύμα της γερμανικής Αυλής και η μαθητεία στη στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου, είχαν συμβάλει στη διαμόρφωση της συντηρητικής ιδιοσυγκρασίας και στην εμπέδωση της πεποίθησής του στην ακατάβλητη δύναμη των γερμανικών όπλων. Η αντίληψη αυτή συνυφαινόταν στην πράξη με την υιοθέτηση μιας διπλωματικής τακτικής επιφυλάξεων και δισταγμών, ασύμβατης με την εφαρμογή παρακινδυνευμένων ή και, απλά, τολμηρών πρωτοβουλιών: η αποχή από την ένοπλη διαμάχη, έστω και αν αποστερούσε τη χώρα από πιθανά οφέλη, εγκυμονούσε –κατ’ αυτόν– τους ολιγότερους κινδύνους για το έθνος.
 
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Ελληνική εξωτερική πολιτική, 1830-1981, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2017, σ. 138.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Γ
Νέες εκλογές προκηρύχθηκαν για τον Δεκέμβριο [του 1915]. Οι Φιλελεύθεροι και η συντριπτική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος απείχαν, με αποτέλεσμα η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση να μην έχει τη λαϊκή υποστήριξη. Οι σχέσεις του Βενιζέλου και των Φιλελευθέρων με τον Κωνσταντίνο και τους βασιλικούς χειροτέρευαν όλο και περισσότερο, καθώς η κάθε πλευρά ακολουθούσε όλο και πιο σκληρή γραμμή. [...]
Το φθινόπωρο του 1916 η Ελλάδα βρέθηκε στο χείλος ενός εμφυλίου πολέμου. Ο Βενιζέλος είχε αποσυρθεί στην Κρήτη. [...] Ταυτόχρονα, αξιωματικοί του στρατού πιστοί σε αυτόν συγκρότησαν μια μυστική οργάνωση, την Εθνική Άμυνα, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, που είχε στόχο να ανατρέψει τον βασιλιά και να επαναφέρει την κυβέρνηση του Ιουνίου 1915. [...] Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1916 [ο Βενιζέλος] έφτασε εντέλει στη Θεσσαλονίκη και σχημάτισε «προσωρινή» κυβέρνηση. Η Ελλάδα είχε πια δύο αντίπαλες κυβερνήσεις.
 
Thomas W. Gallant, Νεότερη Ελλάδα: Από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας μέχρι τις μέρες μας (επιστημονική επιμέλεια: Δήμητρα Λαμπροπούλου και Κατερίνα Γαρδίκα), Πεδίο, Αθήνα 2017, σ. 284-285.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α. Ήδη από το 1912, μετά τη σαρωτική νίκη του στις εκλογές, ο Βενιζέλος ήταν κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού, χωρίς ουσιαστική κοινοβουλευτική αντιπολίτευση. Το 1913, τον βασιλιά Γεώργιο Α΄ διαδέχθηκε στο θρόνο ο Κωνσταντίνος, στον οποίο ο Βενιζέλος, ένα χρόνο νωρίτερα, παραχώρησε το αξίωμα του αρχιστράτηγου. Μέχρι το 1915 οι δύο ισχυρές προσωπικότητες δεν ήρθαν σε σύγκρουση. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης αναγνώριζαν στον βασιλιά το δικαίωμα να επιβάλλει τη δική του άποψη για την εξωτερική πολιτική, παραβλέποντας ότι κάτι τέτοιο ήταν αντισυνταγματικό. Αυτό ενίσχυσε τους εχθρούς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, προ πάντων έναν κύκλο αντιδημοκρατικών αξιωματικών.
Με αφορμή τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, εκφράστηκαν διαφορετικές απόψεις ως προς τη σκοπιμότητα ή μη της συμμετοχής της Ελλάδας στον πόλεμο. Οι Φιλελεύθεροι τάσσονταν υπέρ της συμμετοχής στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ, επειδή προσδοκούσαν ότι με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα θα είχε εδαφικά οφέλη. Όπως, πιο λεπτομερώς, αναφέρει ο Σ. Πλουμίδης (Κείμενο Α), για τον Βενιζέλο υπήρχαν συγκεκριμένοι παράγοντες που καθιστούσαν τη συμμετοχή στον πόλεμο με το μέρος την Αντάντ προτιμότερη από την ουδετερότητα. Υπήρχε, αφενός, ο φόβος για το μέλλον του ελληνισμού στη Μικρά Ασία και στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου κι αφετέρου η επίγνωση πως τόσο η γεωγραφική θέση της Ελλάδας στη Μεσόγειο όσο και οι πολιτικές ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή καθιστούσαν τη χώρα ευάλωτη. Παραλλήλως, άλλωστε, η Ελλάδα είχε ήδη υποδεχτεί εκατόν πενήντα έως διακόσιες χιλιάδες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, με σημαντικό αντίκτυπο στο εσωτερικό της, ενώ ο κίνδυνος να τεθούν οι υπόλοιποι Μικρασιάτες στο στόχαστρο των Νεότουρκων και να αποτελέσουν θύματα μιας γενικευμένης εκκαθάρισης ήταν άμεσα ορατός. Ο βασιλιάς και το Γενικό Επιτελείο, ωστόσο, είχαν διαφορετική εκτίμηση. Θεωρούσαν ανεύθυνη τη θέση των Φιλελευθέρων, εκτιμώντας ότι η έκβαση του πολέμου ήταν αβέβαιη και θα μπορούσαν να νικήσουν οι Κεντρικές δυνάμεις. Όπως επισημαίνει ο Κ. Σβολόπουλος (Κείμενο Β), ο βασιλιάς ερχόταν σε αντίθεση με την πρόθεση του Βενιζέλου για δράση προβάλλοντας μια διαφορετική διπλωματική άποψη, η οποία χαρακτηριζόταν από επιφυλάξεις και απροθυμία ανάληψης οποιασδήποτε πρωτοβουλίας ενείχε τον κίνδυνο ενεργού εμπλοκής στον πόλεμο. Με δεδομένη, βέβαια, την κυριαρχία της Αγγλίας στην ανατολική Μεσόγειο, και παρά τους δεσμούς του με τη Γερμανία, ο Κωνσταντίνος δεν μπορούσε να ζητήσει συμμετοχή στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, γι’ αυτό έλαβε θέση υπέρ της ουδετερότητας της Ελλάδας. Όπως διευκρινίζει ο Κ. Σβολόπουλος (Κείμενο Β), η ουδετερότητα παρά το γεγονός ότι δεν θα επέτρεπε στην Ελλάδα να διεκδικήσει εδαφικά οφέλη, αποτελούσε, κατά τον βασιλιά, την επιλογή εκείνη που εγκυμονούσε τους λιγότερους κινδύνους. Ο Κωνσταντίνος, ωστόσο, ήταν επηρεασμένος αφενός από τη στενή συγγενική σχέση του με τη γερμανική αυτοκρατορική οικογένεια, κι αφετέρου από την επαφή του τόσο με τη γερμανική στρατιωτική εκπαίδευση -μιας κι ο ίδιος είχε φοιτήσει στην Ακαδημία του Βερολίνου- όσο και με τον συγκεντρωτισμό που διέκρινε τη λειτουργία της γερμανικής αυλής, με αποτέλεσμα να έχει αποκτήσει συντηρητικό τρόπο σκέψης, αλλά και πίστη πως οι γερμανικές δυνάμεις ήταν ανίκητες. Η εμμονή, όμως, του Κωνσταντίνου στη θέση του περί ουδετερότητας, τον οδήγησε να δράσει με τρόπο που υπέσκαπτε τα θεμέλια του πολιτικού συστήματος. Ο βασιλιάς, ανέπτυξε μυστική διπλωματία εν αγνοία Γης κυβέρνησης, καταφεύγοντας ακόμη και σε παράνομα μέσα (π.χ. παράδοση απόρρητων διπλωματικών εγγράφων στους Γερμανούς.) Το 1915 προκάλεσε δύο φορές την παραίτηση της κυβέρνησης.
 
β. Στις εκλογές που προκηρύχθηκαν μετά τη δεύτερη παραίτηση του Βενιζέλου, δεν συμμετείχαν οι Φιλελεύθεροι, καθώς θεωρούσαν την ενέργεια του βασιλιά ως παραβίαση του συντάγματος. Όπως, μάλιστα, σχολιάζει ο Th. Gallant (Κείμενο Γ), η αποχή των Φιλελευθέρων σήμανε και την αποχή της πλειονότητας των εκλογέων, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση που εκλέχθηκε να μην έχει στην πραγματικότητα τη στήριξη των πολιτών. Εκδηλώσεις βίας και φανατισμού δημιούργησαν χάσμα ανάμεσα στις δύο παρατάξεις και κυριάρχησε το μίσος. Όποιος ήταν κατά του πολέμου, κινούσε αμέσως την υποψία στους Βενιζελικούς, ότι ήταν κατά της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, κατά των εθνικών συμφερόντων. Οι Αντιβενιζελικοί έβλεπαν στο πρόσωπο των Βενιζελικών βίαιους πράκτορες της Αντάντ, που μάχονταν τον βασιλιά, κατέστρεφαν την ενότητα του έθνους και έθεταν σε κίνδυνο το κράτος. Τα δύο κόμματα διέφεραν όλο και λιγότερο μεταξύ τους στην πολιτική πρακτική και την προπαγάνδα, παράλληλα όμως όλο και περισσότερο ενισχυόταν ο διπολισμός. Σύμφωνα με τον Th. Gallant (Κείμενο Γ), η ολοένα και σκληρότερη στάση που υιοθετούταν κι από τις δύο πλευρές οδήγησε σταδιακά τη χώρα το Φθινόπωρο του 1926 στα πρόθυρα εμφύλιας σύγκρουσης. Στα μέσα του 1916 το Κοινοβούλιο χάθηκε ουσιαστικά από το προσκήνιο. Το κλίμα της εποχής επέτρεψε να συμμετάσχουν στη διαμάχη και στρατιωτικοί, οι οποίοι δημιούργησαν δύο οργανώσεις αντίθετες μεταξύ τους, ανάλογα με το αν τα συμφέροντα κάθε ομάδας εξυπηρετούνταν από τον πόλεμο ή την ουδετερότητα. Όπως, επιπλέον, αναφέρει ο Th. Gallant (Κείμενο Γ), αξιωματικοί που στήριζαν σταθερά τον Βενιζέλο δημιούργησαν στη Θεσσαλονίκη μια μυστική οργάνωση, την Εθνική Άμυνα, μέσω της οποίας επιδίωκαν αφενός την ανατροπή του Κωνσταντίνου και αφετέρου την αποκατάσταση της βενιζελικής κυβέρνησης που είχε συγκροτηθεί τον Ιούνιο του 1915. Ο Βενιζέλος, αν και είχε καταφύγει στην Κρήτη, πείστηκε τελικά να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη, έστω κι αν η εκεί παρουσία του θα οδηγούσε στη δημιουργία μιας δεύτερης κυβέρνησης στον ελληνικό χώρο. Έτσι, στις 26 Σεπτεμβρίου ο Βενιζέλος συγκρότησε δική του κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη.
 

Ν. Γλώσσα Γ΄ Λυκείου: Να με λες με το όνομά μου [Ασκήσεις Β΄ Θέματος]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Alexei Harlamoff

 
Ν. Γλώσσα Γ΄ Λυκείου: Να με λες με το όνομά μου [Ασκήσεις Β΄ Θέματος]
 
Κείμενο 1: Να με λες με το όνομά μου
 
     Τα ζητήματα αυτοπροσδιορισμού έχουν μπει για τα καλά στον δημόσιο διάλογο και επιτέλους κάποτε έπρεπε να γίνει. Ορισμένα δεν θα έπρεπε να μπαίνουν καν στη διαδικασία διαλόγου, όπως για παράδειγμα ο αυτοπροσδιορισμός σεξουαλικής ταυτότητας και άλλων παρόμοιων θεμάτων που δεν πέφτει κανένας λόγος σε κανέναν άλλον πέραν από τον αυτοπροσδιοριζόμενο. Τα προσωπικά όρια του καθενός μας, το τι δεχόμαστε και τι όχι, έχουν να κάνουν με μια σειρά από προσλαμβάνουσες, από τις συνισταμένες της αντίληψής μας για τον κόσμο, τους ανθρώπους και τα δικαιώματα, αλλά και από τους μασίφ μονόλιθους των ιδεολογικών μας αγκυλώσεων. Ο κόσμος έχει αρχίσει να κλείνεται εδώ και αρκετά χρόνια, η περίμετρός μας έχει στενέψει και η ευκολία με την οποία πετάμε ανθρώπους έξω από κάποιες προκάτ νόρμες έχει γίνει άθλημα. Δεν ξέρω από πού πηγάζει αυτή η ανάγκη διαφήμισης και τυφλής υποστήριξης της «κανονικότητάς» μας, ίσως από το γεγονός πως πουθενά αλλού δεν αισθανόμαστε ισότιμα μέρη μιας ομάδας. Πολύ προσωπική ματαίωση μυρίζει ο ρατσισμός έτσι κι αλλιώς. Ορισμένοι θεωρούν ακλόνητο επιχείρημα κανονικότητας την κανονικότητα της πλειονότητας. Απλά μαθήματα δημοκρατίας χρειάζονται και επειγόντως. Η δημοκρατία δεν είναι μαθηματική εξίσωση που οι πολλοί νικάνε τους λίγους, είναι πολύ βαθύτερη η λειτουργία της και πολύ πιο σύνθετο το ήθος της.
     Τα ακραία παραδείγματα επιχείρησης αυτοπροσδιορισμού δεν είναι ικανά να εκτρέψουν την πραγματική κουβέντα. Δηλαδή αν εγώ θέλω να αυτοπροσδιορίζομαι ως ρακούν και όχι ως άνθρωπος ή ως ερυθρόδερμος της Αμερικής, είναι μία σεβαστή επιθυμία – δεν έχω κανένα θέμα να κάνω το χατίρι σε όποιον μου το ζητήσει – αλλά δεν είναι κάτι που βοηθάει ιδιαίτερα άλλους ανθρώπους να ακουστούν για τα σοβαρά θέματα αποκλεισμού που αντιμετωπίζουν, που έχουν να κάνουν με τη ζωή τους την ίδια και όχι με κάποια χαριτωμένη παραξενιά τους.
     Πολλοί Ρομά θέλουν να αυτοπροσδιορίζονται πρώτα ως Έλληνες, κάτι που είναι εντελώς αυτονόητο δικαίωμα. Όποιος θέλει να ακολουθείται αυτό από κάποιο άλλο συνθετικό που ορίζει φυλετική ή άλλη ταυτότητα είναι επίσης αυτονόητο, φαντάζομαι ακριβώς όπως και το Ελληνας-Εβραίος.
     Γνωρίζω πως αυτός ο αυτοπροσδιορισμός δεν επιλέγεται από όλους τους Ρομά που ζουν στην Ελλάδα. Ισχύει και για εκείνους το δικαίωμα των προηγούμενων. Το ζήτημα που ανακύπτει από τέτοιες συζητήσεις δεν είναι τόσο τι είναι οι «κρινόμενοι» αλλά ποιοι είμαστε οι κρίνοντες. Από πού ακριβώς έχουμε κληρονομήσει το δικαίωμα να μοιράζουμε πιστοποιητικά. Τα παντός είδους «πιστοποιητικά» στα ψιλά τους γράμματα θρέφουν τους διαχωρισμούς και την αμφισβήτηση. Αναπτύσσεται και μια αποπροσανατολιστική  επιχειρηματολογία περί μη τήρησης υποχρεώσεων από μεριάς συγκεκριμένων πληθυσμών, κάτι που νομιμοποιεί τον ακρωτηριασμό των δικαιωμάτων τους αλλά το πρόβλημα δεν είναι νομικό ή ποινικής φύσεως. Εδώ επανερχόμαστε στα απλά μαθήματα δημοκρατίας. Η δημοκρατία δεν είναι κατασταλτικός μηχανισμός. Φυσικά έχουν κανόνες και νόμους οι οργανωμένες κοινωνίες αλλά πριν από τη θεσμοθέτηση της τιμωρίας προηγείται η υποχρέωση της κατανόησης και η αναγνώριση χώρου και όχι βίαιης ενσωμάτωσης.
 
Οδυσσέας Ιωάννου, Το Βήμα, 3/4/2023
 
Κείμενο 2: Όταν οι προκαταλήψεις λειτουργούν ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία
 
     Κάποτε, καθώς μιλούσα με τον δάσκαλό μου, τον καθηγητή λαογραφίας Μ. Γ. Μερακλή, για τα όσα παρατηρούσα στην καθημερινότητα των Τσιγγάνων, με διέκοψε ξαφνιασμένος: «Μα πού είναι ο “Άλλος”; Ο διαφορετικός πού είναι; Οι Τσιγγάνοι είναι πιο Έλληνες από τους Έλληνες!». Ο Μερακλής, μετά από χρόνια μελέτης του λαϊκού πολιτισμού, διαπίστωνε ότι τα στοιχεία που εξέθετα χαρακτήριζαν τη ζωή σε παλαιότερες εποχές.
     Πράγματι. Τα δεδομένα της έρευνας ανακαλούσαν και στη δική μου μνήμη γνώσεις και εμπειρίες οι οποίες δεν είχαν σχέση με την τσιγγάνικη κοινωνία. Ήταν στοιχεία που έφερναν στον νου τις παραδοσιακές μας κοινωνίες, όπου υπήρχε συλλογικότητα και το άτομο οριζόταν περισσότερο ως μέλος της οικογένειας παρά ως αυτόνομη προσωπικότητα. Η ερώτηση «τίνος είσαι;» φανερώνει ότι για τη γνωριμία απαιτείται πρωτίστως ο προσδιορισμός της καταγωγής.
     Στην τσιγγάνικη οικογένεια γεννιούνται παιδιά και κορίτσια, όπως έλεγαν παλαιότερα οι μη-τσιγγάνοι, όταν η προίκα γραφόταν στο προικοσύμφωνο. Τα ομηρικά  δνα έπαιρναν τη μορφή της «εξαγοράς της νύφης» στην ύπαιθρο, καθώς οι γονείς μπορούσαν να ζητήσουν χρήματα για να δώσουν την κόρη τους, εφόσον με την εγκατάστασή της στο σπίτι του γαμπρού θα στερούνταν εργατικών χεριών. Αυτά ξεχάστηκαν όμως και εύκολα οι Τσιγγάνοι κατηγορούνται ότι με τον γάμο των παιδιών τους συνάπτουν και οικονομικές συμφωνίες.
     Τα έθιμα του γάμου είναι όμοια με εκείνα της ελληνικής επαρχίας και σ’ ό,τι αφορά τη μαντική, ο καθηγητής Γ. Α. Μέγας παραθέτει σαράντα περίπου είδη μαντικής τέχνης με τα οποία ασχολούνταν οι κάτοικοι της υπαίθρου.
     Βεβαίως διαφορές υπάρχουν, όπως υπάρχουν και ομοιότητες των Ελλήνων Τσιγγάνων με τους Τσιγγάνους άλλων χωρών. Οι Τσιγγάνοι ξεκίνησαν από τις βορειοδυτικές Ινδίες τον 8ο ή 9ο  αιώνα, και αυτό το ξέρουμε γιατί η γλώσσα τους (ρομανί) είναι συγγενής των ινδικών χιντί. Εξαπλώθηκαν σε όλη την Ευρώπη και μετά την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου έφτασαν και στην Αμερική. Στο Βυζάντιο έφτασαν τον 11ο αιώνα και τους δόθηκε η επονομασία Αθίγγανος, ανέγγιχτος (θιγγάνω=αγγίζω), γιατί η Εκκλησία τους συνέδεσε με μια αίρεση που θεωρούνταν μιαρή.
     Παντού δέχονταν ρατσιστικές εκδηλώσεις και οι Ναζί υπολογίζεται ότι εξόντωσαν γύρω στους 600.000 στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Η άγνωστη καταγωγή τους, η γλώσσα τους, το ντύσιμό τους, τα επαγγέλματα και οι συνεχείς μετακινήσεις τους ήταν ακατανόητα για τους μη-τσιγγάνους, που έβλεπαν με καχυποψία τους σκουρόχρωμους ανθρώπους που περνούσαν, έμεναν για λίγο και συνέχιζαν την πορεία τους…
     Στην Ελλάδα οι Τσιγγάνοι ζουν από τον 14ο αιώνα, αλλά δεν έχουν ενσωματωθεί στην ευρύτερη κοινωνία και εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως διαφορετικοί. Τα πολιτισμικά στοιχεία, που έμαθαν από την ευκαιριακή συμμετοχή τους ως μουσικοί και χαλκιάδες στη ζωή της ελληνικής υπαίθρου, δεν αναφέρονται συνήθως. Όμως εκείνοι τα κράτησαν καθώς μένουν σε συγκεκριμένες περιοχές, όπως γίνεται πάντα με τους ανθρώπους που νιώθουν «άλλοι» και αναζητούν τον δικό τους για να μείνουν κοντά του. Αυτό έχει ως συνέπεια την άσκηση έντονου κοινωνικού ελέγχου που δεν αφήνει εύκολα περιθώρια για αλλαγές η κοινωνία τους παραμένει «κοινωνία της ντροπής» και το «τι θα πει ο κόσμος;» οριοθετεί συμπεριφορές.
     Σήμερα οι Τσιγγάνοι ονομάζονται διεθνώς Ρομά. Εδώ τους λέμε Τσιγγάνους, Γύφτους, Ρομά… Όμως εκείνοι φωνάζουν απεγνωσμένα στις τηλεοράσεις κάθε φορά που κάτι συμβαίνει στις περιοχές τους και αισθάνονται έκθετοι μπροστά στην εξουσία της ευρύτερης κοινωνίας η οποία τους υποτιμά: «Είμαστε Έλληνες πολίτες, Έλληνες Τσιγγάνοι… Πάμε στον στρατό… Ψηφίζουμε…». Ας τους ακούσουμε…
 
Άννα Λυδάκη, Καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου., Το Βήμα, 4/4/2023
 
ΘΕΜΑ Α
Να αποδώσετε συνοπτικά σε 50-60 λέξεις το περιεχόμενο της πρώτης παραγράφου του Κειμένου 1 (Τα ζητήματα αυτοπροσδιορισμού… το ήθος της).
 
Η συζήτηση για τον αυτοπροσδιορισμό είναι θετική, αν και ορισμένα θέματα είναι πολύ προσωπικά για να αφορούν τον κοινωνικό διάλογο. Η δεκτικότητα των ατόμων, ωστόσο, στη διαφορετικότητα εξαρτάται από τις αντιλήψεις τους, αλλά και από την ιδεολογική δυσκαμψία τους. Προκύπτουν, έτσι, απορριπτικές τάσεις απέναντι στη διαφορετικότητα, απόπειρα επιβολής της «κανονικότητας» και ενίσχυση του ρατσισμού. Χρειάζεται, άρα, ορθότερη κατανόηση της δημοκρατίας.
[Λέξεις: 6ο] 
 
ΘΕΜΑ Β
Β1. Να εξηγήσετε σε 60-70 λέξεις την ακόλουθη διαπίστωση του Οδυσσέα Ιωάννου (Κείμενο 1): «Η δημοκρατία δεν είναι μαθηματική εξίσωση που οι πολλοί νικάνε τους λίγους, είναι πολύ βαθύτερη η λειτουργία της και πολύ πιο σύνθετο το ήθος της».
 
Η δημοκρατία δεν αποτελεί απλώς ένα πολίτευμα μέσω του οποίου αναδεικνύεται η βούληση της πλειοψηφίας, αλλά ένας ουσιαστικός τρόπος ζωής προσηλωμένος στη βαθιά πνευματική και ψυχική καλλιέργεια, ώστε οι πολίτες να αποκτούν πραγματικό σεβασμό ο ένας για τον άλλον. Η θέληση των πολλών υπερισχύει όχι για να εξυπηρετήσει συμφέροντα ή για να ευνοήσει κοινωνικές ομάδες, αλλά για να διαμορφώσει μια κοινωνία αποδοχής, αλληλεγγύης και προάσπισης των πλέον ευάλωτων.
 
Β2.α. Σε τι αποσκοπεί η αξιοποίηση του αιτίου-αποτελέσματος στην οργάνωση της έβδομης παραγράφου του Κειμένου 2 («Στην Ελλάδα οι Τσιγγάνοι ζουν από τον 14ο αιώνα,… οριοθετεί συμπεριφορές.»);
 
Στο πλαίσιο της έβδομης παραγράφου η γράφουσα αξιοποιεί το αίτιο – αποτέλεσμα, προκειμένου να καταγράψει τη στενή διασύνδεση του τρόπου ζωής των Ρομά με τον ελληνικό πολιτισμό. Ειδικότερα, ως αίτιο παρατίθεται το γεγονός πως κατά τη διάρκεια της μακραίωνης παρουσίας τους στον ελληνικό χώρο «έμαθαν» ελληνικά «πολιτισμικά στοιχεία», και ως αποτέλεσμα την «άσκηση έντονου κοινωνικού ελέγχου που δεν αφήνει εύκολα περιθώρια για αλλαγές», μια κατάσταση, δηλαδή, που προκύπτει από την υιοθέτηση του ελληνικού τρόπου σκέψης να δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο «τι θα πει ο κόσμος;».
Η γράφουσα αξιοποιεί το αίτιο – αποτέλεσμα για να παρουσιάσει εναργώς την αντινομία που διαπιστώνει στον αρχικό ισχυρισμό της έβδομης παραγράφου «Στην Ελλάδα οι Τσιγγάνοι ζουν από τον 14ο αιώνα, αλλά δεν έχουν ενσωματωθεί στην ευρύτερη κοινωνία και εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως διαφορετικοί».
 
β. Να καταγράψετε πώς επιτυγχάνεται η συνοχή ανάμεσα στην 4η και την 3η παράγραφο του Κειμένου 2 και πώς ανάμεσα στην 5η και την 4η παράγραφο του ίδιου κειμένου.
 
Η συνοχή ανάμεσα στην τέταρτη και την τρίτη παράγραφο με την επανάληψη της λέξης γάμος («γάμο», «γάμου»), τονίζοντας, έτσι, τη νοηματική σύνδεση μεταξύ των δύο παραγράφων. Η συνοχή ανάμεσα στην πέμπτη και την τέταρτη παράγραφο επιτυγχάνεται με τη χρήση της διαρθρωτικής λέξης «βεβαίως» με την οποία τονίζεται εμφατικά το γεγονός πως υπάρχουν «διαφορές» μεταξύ των εθίμων των Ρομά και των Ελλήνων. Η λέξη «διαφορές» της πέμπτης παραγράφου, μάλιστα, δημιουργεί αντίθεση με το επίθετο «όμοια» της τέταρτης παραγράφου παρέχοντας ένα πρόσθετο μέσο συνοχής μεταξύ των δύο παραγράφων.  
 
γ. Να συγκρίνετε τις απόψεις των δύο συγγραφέων με βάση τα ακόλουθα χωρία «Αναπτύσσεται και μια αποπροσανατολιστική  επιχειρηματολογία περί μη τήρησης υποχρεώσεων από μεριάς συγκεκριμένων πληθυσμών, κάτι που νομιμοποιεί τον ακρωτηριασμό των δικαιωμάτων τους» (Κείμενο 1) και «Όμως εκείνοι φωνάζουν απεγνωσμένα στις τηλεοράσεις κάθε φορά που κάτι συμβαίνει στις περιοχές τους και αισθάνονται έκθετοι μπροστά στην εξουσία της ευρύτερης κοινωνίας η οποία τους υποτιμά: «Είμαστε Έλληνες πολίτες, Έλληνες Τσιγγάνοι… Πάμε στον στρατό… Ψηφίζουμε…». Ας τους ακούσουμε…» (Κείμενο 2) ως προς τα δικαιώματα των Ελλήνων Ρομά.
 
Οι δύο συγγραφείς συμφωνούν στην προάσπιση των δικαιωμάτων των Ρομά. Ο μεν πρώτος επισημαίνει πόσο επιζήμια είναι η επιχειρηματολογία πως μια κοινωνία έχει τη δυνατότητα να περιορίζει τα δικαιώματα μιας ομάδας, αν η ομάδα αυτή δεν εκπληρώνει πλήρως τις υποχρεώσεις της. Ενώ, η δεύτερη στηρίζει την άποψη του πρώτου τονίζοντας πως είναι αδικαιολόγητη η υποτίμηση των Ρομά και η ελλιπής μέριμνα για αυτούς, από τη στιγμή που εκείνοι αφενός προσδιορίζονται ως Έλληνες πολίτες, κι αφετέρου εκπληρώνουν, στον βαθμό που τους είναι εφικτό, τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην κοινωνία τόσο με το να υπηρετούν στον ελληνικό στρατό όσο και με τη συμμετοχή τους στις εκλογικές διαδικασίες.
 
δ. Να εξηγήσετε σε τι αποσκοπεί η αξιοποίηση του α΄ ενικού προσώπου στη δεύτερη παράγραφο του Κειμένου 1.
 
Στο πλαίσιο της δεύτερης παραγράφου ο συγγραφέας αξιοποιεί το α΄ ενικό πρόσωπο, προκειμένου να απομονώσει και να παρουσιάσει ως αποπροσανατολιστικές τις μεμονωμένες ακραίες περιπτώσεις αυτοπροσδιορισμού. Όπως, επισημαίνει, αν ένα άτομο («εγώ») θέλει να αυτοπροσδιορίζεται ως «ρακούν», ο γράφων σε προσωπικό επίπεδο είναι πρόθυμος να αποδεχτεί την επιθυμία του ενός («δεν έχω κανένα θέμα να κάνω το χατίρι»), χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν αντιλαμβάνεται πόσο υπονομευτικά λειτουργούν οι ακρότητες εις βάρος των πιο ουσιαστικών ζητημάτων αυτοπροσδιορισμού.
 
ε. Πώς, κατά τη γνώμη σας, συνδέεται ο τίτλος του Κειμένου 2 με το περιεχόμενό του; Να τεκμηριώσετε την άποψή σας με συγκεκριμένες παραπομπές στο κείμενο.
 
Ο τίτλος του δεύτερου κειμένου «Όταν οι προκαταλήψεις λειτουργούν ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία» δεν υποδηλώνει κατά τρόπο άμεσο το περιεχόμενό του, αλλά λειτουργεί έμμεσα ως προειδοποίηση πως όσο οι Έλληνες πολίτες διατηρούν τις προκαταλήψεις τους εις βάρος των Ελληνών - Ρομά τόσο εκείνοι δεν θα ενσωματώνονται στην ελληνική κοινωνία. Οι ενστάσεις του καθηγητή Μ. Γ. Μερακλή που αποδίδονται σε ευθύ λόγο «Μα πού είναι ο “Άλλος”; Ο διαφορετικός πού είναι;» αναδεικνύουν την τάση των Ελλήνων να αντικρίζουν τους Ρομά ως διαφορετικούς, παρόλο που, όπως πολλαπλώς τονίζεται στο κείμενο, εκείνοι έχουν υιοθετήσει και τηρούν αμιγώς ελληνικά έθιμα («Στην τσιγγάνικη οικογένεια γεννιούνται παιδιά και κορίτσια, όπως έλεγαν παλαιότερα οι μη-τσιγγάνοι», «Τα ομηρικά δνα έπαιρναν τη μορφή της «εξαγοράς της νύφης» στην ύπαιθρο», «Τα έθιμα του γάμου είναι όμοια με εκείνα της ελληνικής επαρχίας»). Έτσι, εφόσον οι Έλληνες διατηρούν τις προκαταλήψεις τους η μη ενσωμάτωση των Ρομά συνεχίζει να συνιστά μια πραγματικότητα, παρά τη μακραίωνη παρουσία τους στην Ελλάδα («Στην Ελλάδα οι Τσιγγάνοι ζουν από τον 14ο αιώνα, αλλά δεν έχουν ενσωματωθεί στην ευρύτερη κοινωνία και εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως διαφορετικοί»).
 
Β3. Να εντοπίσετε στην πρώτη παράγραφο του Κειμένου 1 τρεις διαφορετικές γλωσσικές επιλογές με τις οποίες ο αρθρογράφος επιχειρεί να ευαισθητοποιήσει τους αναγνώστες σχετικά με τον οφειλόμενο σεβασμό απέναντι στην έννοια του αυτοπροσδιορισμού, και να εξηγήσετε τη λειτουργία κάθε μίας από αυτές.
 
Ο συγγραφέας αξιοποιεί εκφράσεις καθημερινού λόγου, όπως για παράδειγμα «δεν πέφτει κανένας λόγος σε κανέναν», προκειμένου να αποδώσει με δραστικό τρόπο το αυτονόητο γεγονός ότι ο αυτοπροσδιορισμός του ατόμου σε ορισμένα θέματα, όπως η σεξουαλική του ταυτότητα, δεν αφορά κανέναν άλλον πέρα από τον ίδιο. Παραλλήλως, αξιοποιεί τη χρήση μεταφορικού λόγου (π.χ. «πολύ προσωπική ματαίωση μυρίζει ο ρατσισμός»), για να φανερώσει πως η αρνητική στάση απέναντι στη διαφορετικότητα πηγάζει συχνά από διαψεύσεις στην προσωπική ζωή εκείνων που υιοθετούν ρατσιστικές και απορριπτικές στάσεις απέναντι στους άλλους. Αξιοποιεί, επίσης, σχήμα άρσης θέσης («Η δημοκρατία δεν είναι μαθηματική εξίσωση… είναι πολύ βαθύτερη η λειτουργία της…»), προκειμένου να επισημάνει πως σε μια κοινωνία που θέλει να ονομάζεται δημοκρατική χρειάζεται να επικρατούν ηθικές ποιότητες, όπως είναι αυτές του σεβασμού απέναντι στην ετερότητα και αλληλεγγύης απέναντι στον «άλλον», χωρίς προϋποθέσεις και όρους.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...