Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «χειρίζομαι» Ενεστώτας Οριστική χειρίζομαι, χειρίζεσαι, χειρίζεται, χειριζόμαστε,
χειρίζεστε, χειρίζονται Υποτακτική να χειρίζομαι, να χειρίζεσαι, να χειρίζεται,
να χειριζόμαστε, να χειρίζεστε, να χειρίζονται Προστακτική β΄ πληθυντικό: χειρίζεστε Μετοχή χειριζόμενος, χειριζόμενη, χειριζόμενο Παρατατικός Οριστική χειριζόμουν, χειριζόσουν, χειριζόταν, χειριζόμαστε,
χειριζόσαστε, χειρίζονταν (& χειριζόμουνα, χειριζόσουνα, χειριζότανε,
χειριζόμασταν, χειριζόσασταν, χειριζόντουσαν) Αόριστος Οριστική χειρίστηκα, χειρίστηκες, χειρίστηκε, χειριστήκαμε,
χειριστήκατε, χειρίστηκαν ή χειριστήκανε & χειρίσθηκα, χειρίσθηκες, χειρίσθηκε,
χειρισθήκαμε, χειρισθήκατε, χειρίσθηκαν ή χειρισθήκανε Υποτακτική να χειριστώ, να χειριστείς,
να χειριστεί, να χειριστούμε, να χειριστείτε, να χειριστούν (ή να χειριστούνε) & να χειρισθώ, να χειρισθείς, να
χειρισθεί, να χειρισθούμε, να χειρισθείτε, να χειρισθούν (ή να χειρισθούνε) Προστακτική β΄ ενικού: χειρίσου – β΄ πληθυντικό: χειριστείτε
/ χειρισθείτε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα χειρίζομαι, θα χειρίζεσαι, θα χειρίζεται, θα χειριζόμαστε,
θα χειρίζεστε, θα χειρίζονται Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα χειριστώ, θα χειριστείς, θα χειριστεί, θα
χειριστούμε, θα χειριστείτε, θα χειριστούν (ή θα χειριστούνε) & θα χειρισθώ, θα χειρισθείς, θα
χειρισθεί, θα χειρισθούμε, θα χειρισθείτε, θα χειρισθούν (ή θα χειρισθούνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω χειριστεί, θα
έχεις χειριστεί, θα έχει χειριστεί, θα έχουμε χειριστεί, θα έχετε χειριστεί, θα
έχουν(ε) χειριστεί &
θα έχω χειρισθεί, θα έχεις χειρισθεί, θα έχει χειρισθεί, θα έχουμε χειρισθεί,
θα έχετε χειρισθεί, θα έχουν(ε) χειρισθεί Παρακείμενος Οριστική έχω χειριστεί, έχεις χειριστεί, έχει χειριστεί, έχουμε
χειριστεί, έχετε χειριστεί, έχουν(ε) χειριστεί & έχω χειρισθεί, έχεις χειρισθεί, έχει
χειρισθεί, έχουμε χειρισθεί, έχετε χειρισθεί, έχουν(ε) χειρισθεί Υποτακτική να έχω χειριστεί, να έχεις χειριστεί, να
έχει χειριστεί, να έχουμε χειριστεί, να έχετε χειριστεί, να έχουν(ε) χειριστεί & να έχω χειρισθεί, να έχεις
χειρισθεί, να έχει χειρισθεί, να έχουμε χειρισθεί, να έχετε χειρισθεί, να
έχουν(ε) χειρισθεί Μετοχή χειρισμένος, χειρισμένη, χειρισμένο Υπερσυντέλικος Οριστική είχα χειριστεί, είχες χειριστεί, είχε χειριστεί,
είχαμε χειριστεί, είχατε χειριστεί, είχαν(ε) χειριστεί & είχα χειρισθεί, είχες χειρισθεί,
είχε χειρισθεί, είχαμε χειρισθεί, είχατε χειρισθεί, είχαν(ε) χειρισθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ζημιώνω» Ενεργητική φωνή Ενεστώτας Οριστική ζημιώνω, ζημιώνεις, ζημιώνει, ζημιώνουμε, ζημιώνετε,
ζημιώνουν (ή ζημιώνουνε) Υποτακτική να ζημιώνω, να ζημιώνεις, να ζημιώνει, να
ζημιώνουμε, να ζημιώνετε, να ζημιώνουν (ή να ζημιώνουνε) Προστακτική β΄ ενικό: ζημίωνε – β΄ πληθυντικό: ζημιώνετε Μετοχή ζημιώνοντας Παρατατικός Οριστική ζημίωνα, ζημίωνες, ζημίωνε, ζημιώναμε, ζημιώνατε,
ζημίωναν ή ζημιώνανε Αόριστος Οριστική ζημίωσα, ζημίωσες, ζημίωσε, ζημιώσαμε, ζημιώσατε,
ζημίωσαν ή ζημιώσανε Υποτακτική να ζημιώσω, να ζημιώσεις, να ζημιώσει,
να ζημιώσουμε, να ζημιώσετε, να ζημιώσουν (ή να ζημιώσουνε) Προστακτική β΄ ενικό: ζημίωσε – β΄ πληθυντικό: ζημιώστε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα ζημιώνω, θα ζημιώνεις, θα ζημιώνει, θα
ζημιώνουμε, θα ζημιώνετε, θα ζημιώνουν (ή θα ζημιώνουνε) Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα ζημιώσω, θα ζημιώσεις, θα ζημιώσει, θα
ζημιώσουμε, θα ζημιώσετε, θα ζημιώσουν (ή θα ζημιώσουνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω ζημιώσει, θα έχεις ζημιώσει, θα έχει ζημιώσει,
θα έχουμε ζημιώσει, θα έχετε ζημιώσει, θα έχουν(ε) ζημιώσει Παρακείμενος Οριστική έχω ζημιώσει, έχεις ζημιώσει, έχει ζημιώσει, έχουμε
ζημιώσει, έχετε ζημιώσει, έχουν(ε) ζημιώσει Υποτακτική να έχω ζημιώσει, να έχεις ζημιώσει, να
έχει ζημιώσει, να έχουμε ζημιώσει, να έχετε ζημιώσει, να έχουν(ε) ζημιώσει Μετοχή έχοντας ζημιώσει Υπερσυντέλικος Οριστική είχα ζημιώσει, είχες ζημιώσει, είχε ζημιώσει, είχαμε
ζημιώσει, είχατε ζημιώσει, είχαν(ε) ζημιώσει Παθητική φωνή Ενεστώτας Οριστική ζημιώνομαι, ζημιώνεσαι,
ζημιώνεται, ζημιωνόμαστε, ζημιώνεστε, ζημιώνονται Υποτακτική να ζημιώνομαι, να ζημιώνεσαι, να ζημιώνεται,
να ζημιωνόμαστε, να ζημιώνεστε, να ζημιώνονται Προστακτική β΄ πληθυντικό: ζημιώνεστε Μετοχή --- Παρατατικός Οριστική ζημιωνόμουν, ζημιωνόσουν, ζημιωνόταν, ζημιωνόμαστε,
ζημιωνόσαστε, ζημιώνονταν (& ζημιωνόμουνα, ζημιωνόσουνα, ζημιωνότανε,
ζημιωνόμασταν, ζημιωνόσασταν, ζημιωνόντουσαν) Αόριστος Οριστική ζημιώθηκα, ζημιώθηκες, ζημιώθηκε, ζημιωθήκαμε, ζημιωθήκατε,
ζημιώθηκαν (ή ζημιωθήκανε) Υποτακτική να ζημιωθώ, να ζημιωθείς, να ζημιωθεί,
να ζημιωθούμε, να ζημιωθείτε, να ζημιωθούν (ή να ζημιωθούνε) Προστακτική β΄ ενικού: ζημιώσου - β΄ πληθυντικό: ζημιωθείτε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα ζημιώνομαι, θα ζημιώνεσαι, θα ζημιώνεται, θα
ζημιωνόμαστε, θα ζημιώνεστε, θα ζημιώνονται Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα ζημιωθώ, θα ζημιωθείς, θα ζημιωθεί, θα
ζημιωθούμε, θα ζημιωθείτε, θα ζημιωθούν (ή θα ζημιωθούνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω ζημιωθεί, θα έχεις ζημιωθεί, θα έχει ζημιωθεί,
θα έχουμε ζημιωθεί, θα έχετε ζημιωθεί, θα έχουν(ε) ζημιωθεί Παρακείμενος Οριστική έχω ζημιωθεί, έχεις ζημιωθεί, έχει ζημιωθεί, έχουμε
ζημιωθεί, έχετε ζημιωθεί, έχουν(ε) ζημιωθεί Υποτακτική να έχω ζημιωθεί, να έχεις ζημιωθεί, να
έχει ζημιωθεί, να έχουμε ζημιωθεί, να έχετε ζημιωθεί, να έχουν(ε) ζημιωθεί Μετοχή ζημιωμένος, ζημιωμένη, ζημιωμένο Υπερσυντέλικος Οριστική είχα ζημιωθεί, είχες ζημιωθεί, είχε ζημιωθεί, είχαμε
ζημιωθεί, είχατε ζημιωθεί, είχαν(ε) ζημιωθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αδικώ» Ενεργητική φωνή Ενεστώτας Οριστική αδικώ,
αδικείς, αδικεί, αδικούμε, αδικείτε, αδικούν (ή αδικούνε) Υποτακτική να αδικώ, να αδικείς, να αδικεί, να αδικούμε,
να αδικείτε, να αδικούν (ή να αδικούνε) Προστακτική β΄ πληθυντικό: αδικείτε Μετοχή αδικώντας Παρατατικός Οριστική αδικούσα, αδικούσες, αδικούσε, αδικούσαμε, αδικούσατε,
αδικούσαν (ή αδικούσανε) Αόριστος Οριστική αδίκησα, αδίκησες, αδίκησε, αδικήσαμε, αδικήσατε,
αδίκησαν Υποτακτική να αδικήσω, να αδικήσεις, να αδικήσει,
να αδικήσουμε, να αδικήσετε, να αδικήσουν (ή να αδικήσουνε) Προστακτική β΄ ενικό: αδίκησε – β΄ πληθυντικό: αδικήστε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα αδικώ, θα αδικείς, θα αδικεί, θα αδικούμε, θα
αδικείτε, θα αδικούν (ή θα αδικούνε) Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα αδικήσω, θα αδικήσεις, θα αδικήσει, θα
αδικήσουμε, θα αδικήσετε, θα αδικήσουν (ή θα αδικήσουνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω αδικήσει, θα έχεις αδικήσει, θα έχει αδικήσει,
θα έχουμε αδικήσει, θα έχετε αδικήσει, θα έχουν(ε) αδικήσει Παρακείμενος Οριστική έχω αδικήσει, έχεις αδικήσει, έχει αδικήσει, έχουμε
αδικήσει, έχετε αδικήσει, έχουν(ε) αδικήσει Υποτακτική να έχω αδικήσει, να έχεις αδικήσει, να
έχει αδικήσει, να έχουμε αδικήσει, να έχετε αδικήσει, να έχουν(ε) αδικήσει Μετοχή έχοντας αδικήσει Υπερσυντέλικος Οριστική είχα αδικήσει, είχες αδικήσει, είχε αδικήσει, είχαμε
αδικήσει, είχατε αδικήσει, είχαν(ε) αδικήσει Παθητική φωνή Ενεστώτας Οριστική αδικούμαι, αδικείσαι, αδικείται, αδικούμαστε, αδικείστε,
αδικούνται Υποτακτική να αδικούμαι, να αδικείσαι, να αδικείται,
να αδικούμαστε, να αδικείστε, να αδικούνται Προστακτική β΄ πληθυντικό: αδικείστε Μετοχή αδικούμενος, αδικούμενη, αδικούμενο Παρατατικός Οριστική αδικούμουν, αδικούσουν, αδικούταν ή αδικούτανε, αδικούμασταν
ή αδικούμαστε, αδικούσαστε ή αδικούσασταν, αδικούνταν Αόριστος Οριστική αδικήθηκα, αδικήθηκες, αδικήθηκε, αδικηθήκαμε, αδικηθήκατε,
αδικήθηκαν ή αδικηθήκανε Υποτακτική να αδικηθώ, να αδικηθείς, να αδικηθεί,
να αδικηθούμε, να αδικηθείτε, να αδικηθούν ή να αδικηθούνε Προστακτική β΄ ενικού: αδικήσου – β΄ πληθυντικό: αδικηθείτε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα αδικούμαι, θα αδικείσαι, θα αδικείται, θα
αδικούμαστε, θα αδικείστε, θα αδικούνται Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα αδικηθώ, θα αδικηθείς, θα αδικηθεί, θα
αδικηθούμε, θα αδικηθείτε, θα αδικηθούν ή θα αδικηθούνε Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω αδικηθεί, θα έχεις αδικηθεί, θα έχει αδικηθεί,
θα έχουμε αδικηθεί, θα έχετε αδικηθεί, θα έχουν(ε) αδικηθεί Παρακείμενος Οριστική έχω αδικηθεί, έχεις αδικηθεί, έχει αδικηθεί, έχουμε
αδικηθεί, έχετε αδικηθεί, έχουν(ε) αδικηθεί Υποτακτική να έχω αδικηθεί, να έχεις αδικηθεί, να
έχει αδικηθεί, να έχουμε αδικηθεί, να έχετε αδικηθεί, να έχουν(ε) αδικηθεί Μετοχή αδικημένος, αδικημένη, αδικημένο Υπερσυντέλικος Οριστική είχα αδικηθεί, είχες αδικηθεί, είχε αδικηθεί, είχαμε
αδικηθεί, είχατε αδικηθεί, είχαν(ε) αδικηθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος
«πραγματοποιώ» Ενεργητική φωνή Ενεστώτας Οριστική πραγματοποιώ, πραγματοποιείς, πραγματοποιεί, πραγματοποιούμε,
πραγματοποιείτε, πραγματοποιούν (ή πραγματοποιούνε) Υποτακτική να πραγματοποιώ, να πραγματοποιείς, να πραγματοποιεί,
να πραγματοποιούμε, να πραγματοποιείτε, να πραγματοποιούν (ή να πραγματοποιούνε) Προστακτική β΄ πληθυντικό: πραγματοποιείτε Μετοχή πραγματοποιώντας Παρατατικός Οριστική πραγματοποιούσα, πραγματοποιούσες, πραγματοποιούσε, πραγματοποιούσαμε,
πραγματοποιούσατε, πραγματοποιούσαν (ή πραγματοποιούσανε) Αόριστος Οριστική πραγματοποίησα, πραγματοποίησες, πραγματοποίησε, πραγματοποιήσαμε,
πραγματοποιήσατε, πραγματοποίησαν ή πραγματοποιήσανε Υποτακτική να πραγματοποιήσω, να πραγματοποιήσεις,
να πραγματοποιήσει, να πραγματοποιήσουμε, να πραγματοποιήσετε, να πραγματοποιήσουν
(ή να πραγματοποιήσουνε) Προστακτική β΄ ενικό: πραγματοποίησε – β΄
πληθυντικό: πραγματοποιήστε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα πραγματοποιώ, θα πραγματοποιείς, θα πραγματοποιεί, θα
πραγματοποιούμε, θα πραγματοποιείτε, θα πραγματοποιούν (ή θα πραγματοποιούνε) Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα πραγματοποιήσω, θα πραγματοποιήσεις, θα
πραγματοποιήσει, θα πραγματοποιήσουμε, θα πραγματοποιήσετε, θα πραγματοποιήσουν
(ή θα πραγματοποιήσουνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω πραγματοποιήσει, θα έχεις πραγματοποιήσει, θα έχει πραγματοποιήσει,
θα έχουμε πραγματοποιήσει, θα έχετε πραγματοποιήσει, θα έχουν(ε) πραγματοποιήσει Παρακείμενος Οριστική έχω πραγματοποιήσει, έχεις πραγματοποιήσει, έχει
πραγματοποιήσει, έχουμε πραγματοποιήσει, έχετε πραγματοποιήσει, έχουν(ε)
πραγματοποιήσει Υποτακτική να έχω πραγματοποιήσει, να έχεις
πραγματοποιήσει, να έχει πραγματοποιήσει, να έχουμε πραγματοποιήσει, να έχετε
πραγματοποιήσει, να έχουν(ε) πραγματοποιήσει Μετοχή έχοντας πραγματοποιήσει Υπερσυντέλικος Οριστική είχα πραγματοποιήσει, είχες πραγματοποιήσει, είχε πραγματοποιήσει,
είχαμε πραγματοποιήσει, είχατε πραγματοποιήσει, είχαν(ε) πραγματοποιήσει Παθητική φωνή Ενεστώτας Οριστική πραγματοποιούμαι, πραγματοποιείσαι, πραγματοποιείται, πραγματοποιούμαστε,
πραγματοποιείστε, πραγματοποιούνται Υποτακτική να πραγματοποιούμαι, να πραγματοποιείσαι,
να πραγματοποιείται, να πραγματοποιούμαστε, να πραγματοποιείστε, να πραγματοποιούνται Προστακτική β΄ πληθυντικό: πραγματοποιείστε Μετοχή πραγματοποιούμενος, πραγματοποιούμενη, πραγματοποιούμενο Παρατατικός Οριστική πραγματοποιούμουν, πραγματοποιούσουν, πραγματοποιούταν, πραγματοποιούμασταν
ή πραγματοποιούμαστε, πραγματοποιούσασταν, πραγματοποιούνταν Αόριστος Οριστική πραγματοποιήθηκα, πραγματοποιήθηκες, πραγματοποιήθηκε, πραγματοποιηθήκαμε,
πραγματοποιηθήκατε, πραγματοποιήθηκαν ή πραγματοποιηθήκανε Υποτακτική να πραγματοποιηθώ, να πραγματοποιηθείς,
να πραγματοποιηθεί, να πραγματοποιηθούμε, να πραγματοποιηθείτε, να πραγματοποιηθούν
ή να πραγματοποιηθούνε Προστακτική β΄ ενικού: πραγματοποιήσου – β΄
πληθυντικό: πραγματοποιηθείτε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα πραγματοποιούμαι, θα πραγματοποιείσαι, θα
πραγματοποιείται, θα πραγματοποιούμαστε, θα πραγματοποιείστε, θα
πραγματοποιούνται Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα πραγματοποιηθώ, θα πραγματοποιηθείς, θα
πραγματοποιηθεί, θα πραγματοποιηθούμε, θα πραγματοποιηθείτε, θα
πραγματοποιηθούν ή θα πραγματοποιηθούνε Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω πραγματοποιηθεί, θα έχεις πραγματοποιηθεί, θα έχει πραγματοποιηθεί,
θα έχουμε πραγματοποιηθεί, θα έχετε πραγματοποιηθεί, θα έχουν(ε) πραγματοποιηθεί Παρακείμενος Οριστική έχω πραγματοποιηθεί, έχεις πραγματοποιηθεί, έχει
πραγματοποιηθεί, έχουμε πραγματοποιηθεί, έχετε πραγματοποιηθεί, έχουν(ε)
πραγματοποιηθεί Υποτακτική να έχω πραγματοποιηθεί, να έχεις
πραγματοποιηθεί, να έχει πραγματοποιηθεί, να έχουμε πραγματοποιηθεί, να έχετε
πραγματοποιηθεί, να έχουν(ε) πραγματοποιηθεί Μετοχή πραγματοποιημένος, πραγματοποιημένη, πραγματοποιημένο Υπερσυντέλικος Οριστική είχα πραγματοποιηθεί, είχες πραγματοποιηθεί, είχε πραγματοποιηθεί,
είχαμε πραγματοποιηθεί, είχατε πραγματοποιηθεί, είχαν(ε) πραγματοποιηθεί