Milo Serrano
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αναγγέλλω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αναγγέλλω, αναγγέλλεις, αναγγέλλει, αναγγέλλουμε, αναγγέλλετε, αναγγέλλουν
να αναγγέλλω, να αναγγέλλεις, να αναγγέλλει, να αναγγέλλουμε, να αναγγέλλετε, να αναγγέλλουν
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάγγελλε – β΄ πληθυντικό: αναγγέλλετε
Μετοχή
αναγγέλλοντας
Παρατατικός
Οριστική
ανήγγελλα, ανήγγελλες, ανήγγελλε, αναγγέλλαμε, αναγγέλλατε, ανήγγελλαν ή αναγγέλλανε
Οριστική
ανήγγειλα, ανήγγειλες, ανήγγειλε, αναγγείλαμε, αναγγείλατε, ανήγγειλαν ή αναγγείλανε
να αναγγείλω, να αναγγείλεις, να αναγγείλει, να αναγγείλουμε, να αναγγείλετε, να αναγγείλουν ή να αναγγείλουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάγγειλε – β΄ πληθυντικό: αναγγείλετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναγγέλλω, θα αναγγέλλεις, θα αναγγέλλει, θα αναγγέλλουμε, θα αναγγέλλετε, θα αναγγέλλουν ή θα αναγγέλλουνε
Οριστική
θα αναγγείλω, θα αναγγείλεις, θα αναγγείλει, θα αναγγείλουμε, θα αναγγείλετε, θα αναγγείλουν ή θα αναγγείλουνε
Οριστική
θα έχω αναγγείλει, θα έχεις αναγγείλει, θα έχει αναγγείλει, θα έχουμε αναγγείλει, θα έχετε αναγγείλει, θα έχουν αναγγείλει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναγγείλει, έχεις αναγγείλει, έχει αναγγείλει, έχουμε αναγγείλει, έχετε αναγγείλει, έχουν αναγγείλει
να έχω αναγγείλει, να έχεις αναγγείλει, να έχει αναγγείλει, να έχουμε αναγγείλει, να έχετε αναγγείλει, να έχουν αναγγείλει
Οριστική
είχα αναγγείλει, είχες αναγγείλει, είχε αναγγείλει, είχαμε αναγγείλει, είχατε αναγγείλει, είχαν(ε) αναγγείλει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αναγγέλλομαι, αναγγέλλεσαι, αναγγέλλεται, αναγγελλόμαστε, αναγγέλλεστε, αναγγέλλονται
να αναγγέλλομαι, να αναγγέλλεσαι, να αναγγέλλεται, να αναγγελλόμαστε, να αναγγέλλεστε, να αναγγέλλονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αναγγέλλεστε
Μετοχή
αναγγελλόμενος, αναγγελλόμενη, αναγγελλόμενο
Παρατατικός
Οριστική
αναγγελλόμουν, αναγγελλόσουν, αναγγελλόταν, αναγγελλόμαστε, αναγγελλόσαστε, αναγγέλλονταν
Αόριστος
Οριστική
αναγγέλθηκα, αναγγέλθηκες, αναγγέλθηκε, αναγγελθήκαμε, αναγγελθήκατε, αναγγέλθηκαν ή αναγγελθήκανε
να αναγγελθώ, να αναγγελθείς, να αναγγελθεί, να αναγγελθούμε, να αναγγελθείτε, να αναγγελθούν ή να αναγγελθούνε
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αναγγελθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναγγέλλομαι, θα αναγγέλλεσαι, θα αναγγέλλεται, θα αναγγελλόμαστε, θα αναγγέλλεστε, θα αναγγέλλονται
Οριστική
θα αναγγελθώ, θα αναγγελθείς, θα αναγγελθεί, θα αναγγελθούμε, θα αναγγελθείτε, θα αναγγελθούν ή θα αναγγελθούνε
Οριστική
θα έχω αναγγελθεί, θα έχεις αναγγελθεί, θα έχει αναγγελθεί, θα έχουμε αναγγελθεί, θα έχετε αναγγελθεί, θα έχουν αναγγελθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναγγελθεί, έχεις αναγγελθεί, έχει αναγγελθεί, έχουμε αναγγελθεί, έχετε αναγγελθεί, έχουν αναγγελθεί
να έχω αναγγελθεί, να έχεις αναγγελθεί, να έχει αναγγελθεί, να έχουμε αναγγελθεί, να έχετε αναγγελθεί, να έχουν αναγγελθεί
Μετοχή
αναγγελμένος, αναγγελμένη, αναγγελμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναγγελθεί, είχες αναγγελθεί, είχε αναγγελθεί, είχαμε αναγγελθεί, είχατε αναγγελθεί, είχαν(ε) αναγγελθεί
Σημειώσεις:
2. Η ορθογραφία του ρήματος αναγγέλλω διέπεται από τον εξής απλό μνημόνικο κσνόνα: μια φορά = ένα λ, πολλές φορές = δύο λ. Ειδικότερα:
Με ένα -λ- γράφεται το ρήμα, εφόσον δηλώνεται στιγμιαία ή συντελεσμένη πράξη (δηλ. στον Αόριστο, τον Στιγμιαίο Μέλλοντα και στους συντελικούς χρόνους): ανήγγειλα – θα αναγγείλω – έχω / είχα / θα έχω αναγγείλει.
Μια φορά = -λ- (π.χ. Αύριο θα το αναγγείλω – Χτες το ανήγγειλα)
Πολλές φορές = -λλ- (π.χ. Συνεχώς αναγγέλλει / ανήγγελλε).
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου