Ιστορία
Προσανατολισμού: Η δημιουργία τραπεζικού συστήματος [Πηγή] 3ο ΘΕΜΑ Συνδυάζοντας τις
ιστορικές σας γνώσεις με τις απαραίτητες πληροφορίες από τα κείμενα που σας δίνονται: α. να περιγράψετε την εικόνα που παρουσίαζε το πιστωτικό σύστημα της Ελλάδας
κατά τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας της και μέχρι το 1841 (μονάδες 12) β. να παρουσιάσετε τις δραστηριότητες της Εθνικής Τράπεζας κατά το πρώτο διάστημα
της ίδρυσής της και να αναδείξετε τις αλλαγές που έφερε η λειτουργία της στηνοικονομία της χώρας. (μονάδες 13) ΚΕΙΜΕΝΟ Α Οι
τοκογλύφοι που αποτελούσαν ένα ακόμα συστατικό στρώμα της ελληνικής αστικής
τάξης, στο α΄ μισό του 19ουαιώνα, υφαρπάζοντας το μερίδιό τους από το πλεόνασμα της
αγροτικής παραγωγής και ωθώντας σε εμπορικοποίηση, συχνά δεν ήταν άλλοι από
τους τοπικούς άρχοντες, τους εμπόρους, ακόμα και τους πλούσιους χωρικούς. Οι
φόροι, τα εμπορικά κυκλώματα και η τοκογλυφία αποτελούν έτσι τις κύριες μορφές
που συμπορεύονται με την αυξανόμενη ενσωμάτωση των ανεξάρτητων μικροκαλλιεργητών
στο εκχρηματισμένο εμπορικό σύστημα. Τσουκαλάς,
Κ., Εξάρτηση και Αναπαραγωγή – Ο
κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830 – 1922), σ.
93 ΚΕΙΜΕΝΟ Β Τα ιδρυτικά νομοθετήματα παρεχώρησαν στην τράπεζα το
λεγόμενο εκδοτικό προνόμιο. Ήταν το αποκλειστικό δικαίωμα να κυκλοφορεί
τραπεζογραμμάτια, υπό τον όρο ένα σοβαρό ποσοστό τους να καλύπτεται από τα
αποθέματά της, αφενός, σε χρυσό και άργυρο, ατόφιο ή νομισματικό, και,
αφετέρου, σε διεθνή «βαριά» συναλλάγματα, όπως ήταν εκείνη την εποχή
το γαλλικό φράγκο και η στερλίνα. Σε γενικές γραμμές, αυτός ήταν ο τρόπος με
τον οποίο η δραχμή θα συνδεόταν στο εξής με το διεθνές νομισματικό σύστημα […].
Οι εγχώριοι κεφαλαιούχοι αντιλαμβάνονταν ότι ο συμβιβασμός με την Εθνική θα
ήταν, αργά ή γρήγορα, η μόνη λύση. Οι ιδιώτες κεφαλαιούχοι, έμποροι, τοκιστές
και κτηματίες, παρείχαν στην τράπεζα τις απαιτούμενες εγγυήσεις, δανείζονταν
εκείνοι τα τραπεζικά κεφάλαια προς 8 έως 10% και τα επαναδάνειζαν στους αγρότες
προς 12 έως 48% […]. Πράγματι, η πολιτική αυτή προήγαγε, ουσιαστικά, την
μετεξέλιξη του πιστοδοτικού συστήματος, το άνοιγμα του τραπεζικού συστήματος σε
ανταγωνισμούς και, μακροχρονίως, τον γενικότερο εκσυγχρονισμό της οικονομίας. Δερτιλής, Γ. Β., Ιστορία του ελληνικού
κράτους 1830-1920, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης,2014, σ. 239-240
και σ. 250. Ενδεικτική απάντηση α. Το πιστωτικό σύστημα της χώρας βρισκόταν πραγματικά,
κατά τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας, σε πρωτόγονη κατάσταση. Ήταν συνδεμένο
με το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων και ιδιαίτερα με τις εξαγωγές της
σταφίδας. Οι έμποροι λειτουργούσαν και ως πιστωτές, με τοκογλυφικές διαθέσεις
και όρους. Όπως διευκρινίζει ο Κ.
Τσουκαλάς (Κείμενο Α), οι τοκογλύφοι, μέρος κι αυτοί της αστικής τάξης του
ελληνικού χώρου, κατά τα πρώτα πενήντα χρόνια του 19ου αιώνα,
βάσιζαν τα κέρδη τους στην οικειοποίηση του πλεονάσματος της αγροτικής
παραγωγής, την οποία ωθούσαν σε επιλογές προϊόντων εμπορικά αξιοποιήσιμων.
Επρόκειτο, για ευκατάστατους χωρικούς, για τοπικούς άρχοντες, αλλά και
εμπόρους. Ο δανεισμός τους κατευθυνόταν, ως επί το πλείστον, προς τους
παραγωγούς και δημιουργούσε προϋποθέσεις εκμετάλλευσης, καθώς ουσιαστικά
επρόκειτο για έναν τρόπο προαγοράς της επικείμενης παραγωγής, με δυσμενείς για
τον παραγωγό όρους. Σύμφωνα, μάλιστα, με
τον Κ. Τσουκαλά (Κείμενο Α), ο συνδυασμός των κρατικών φόρων, της
τοκογλυφίας, όπως και των εμπορικών κυκλωμάτων που πίεζαν τους παραγωγούς
αγροτικών προϊόντων, είχαν ως αποτέλεσμα ακόμη και οι άλλοτε ανεξάρτητοι
μικροπαραγωγοί να ενταχθούν στο ελεγχόμενο από τους εμπόρους σύστημα που
βασιζόταν και αποσκοπούσε στο χρηματικό κέρδος μέσω της εμπορευματοποίησης της
παραγωγής. Την ίδια στιγμή άλλοι κλάδοι της παραγωγής στερούνταν των
απαραίτητων για την ανάπτυξή τους πιστώσεων, και έτσι περιορίζονταν οι
επιχειρηματικές πρωτοβουλίες. Η κατάσταση αυτή ήταν αντίθετη με τις προθέσεις
και τις πολιτικές του κράτους και αποθάρρυνε τα ελληνικά κεφάλαια του
εξωτερικού. Οι προσπάθειες για την άρση όλων αυτών των εμποδίων υπήρξαν έντονες
και προέρχονταν από πολλές πλευρές. Δεν απέβλεπαν τόσο στην εξάλειψη της
τοκογλυφίας, όσο στην παράλληλη δημιουργία ενός πιο σύγχρονου πιστωτικού
συστήματος, ικανού να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα ειδικών κοινωνικών ομάδων. β. Η δραστηριότητα της Εθνικής Τράπεζας στα πρώτα στάδια
ήταν μάλλον χωρίς σαφή προσανατολισμό, καθώς οι συνθήκες που επικρατούσαν στην
ελληνική οικονομία δεν ήταν δυνατόν να αλλάξουν με ταχείς ρυθμούς. Το μεγάλο
της πλεονέκτημα και ταυτόχρονα η κύρια πηγή εσόδων της ήταν το εκδοτικό
δικαίωμα, η δυνατότητα της να εκδίδει τραπεζογραμμάτια, χαρτονομίσματα δηλαδή,
για λογαριασμό του ελληνικού κράτους. Το τελευταίο μάλιστα ενίσχυε ή και
επέβαλλε την κυκλοφορία τους. Σύμφωνα,
πάντως, με τον Γ. Δερτιλή (Κείμενο Β), το εκδοτικό αυτό δικαίωμα, όπως
προβλεπόταν από τα ιδρυτικά νομοθετήματα της Εθνικής Τράπεζας, εξαρτιόταν από
έναν βασικό όρο, την κάλυψη από μέρους της τράπεζας σημαντικού μέρους των
εκδιδόμενων τραπεζογραμματίων με την ύπαρξη αποθέματος είτε πολύτιμων μετάλλων,
όπως ήταν ο χρυσός ή το ασήμι, ανεξάρτητα από τα αν αυτά θα ήταν ατόφια ή σε
μορφή νομισμάτων, είτε διεθνούς συναλλάγματος υψηλού κύρους, όπως ήταν την
εποχή εκείνη το γαλλικό φράγκο ή η βρετανική στερλίνα. Επιτεύχθηκε κατ’ αυτό
τον τρόπο η σταδιακή σύνδεση της ελληνικής δραχμής με το διεθνές νομισματικό
σύστημα. Προοδευτικά
οι εργασίες της Τράπεζας εξαπλώθηκαν από την Αθήνα στις κύριες επαρχιακές
πόλεις (Ερμούπολη 1845, Πάτρα 1846 κ.λπ.), γεγονός που βοήθησε στην
αντιμετώπιση των αρνητικών επιρροών που ασκούσε το τοκογλυφικό σύστημα. Προτού,
βέβαια, το τραπεζικό σύστημα εμπλακεί σε ανταγωνιστικές ενέργειες, όπως επισημαίνει ο Γ. Δερτιλής, οι
ντόπιοι κεφαλαιούχοι είχαν αντιληφθεί πως όφειλαν να συμβιβαστούν με την ύπαρξη
της τράπεζας και να την εκμεταλλευτούν προς όφελός τους. Έτσι, οι εύποροι της
εποχής, που δρούσαν ως τοκογλύφοι, όπως ήταν έμποροι και κτηματίες, καθώς είχαν
τα κατάλληλα εχέγγυα για να δανειστούν μεγάλα ποσά από την τράπεζα, με χαμηλό
τόκο ύψους από 8 έως 10 τοις εκατό, δάνειζαν ακολούθως τα χρήματα αυτά στους
αγρότες με υψηλότερο τόκο από 12 έως 48 τοις εκατό. Με την τακτική τους αυτή
προκάλεσαν εξελίξεις στο πιστωτικό σύστημα, εφόσον αφενός οδήγησαν τις τράπεζες
σε ανταγωνιστικές επιλογές που θα προφύλασσαν τα κέρδη τους και αφετέρου, σε
βάθος χρόνου, εκσυγχρόνισαν εν γένει την ελληνική οικονομία. Η Τράπεζα κέρδισε
την εμπιστοσύνη της ελληνικής κοινωνίας, πράγμα που είχε ως συνέπεια τις
διαδοχικές διευρύνσεις του μετοχικού της κεφαλαίου. Παρά την εξάπλωση του
τραπεζικού συστήματος και την εμφάνιση νέων τραπεζικών ιδρυμάτων, η Εθνική
Τράπεζα παρέμεινε για πολλές δεκαετίες το κυρίαρχο τραπεζικό συγκρότημα του
ελληνικού χώρου. «Το θέμα προέρχεται
και αντλήθηκε από την πλατφόρμα της Τράπεζας Θεμάτων Διαβαθμισμένης Δυσκολίας
που αναπτύχθηκε (MIS5070818-Tράπεζα θεμάτων Διαβαθμισμένης Δυσκολίας για τη
Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Γενικό Λύκειο-ΕΠΑΛ) και είναι διαδικτυακά στο
δικτυακό τόπο του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π.) στη διεύθυνση (http://iep.edu.gr/el/trapeza-thematon-arxiki-selida)».
Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Τα οφέλη της ανάδοχης φροντίδας [Ασκήσεις
γλωσσικών επιλογών] Κείμενο Διερεύνηση της ποιότητας της ιδρυματικής και της ανάδοχης
φροντίδας των παιδιών στην Ελλάδα, σήμερα: Η οπτική των κοινωνικών λειτουργών Εισαγωγικό
σημείωμα Οι κοινωνικοί λειτουργοί που εργάζονται στις αναδοχές,
αξιολόγησαν θετικά το εναλλακτικό μέτρο συγκρινόμενο με την ιδρυματική φροντίδα,
επισημαίνοντας ότι καλύπτει τις συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών. Το γεγονός ότι Ευρωπαϊκοί οργανισμοί και
όργανα στα οποία μετέχει και η Ελλάδα έθεσαν ως προτεραιότητά τους την αποϊδρυματοποίηση,
καλώντας τα κράτη μέλη να προστατεύουν τα παιδιά στην κοινότητα αντί στο ίδρυμα,
καθώς και η έκδοση των Κοινών Κατευθυντήριων Γραμμών από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή
για την μετάβαση από την ιδρυματική φροντίδα στη φροντίδα σε επίπεδο τοπικής
κοινότητας, οδήγησαν την χώρα μας σε μια σταδιακή αλλαγή με τελικό προορισμό
την αποϊδρυματοποίηση. Η ανάδοχη φροντίδα διαθέτει πλεονεκτήματα
έναντι της ιδρυματικής, καθώς προσφέρει εξατομικευμένη κάλυψη των αναγκών,
καλύπτοντας το κενό της σύναψης συναισθηματικού δεσμού με ένα σταθερό πρόσωπο
αναφοράς, απαλλάσσει το παιδί από τον κίνδυνο του στιγματισμού που επιφέρει η
ιδρυματική συνθήκη, η απομάκρυνσή του από τους γονείς του είναι σχετικά πιο
ήπια, ενώ οι γονείς συμπεριλαμβάνονται καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Η
εμπειρία της οικογενειακής ζωής, το αίσθημα της ασφάλειας, η αποκλειστική φροντίδα
και η σύναψη νέων επωφελών σχέσεων, λειτουργούν επανορθωτικά στα πρότερα
τραύματά του, το ενισχύουν, ώστε να αναπτύξει δεξιότητές και να ξαναβρεί την παιδικότητά
του. Ο τελικός στόχος της αναδοχής είναι η επιστροφή του παιδιού στην
οικογένειά του, επομένως πρόκειται για φροντιστική κίνηση προσωρινού χαρακτήρα,
καθώς οι έννομες σχέσεις με τους γονείς του δεν μεταβάλλονται, γεγονός που την
διακρίνει από την τεκνοθεσία και οι ανάδοχοι εκπροσωπούν τους γονείς, όχι το
παιδί. Στο πλαίσιο του προγράμματος BucharestEarlyInterventionProject (BEIP), που είναι μια
μελέτη για την ανάδοχη παρέμβαση σε ιδρυματοποιημένα παιδιά που ξεκίνησε στη
Ρουμανία το 2000, πραγματοποιήθηκαν έρευνες που εξετάζουν μεταξύ άλλων την πρόοδο
των παιδιών σχετικά με την συναισθηματική πρόσδεση και έκφραση. Βρέθηκε ότι
παιδιά που τοποθετήθηκαν σε αναδοχή από ίδρυμα, ανέπτυξαν ασφαλή τύπο πρόσδεσης
και υψηλότερο αίσθημα ασφάλειας, επομένως συμπεραίνεται ότι είναι δυνατή η
ανάκαμψη όσον αφορά στην πρόσδεση. Επίσης, η πρώιμη τοποθέτηση σε αναδοχή, συνδέεται
με λιγότερες δυσκολίες στην κοινωνική επικοινωνία στην εφηβεία, με την βίωση
θετικών συναισθημάτων όπως η χαρά και με χαμηλότερα επίπεδα υπερκινητικότητας
και ελλειμματικής προσοχής. Επιπρόσθετα, σε ιδρυματοποιημένα παιδιά
διαπιστώθηκαν εντονότερα προβλήματα συμπεριφοράς από παιδιά που μεγάλωναν σε
ανάδοχες οικογένειες, όπως απόσυρση, παραπτωματική συμπεριφορά και
επιθετικότητα. Αντιθέτως στα αναδεχόμενα παιδιά έχει διαπιστωθεί υψηλότερη
σχολική επίδοση και επίδοση σε νοητικές κλίμακες, μεγαλύτερη πρόοδος στην
οπτική-χωρική μνήμη και στην ικανότητα απόκτησης νέας γνώσης. Ο πρόσφατος Νόμος 4538/2018, που ρυθμίζει
την εφαρμογή του θεσμού στην Ελλάδα, φιλοδοξεί να τον επαναφέρει στο προσκήνιο,
επανασυστήνοντας τον στην κοινωνία και διαχωρίζοντάς τον στην συλλογική
συνείδηση από την τεκνοθεσία. Αποτελεί μια προσπάθεια αναδιαμόρφωσης της
διαδικασίας διεκπεραίωσης ενός αιτήματος αναδοχής, από την αρχική αίτηση έως την
άρση της, εισάγει κοινωνικές και οργανωτικές καινοτομίες και αξιοποιεί σε
μεγάλο βαθμό την τεχνολογία. Μανδρανή
Ελευθερία, Κοινωνική Λειτουργός Ασκήσεις 1. Να προσδιορίσετε την έγκλιση που κυριαρχεί στο πλαίσιο
της τρίτης παραγράφου («Στο πλαίσιο του προγράμματος… ελλειμματικής προσοχής»)
και να εξηγήσετε πως η έγκλιση αυτή συνδέεται με την πρόθεση της γράφουσας. Στο
πλαίσιο της συγκεκριμένης παραγράφου κυρίαρχη έγκλιση είναι η οριστική, προκειμένου
να δηλωθεί μέσω αυτής πως τα πορίσματα της μελέτης είναι βέβαια και έγκυρα.
Πρόθεση, άλλωστε, της γράφουσας είναι να διαφανούν τα οφέλη της ανάδοχης
φροντίδας, τα οποία είναι αξιόλογα ακόμη και όταν τα παιδιά που τοποθετούνται
σε ανάδοχη οικογένεια έχουν διανύσει κάποιο διάστημα σε ίδρυμα. Υπ’ αυτή την
έννοια, η δυνατότητα των παιδιών να δημιουργούν συναισθηματική πρόσδεση με την
ανάδοχη οικογένεια και να αποκτούν αίσθημα ασφάλειας παρουσιάζεται ως κάτι το
εφικτό και αποδεδειγμένο, όχι ως κάτι το απλώς προσδοκώμενο, όπως θα συνέβαινε
με τη χρήση υποτακτικής έγκλισης. Αντιστοίχως, η βίωση θετικών συναισθημάτων
και η ομαλότερη κοινωνικοποίηση συνιστούν δεδομένα οφέλη της ανάδοχης
φροντίδας. 2. Να προσδιορίσετε το ρηματικό πρόσωπο που κυριαρχεί στο
πλαίσιο της τέταρτης παραγράφου («Επιπρόσθετα, σε ιδρυματοποιημένα παιδιά… απόκτησης
νέας γνώσης») και να εξηγήσετε πώς το ρηματικό αυτό πρόσωπο συνδέεται με την
πρόθεση της γράφουσας. Στο
πλαίσιο της τέταρτης παραγράφου κυριαρχεί το γ΄ ρηματικό πρόσωπο -πληθυντικού
και ενικού αριθμού-, καθώς μέσω αυτού προσδίδεται η αναγκαία για μια
επιστημονική δημοσίευση αποστασιοποίηση και αντικειμενικότητα. Η γράφουσα
επιδιώκει να τονίσει την υπεροχή της ανάδοχης φροντίδας έναντι της ένταξης σε
ίδρυμα κατά τρόπο που να αποδίδονται τα οφέλη της μίας και τα μειονεκτήματα της
άλλης επιλογής ως αμιγώς αντικειμενικές διαπιστώσεις, χωρίς υποκειμενική χροιά
στα γραφόμενά της. Η ικανότητα, για παράδειγμα, των παιδιών να αποκτούν νέες
γνώσεις και να έχουν υψηλότερες σχολικές επιδόσεις χάρη στη μέριμνα των
ανάδοχων οικογενειών καταγράφεται ως συμπέρασμα επιστημονικής μελέτης και όχι
ως -δυνητικά αμφισβητούμενη- προσωπική άποψη. 3. Η γράφουσα διατυπώνει τις απόψεις της στο πλαίσιο της
δεύτερης παραγράφου («Η ανάδοχη φροντίδα διαθέτει… τους γονείς, όχι το παιδί»)
με βεβαιότητα. Να εντοπίσετε τρεις (3) διαφορετικές γλωσσικές επιλογές που υπηρετούν
τη μετάδοση της βεβαιότητας και να εξηγήσετε πως το επιτυγχάνει καθεμία από
αυτές. Η
βεβαιότητα της γράφουσας σχετικά με την υπεροχή της ανάδοχης φροντίδας έναντι της
ιδρυματικής γίνεται αντιληπτή, μεταξύ άλλων, με την αξιοποίηση της οριστικής έγκλισης, μέσω της οποίας τα
παρουσιαζόμενα οφέλη εμφανίζονται ως βέβαια και δεδομένα ( π.χ. «προσφέρει
εξατομικευμένη κάλυψη των αναγκών»). Παραλλήλως, με την αξιοποίηση ασύνδετου σχήματος («Η εμπειρία της
οικογενειακής ζωής, το αίσθημα της ασφάλειας, η αποκλειστική φροντίδα…»),
αποδίδονται με νοηματική πυκνότητα τα στοιχεία εκείνα που το παιδί μπορεί να
βιώσει μόνο στο πλαίσιο μιας οικογένειας, όπως είναι η αποκλειστική φροντίδα,
τα οποία ελλείπουν σαφώς από το πλαίσιο ενός ιδρύματος. Επιτυγχάνει, έτσι, να
μεταδώσει στον αναγνώστη εμφατικά την ξεκάθαρη υπεροχή της ανάδοχης φροντίδας.
Η αξιοποίηση, συνάμα, γ΄ ρηματικού
προσώπου («το ενισχύουν, ώστε να αναπτύξει δεξιότητές και να ξαναβρεί την
παιδικότητά του») προσδίδει αντικειμενικότητα στην αξιολόγηση της ανάδοχης
φροντίδας, ώστε το μεταδιδόμενο μήνυμα να εκλαμβάνεται ως κάτι το βέβαιο και
δεδομένο. 4. Ποια οπτική υιοθετεί η γράφουσα απέναντι στην ανάδοχη φροντίδα
στο πλαίσιο της δεύτερης παραγράφου («Η ανάδοχη φροντίδα διαθέτει… τους γονείς,
όχι το παιδί») και πώς γίνεται αυτή αντιληπτή σε γλωσσικό επίπεδο; Να
καταγράψετε τρία παραδείγματα γλωσσικών επιλογών που φανερώνουν την οπτική της. Η
γράφουσα υιοθετεί θετική στάση απέναντι στην ανάδοχη φροντίδα, όπως αυτό
διαφαίνεται από τις γλωσσικές επιλογές που αξιοποιεί για να καταγράψει τα οφέλη
της. Με την αξιοποίηση επιθέτων και
επιρρήματος θετικού περιεχομένου ( π.χ. «ένα σταθερό πρόσωπο
αναφοράς - σύναψη νέων επωφελών σχέσεων», «λειτουργούν επανορθωτικά
στα πρότερα τραύματά του») καθιστά εμφανή τα ποικίλα οφέλη ενός σταθερού και
υποστηρικτικού οικογενειακού περιβάλλοντος για την ψυχική υγεία του παιδιού.
Αντιστοίχως, με την αξιοποίηση
αιτιολογικών και συμπερασματικών δευτερευουσών προτάσεων (π.χ. «καθώς
προσφέρει εξατομικευμένη κάλυψη των αναγκών», «ώστε να αναπτύξει δεξιότητές και
να ξαναβρεί την παιδικότητά του») υποδηλώνει την πρόθεσή της να αιτιολογήσει και
να τεκμηριώσει τα οφέλη της ανάδοχης φροντίδας. Οφέλη, μάλιστα, τα οποία δεν
είναι απλώς εικαζόμενα, αλλά θεωρούνται βέβαια. Επιπροσθέτως, η γράφουσα
φροντίζει να παρουσιάσει τα οφέλη της ανάδοχης φροντίδας αξιοποιώντας μετοχικά σύνολα, όπως και κύριες προτάσεις, στο
πλαίσιο των οποίων διαφαίνονται οι αρνητικές επιπτώσεις από τις οποίες
διασφαλίζεται το παιδί (π.χ. «καλύπτοντας το κενό της σύναψης συναισθηματικού
δεσμού», «απαλλάσσει το παιδί από τον κίνδυνο του στιγματισμού»).
Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Βιώσιμη ανάπτυξη [Παράδειγμα παραγωγής
λόγου] Κείμενο 1 Οι τρεις πυλώνες της βιώσιμης ανάπτυξης: Περιβάλλον,
Κοινωνία, Οικονομία Η βιώσιμη ανάπτυξη είναι μια πολύπλευρη
και συνεχώς εξελισσόμενη έννοια που αναφέρεται στην περίπλοκη αλληλεπίδραση
μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης, της περιβαλλοντικής διαχείρισης και της
κοινωνικής ευημερίας. Ο πιο ευρέως αποδεκτός ορισμός, ο οποίος καθιερώθηκε το
1987, ορίζει τη βιώσιμη ανάπτυξη ως: «Ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες του
παρόντος χωρίς να υπονομεύει την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να καλύψουν
τις δικές τους ανάγκες». Αυτός ο ορισμός υπογραμμίζει δύο κεντρικές
ιδέες: αυτή των «βασικών αναγκών» και αυτή των «περιβαλλοντικών περιορισμών».
Πρώτα απ’ όλα, δίνει έμφαση στις βασικές ανάγκες των ανθρώπων παγκοσμίως,
εστιάζοντας στην εξάλειψη της φτώχειας και διασφαλίζοντας ότι όλοι έχουν
πρόσβαση σε βασικά αγαθά όπως τροφή, νερό, στέγη, υγειονομική περίθαλψη και
εκπαίδευση. Επιπλέον, αναγνωρίζει τους περιορισμούς που επιβάλλει η τεχνολογία
και η κοινωνική οργάνωση στην ικανότητα του περιβάλλοντος να ανταποκρίνεται
τόσο στις παρούσες όσο και στις μελλοντικές ανάγκες, τονίζοντας την ανάγκη
διατήρησης της ακεραιότητας των φυσικών οικοσυστημάτων κατά την επιδίωξη
οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Το πιο κοινό πλαίσιο για τη βιώσιμη
ανάπτυξη είναι το μοντέλο των τριών πυλώνων, το οποίο περιλαμβάνει τρεις
διαστάσεις: περιβαλλοντική, κοινωνική και οικονομική. Αυτό το μοντέλο
επισημαίνει την ανάγκη για μια ολιστική και ισορροπημένη προσέγγιση προκειμένου
να επιτευχθούν όλοι οι στόχοι που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα. Η οικονομική
διάσταση επικεντρώνεται στην προώθηση της οικονομικής μεγέθυνσης και ανάπτυξης
με τρόπο αποτελεσματικό και δίκαιο μέσω της δημιουργίας ευκαιριών απασχόλησης,
της προώθησης της καινοτομίας και της διασφάλισης ότι οι οικονομικές δραστηριότητες
συμβάλλουν στη μακροπρόθεσμη ευημερία χωρίς να εξαντλούν τους φυσικούς πόρους. Η περιβαλλοντική διάσταση δίνει έμφαση
στην προστασία και τη διατήρηση των φυσικών οικοσυστημάτων και της
βιοποικιλότητας, συμπεριλαμβανομένης της πρόληψης της ρύπανσης, της υπεύθυνης
διαχείρισης των φυσικών πόρων και του μετριασμού των επιπτώσεων της κλιματικής
αλλαγής για τη διατήρηση του πλανήτη για τις μελλοντικές γενιές. Τέλος, η
κοινωνική διάσταση στοχεύει στη βελτίωση της ανθρώπινης ευημερίας και στην προώθηση
της ισότητας διασφαλίζοντας πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες όπως η εκπαίδευση, η
υγειονομική περίθαλψη και η στέγαση, καθώς και στην προστασία των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων και την προώθηση κοινοτήτων χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς. Ελπίδα
Χρύσου – Δρακουλάκου, 2025 Κείμενο 2 Υποέμφαση στις κοινωνικές και ηθικές διαστάσεις της
κλιματικής αλλαγής Μια αξιοσημείωτη κριτική στο κίνημα της
κλιματικής αλλαγής, ειδικά στις αρχικές του φάσεις, είναι η ανεπαρκής εστίασή
του στις κοινωνικές και ηθικές πτυχές της κατάστασης. Αν και το κίνημα έχει
ουσιαστικά αυξήσει την ευαισθητοποίηση σχετικά με τις περιβαλλοντικές
επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, οι επικριτές υποστηρίζουν ότι συχνά
παραμελεί τις βαθιές ανησυχίες ηθικής και κοινωνικής δικαιοσύνης που συνδέονται
στενά με την περιβαλλοντική υποβάθμιση. Η κλιματική αλλαγή δεν αποτελεί απλώς
μια επιστημονική ή τεχνική δυσκολία. Είναι ουσιαστικά μια βαθιά ηθική ανησυχία
που επηρεάζει τις ανθρώπινες ζωές, ειδικά εκείνες των περιθωριοποιημένων και
ευάλωτων πληθυσμών. Κατά συνέπεια, κινήσεις που επικεντρώνονται κυρίως στην
περιβαλλοντική πτυχή της κλιματικής αλλαγής μπορεί να παραμελούν ή να
ελαχιστοποιούν τα ανθρώπινα και ηθικά στοιχεία, τα οποία είναι απαραίτητα για
την κατανόηση της πλήρους έκτασης της κατάστασης. Οι κοινωνικές και ηθικές πτυχές της
κλιματικής αλλαγής συνδέονται συχνά με ζητήματα ισότητας και δικαιοσύνης. Η
κλιματική αλλαγή επηρεάζει δυσανάλογα τους φτωχούς, αυτόχθονες πληθυσμούς, τις
γυναίκες και τις έγχρωμες κοινότητες – δημογραφικά στοιχεία που ιστορικά
συνέβαλαν ελάχιστα στις παγκόσμιες εκπομπές άνθρακα, ενώ επωμίζονται τις πιο
σημαντικές συνέπειες. Υπό αυτή την έννοια, η κλιματική δικαιοσύνη περιλαμβάνει
όχι μόνο τον μετριασμό της περιβαλλοντικής ζημίας αλλά και την αποκατάσταση
συστημικών ανισορροπιών που εντείνουν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Τα
κοινωνικά κινήματα που αντιμετωπίζουν αυτά τα ζητήματα υποστηρίζουν ότι η
κλιματική καταστροφή δεν είναι αποκλειστικά περιβαλλοντική ανησυχία, αλλά άμεση
συνέπεια των κοινωνικοπολιτικών συστημάτων, συμπεριλαμβανομένου του
καπιταλισμού, της αποικιοκρατίας και της πατριαρχίας, που δίνουν προτεραιότητα
στο κέρδος έναντι της ευημερίας των ατόμων και της γης. Το κίνημα της
κλιματικής αλλαγής, παραβλέποντας μεγαλύτερα κοινωνικά και ηθικά ζητήματα,
κινδυνεύει να διαιωνίσει τα υπάρχοντα συστήματα ισχύος αντί να τα
αντιμετωπίσει. Επιπλέον, η παράλειψη της κοινωνικής
δικαιοσύνης από τον διάλογο για την κλιματική αλλαγή μπορεί να έχει ως
αποτέλεσμα την παραμέληση των απαιτήσεων και των προοπτικών εκείνων που
επηρεάζονται περισσότερο από την υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Πολλές λύσεις
που προτείνονται από τα κύρια περιβαλλοντικά κινήματα, συμπεριλαμβανομένων των
τεχνικών προόδων και των διαδικασιών που βασίζονται στην αγορά, όπως η
τιμολόγηση του άνθρακα, ενδέχεται να μην αντιμετωπίσουν τις θεμελιώδεις ρίζες
της κατάστασης και θα μπορούσαν ενδεχομένως να επιδεινώσουν τις υπάρχουσες
αδικίες. Βασιλική
Γκόβαρη, 2025 Θέμα Δ Αξιοποιώντας δημιουργικά το περιεχόμενο των κειμένων
αναφοράς, σε ένα άρθρο 350-400 λέξεων που θα αναρτήσετε στο προσωπικό σας
ιστολόγιο, να αναφέρετε: α) τους λόγους για
τους οποίους η σύγχρονη κοινωνία οφείλει να επιδιώκει τη βιώσιμη ανάπτυξη και β)
το κατά πόσο, κατά τη γνώμη σας, η
βιώσιμη ανάπτυξη συναντά δυσκολίες ως προς την εφαρμογή της. Μονάδες
30 Η αναγκαιότητα της βιώσιμης ανάπτυξης Με δεδομένη την έκταση του υπάρχοντος
οικολογικού προβλήματος, η όποια περαιτέρω επιδίωξη οικονομικής ανάπτυξης των
επιμέρους κρατών πρέπει να βασίζεται στις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης. Πρέπει,
δηλαδή, να λαμβάνονται υπόψη αφενός οι ανάγκες των μελλοντικών γενεών και
αφετέρου η επιτακτική ανάγκη αποκατάστασης των ανισοτήτων εις βάρος οικονομικά
ασθενέστερων κρατών που βιώνουν τη φτώχεια και τις συνεπαγόμενες δεινές
συνθήκες διαβίωσης. Μια πρώτη παράμετρος της βιώσιμης
ανάπτυξης είναι ο σεβασμός απέναντι στο περιβάλλον και στους μη ανανεώσιμους
φυσικούς πόρους, προκειμένου να διασφαλιστεί η ύπαρξη αποθεμάτων για τις επόμενες
γενεές. Οι οικονομικές επιδιώξεις του παρόντος δεν θα πρέπει να υλοποιούνται
κατά τρόπο επιζήμιο για το φυσικό περιβάλλον, διότι υπονομεύεται δραστικά το
βιοτικό επίπεδο όχι μόνο των τωρινών ανθρώπων, αλλά πολύ περισσότερο των
ανθρώπων του μέλλοντος. Απαιτείται, υπ’ αυτή την έννοια, ένας εύλογος
αυτοπεριορισμός, καθώς και επιλογές ανάπτυξης φιλικές για το εύθραυστο
οικοσύστημα. Μια
δεύτερη βασική παράμετρος της βιώσιμης ανάπτυξης είναι η αναγνώριση των
υπαρχουσών ανισοτήτων και η συστηματική προσπάθεια αποκατάστασής τους. Η
οικονομική ανάπτυξη δεν μπορεί να είναι προνόμιο μόνο των ανεπτυγμένων κρατών.
Χρειάζεται μέριμνα, ώστε, να διασφαλίζεται η ισόρροπη ανάπτυξη όλων των κρατών,
προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα φαινόμενα ακραίας φτώχειας που μαστίζουν τις αναπτυσσόμενες
περιοχές. Η άνιση ανάπτυξη, άλλωστε, υποδηλώνει έλλειμμα ανθρωπισμού και
αδιαφορία απέναντι στο μεγεθυνόμενο πρόβλημα σημαντικού μέρους του παγκόσμιου πληθυσμού
που αδυνατεί να καλύψει έστω και στοιχειώδεις ανάγκες. Η αδιαφορία αυτή, βέβαια, όπως γίνεται
εμφανής από την τρέχουσα παγκόσμια πραγματικότητα, συνιστά έναν από τους λόγους
που δυσχεραίνουν την πραγμάτωση της βιώσιμης ανάπτυξης. Τα οικονομικώς ισχυρά
κράτη τείνουν να αναζητούν τρόπους θωράκισης της δικής τους οικονομικής
άνθισης, αντιμετωπίζοντας ως εξαιρετικά δυσεπίλυτη την κατάσταση των φτωχότερων
κρατών και κατ’ επέκταση ως ζήτημα που δεν τους αφορά άμεσα. Αδιαφορούν, έτσι,
όχι μόνο για το πώς θα τεθούν οι βάσεις για την κάλυψη των επειγουσών αναγκών
των κρατών αυτών, αλλά ακόμη και για τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο που έχει η
δική τους οικονομική δραστηριότητα στις φτωχότερες περιοχές. Αντιστοίχως, τα ισχυρά κράτη δεν
εμφανίζονται πρόθυμα να αντιμετωπίσουν με δραστικό τρόπο το κρίσιμο
περιβαλλοντικό πρόβλημα. Επιλέγουν, έτσι, είτε να λαμβάνουν ήπια -και ανεπαρκή
μέτρα- είτε να αμφισβητούν πλήρως την ύπαρξη του προβλήματος αυτού. Το ενδεχόμενο,
άλλωστε, να αποδεχτούν μείωση της οικονομικής τους δραστηριότητας, με μια παράλληλη
διοχέτευση οικονομικών πόρων στα ασθενέστερα κράτη, δεν λαμβάνεται καν υπόψη,
εφόσον θα επέφερε πτώση στο υψηλό βιοτικό επίπεδο των πολιτών τους. Διαφαίνεται, επομένως, πως παρά την
αναγκαιότητά της η βιώσιμη ανάπτυξη είναι δυσεπίτευκτη λόγω των ήδη υπαρκτών
οικονομικών ανισοτήτων, όπως και του επιβαρυμένου φυσικού περιβάλλοντος. Θα
απαιτούνταν, άλλωστε, μια εξισορρόπηση οικονομικών πόρων, η οποία δεν συζητείται
καν από τα ισχυρά κράτη, έστω κι αν θα ήταν σωτήρια για τα ασθενέστερα. [Λέξεις:
435 (400 + 10%)]
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση
ρήματος «συσπειρώνω» (συσπειρώνω:
μαζεύω κάτι σπειροειδώς – κάνω πλήθος ανθρώπων να ενωθεί γύρω από κόμμα,
άνθρωπο κ.λπ., ώστε να αποτελέσουν ένα συμπαγές σύνολο) Ενεργητική φωνή Ενεστώτας Οριστική συσπειρώνω, συσπειρώνεις, συσπειρώνει, συσπειρώνουμε, συσπειρώνετε,
συσπειρώνουν (ή συσπειρώνουνε) Υποτακτική να
συσπειρώνω, να συσπειρώνεις, να συσπειρώνει, να συσπειρώνουμε, να συσπειρώνετε,
να συσπειρώνουν (ή να συσπειρώνουνε) Προστακτική β΄
ενικό: συσπείρωνε – β΄ πληθυντικό: συσπειρώνετε Μετοχή συσπειρώνοντας Παρατατικός Οριστική συσπείρωνα, συσπείρωνες, συσπείρωνε, συσπειρώναμε, συσπειρώνατε,
συσπείρωναν ή συσπειρώνανε Αόριστος Οριστική συσπείρωσα, συσπείρωσες, συσπείρωσε, συσπειρώσαμε, συσπειρώσατε,
συσπείρωσαν ή συσπειρώσανε Υποτακτική να
συσπειρώσω, να συσπειρώσεις, να συσπειρώσει, να συσπειρώσουμε, να συσπειρώσετε,
να συσπειρώσουν (ή να συσπειρώσουνε) Προστακτική β΄
ενικό: συσπείρωσε – β΄ πληθυντικό: συσπειρώστε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα συσπειρώνω, θα συσπειρώνεις, θα συσπειρώνει, θα συσπειρώνουμε, θα
συσπειρώνετε, θα συσπειρώνουν (ή θα συσπειρώνουνε) Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα συσπειρώσω, θα συσπειρώσεις, θα συσπειρώσει, θα συσπειρώσουμε, θα
συσπειρώσετε, θα συσπειρώσουν (ή θα συσπειρώσουνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω συσπειρώσει, θα έχεις
συσπειρώσει, θα έχει συσπειρώσει, θα έχουμε συσπειρώσει, θα έχετε συσπειρώσει,
θα έχουν(ε) συσπειρώσει Παρακείμενος Οριστική έχω συσπειρώσει, έχεις συσπειρώσει, έχει συσπειρώσει, έχουμε
συσπειρώσει, έχετε συσπειρώσει, έχουν(ε) συσπειρώσει Υποτακτική να
έχω συσπειρώσει, να έχεις συσπειρώσει, να έχει συσπειρώσει, να έχουμε συσπειρώσει,
να έχετε συσπειρώσει, να έχουν(ε) συσπειρώσει Μετοχή έχοντας
συσπειρώσει Υπερσυντέλικος Οριστική είχα συσπειρώσει, είχες
συσπειρώσει, είχε συσπειρώσει, είχαμε συσπειρώσει, είχατε συσπειρώσει, είχαν(ε)
συσπειρώσει Παθητική φωνή Ενεστώτας Οριστική συσπειρώνομαι, συσπειρώνεσαι, συσπειρώνεται, συσπειρωνόμαστε,
συσπειρώνεστε, συσπειρώνονται Υποτακτική να
συσπειρώνομαι, να συσπειρώνεσαι, να συσπειρώνεται, να συσπειρωνόμαστε, να συσπειρώνεστε,
να συσπειρώνονται Προστακτική β΄
πληθυντικό: συσπειρώνεστε Μετοχή --- Παρατατικός Οριστική συσπειρωνόμουν, συσπειρωνόσουν, συσπειρωνόταν, συσπειρωνόμαστε,
συσπειρωνόσαστε, συσπειρώνονταν (&
συσπειρωνόμουνα, συσπειρωνόσουνα, συσπειρωνότανε, συσπειρωνόμασταν, συσπειρωνόσασταν,
συσπειρωνόντουσαν) Αόριστος Οριστική συσπειρώθηκα, συσπειρώθηκες, συσπειρώθηκε, συσπειρωθήκαμε,
συσπειρωθήκατε, συσπειρώθηκαν (ή συσπειρωθήκανε) Υποτακτική να
συσπειρωθώ, να συσπειρωθείς, να συσπειρωθεί, να συσπειρωθούμε, να
συσπειρωθείτε, να συσπειρωθούν (ή να συσπειρωθούνε) Προστακτική β΄
ενικού: συσπειρώσου – β΄ πληθυντικό: συσπειρωθείτε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα συσπειρώνομαι, θα
συσπειρώνεσαι, θα συσπειρώνεται, θα συσπειρωνόμαστε, θα συσπειρώνεστε, θα
συσπειρώνονται Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα συσπειρωθώ, θα συσπειρωθείς, θα συσπειρωθεί, θα συσπειρωθούμε, θα
συσπειρωθείτε, θα συσπειρωθούν (ή θα συσπειρωθούνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω συσπειρωθεί, θα έχεις
συσπειρωθεί, θα έχει συσπειρωθεί, θα έχουμε συσπειρωθεί, θα έχετε συσπειρωθεί,
θα έχουν(ε) συσπειρωθεί Παρακείμενος Οριστική έχω συσπειρωθεί, έχεις συσπειρωθεί, έχει συσπειρωθεί, έχουμε
συσπειρωθεί, έχετε συσπειρωθεί, έχουν(ε) συσπειρωθεί Υποτακτική να
έχω συσπειρωθεί, να έχεις συσπειρωθεί, να έχει συσπειρωθεί, να έχουμε
συσπειρωθεί, να έχετε συσπειρωθεί, να έχουν(ε) συσπειρωθεί Μετοχή συσπειρωμένος,
συσπειρωμένη, συσπειρωμένο Υπερσυντέλικος Οριστική είχα συσπειρωθεί, είχες
συσπειρωθεί, είχε συσπειρωθεί, είχαμε συσπειρωθεί, είχατε συσπειρωθεί, είχαν(ε)
συσπειρωθεί