Az Jackson
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ζεσταίνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ζεσταίνω, ζεσταίνεις, ζεσταίνει, ζεσταίνουμε, ζεσταίνετε, ζεσταίνουν (ή ζεσταίνουνε)
Υποτακτική
να ζεσταίνω, να ζεσταίνεις, να ζεσταίνει, να ζεσταίνουμε, να ζεσταίνετε, να ζεσταίνουν (ή να ζεσταίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ζέσταινε – β΄ πληθυντικό: ζεσταίνετε
Μετοχή
ζεσταίνοντας
Παρατατικός
Οριστική
ζέσταινα, ζέσταινες, ζέσταινε, ζεσταίναμε, ζεσταίνατε, ζέσταιναν ή ζεσταίνανε
Αόριστος
Οριστική
ζέστανα, ζέστανες, ζέστανε, ζεστάναμε, ζεστάνατε, ζέσταναν ή ζεστάνανε
Υποτακτική
να ζεστάνω, να ζεστάνεις, να ζεστάνει, να ζεστάνουμε, να ζεστάνετε, να ζεστάνουν (ή να ζεστάνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ζέστανε – β΄ πληθυντικό: ζεστάνετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ζεσταίνω, θα ζεσταίνεις, θα ζεσταίνει, θα ζεσταίνουμε, θα ζεσταίνετε, θα ζεσταίνουν (ή θα ζεσταίνουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ζεστάνω, θα ζεστάνεις, θα ζεστάνει, θα ζεστάνουμε, θα ζεστάνετε, θα ζεστάνουν (ή θα ζεστάνουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ζεστάνει, θα έχεις ζεστάνει, θα έχει ζεστάνει, θα έχουμε ζεστάνει, θα έχετε ζεστάνει, θα έχουν ζεστάνει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ζεστάνει, έχεις ζεστάνει, έχει ζεστάνει, έχουμε ζεστάνει, έχετε ζεστάνει, έχουν(ε) ζεστάνει
Υποτακτική
να έχω ζεστάνει, να έχεις ζεστάνει, να έχει ζεστάνει, να έχουμε ζεστάνει, να έχετε ζεστάνει, να έχουν(ε) ζεστάνει
Μετοχή
έχοντας ζεστάνει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ζεστάνει, είχες ζεστάνει, είχε ζεστάνει, είχαμε ζεστάνει, είχατε ζεστάνει, είχαν(ε) ζεστάνει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ζεσταίνομαι, ζεσταίνεσαι, ζεσταίνεται, ζεσταινόμαστε, ζεσταίνεστε ή ζεσταινόσαστε, ζεσταίνονται
Υποτακτική
να ζεσταίνομαι, να ζεσταίνεσαι, να ζεσταίνεται, να ζεσταινόμαστε, να ζεσταίνεστε ή να ζεσταινόσαστε, να ζεσταίνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ζεσταίνεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
ζεσταινόμουν, ζεσταινόσουν, ζεσταινόταν, ζεσταινόμαστε, ζεσταινόσαστε, ζεσταίνονταν
(& ζεσταινόμουνα, ζεσταινόσουνα, ζεσταινότανε,
ζεσταινόμασταν, ζεσταινόσασταν, ζεσταινόντουσαν ή ζεσταινόντανε)
Αόριστος
Οριστική
ζεστάθηκα, ζεστάθηκες, ζεστάθηκε, ζεσταθήκαμε, ζεσταθήκατε, ζεστάθηκαν ή ζεσταθήκανε
Υποτακτική
να ζεσταθώ, να ζεσταθείς, να ζεσταθεί, να ζεσταθούμε, να ζεσταθείτε, να ζεσταθούν ή να ζεσταθούνε
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ζεσταθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ζεσταίνομαι, θα ζεσταίνεσαι, θα ζεσταίνεται, θα ζεσταινόμαστε, θα ζεσταίνεστε ή θα ζεσταινόσαστε, θα ζεσταίνονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ζεσταθώ, θα ζεσταθείς, θα ζεσταθεί, θα ζεσταθούμε, θα ζεσταθείτε, θα ζεσταθούν ή θα ζεσταθούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ζεσταθεί, θα έχεις ζεσταθεί, θα έχει ζεσταθεί, θα έχουμε ζεσταθεί, θα έχετε ζεσταθεί, θα έχουν ζεσταθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ζεσταθεί, έχεις ζεσταθεί, έχει ζεσταθεί, έχουμε ζεσταθεί, έχετε ζεσταθεί, έχουν ζεσταθεί
Υποτακτική
να έχω ζεσταθεί, να έχεις ζεσταθεί, να έχει ζεσταθεί, να έχουμε ζεσταθεί, να έχετε ζεσταθεί, να έχουν ζεσταθεί
Μετοχή
ζεσταμένος, ζεσταμένη, ζεσταμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ζεσταθεί, είχες ζεσταθεί, είχε ζεσταθεί, είχαμε ζεσταθεί, είχατε ζεσταθεί, είχαν(ε) ζεσταθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ζεσταίνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ζεσταίνω, ζεσταίνεις, ζεσταίνει, ζεσταίνουμε, ζεσταίνετε, ζεσταίνουν (ή ζεσταίνουνε)
να ζεσταίνω, να ζεσταίνεις, να ζεσταίνει, να ζεσταίνουμε, να ζεσταίνετε, να ζεσταίνουν (ή να ζεσταίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ζέσταινε – β΄ πληθυντικό: ζεσταίνετε
Μετοχή
ζεσταίνοντας
Παρατατικός
Οριστική
ζέσταινα, ζέσταινες, ζέσταινε, ζεσταίναμε, ζεσταίνατε, ζέσταιναν ή ζεσταίνανε
Αόριστος
Οριστική
ζέστανα, ζέστανες, ζέστανε, ζεστάναμε, ζεστάνατε, ζέσταναν ή ζεστάνανε
να ζεστάνω, να ζεστάνεις, να ζεστάνει, να ζεστάνουμε, να ζεστάνετε, να ζεστάνουν (ή να ζεστάνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ζέστανε – β΄ πληθυντικό: ζεστάνετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ζεσταίνω, θα ζεσταίνεις, θα ζεσταίνει, θα ζεσταίνουμε, θα ζεσταίνετε, θα ζεσταίνουν (ή θα ζεσταίνουνε)
Οριστική
θα ζεστάνω, θα ζεστάνεις, θα ζεστάνει, θα ζεστάνουμε, θα ζεστάνετε, θα ζεστάνουν (ή θα ζεστάνουνε)
Οριστική
θα έχω ζεστάνει, θα έχεις ζεστάνει, θα έχει ζεστάνει, θα έχουμε ζεστάνει, θα έχετε ζεστάνει, θα έχουν ζεστάνει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ζεστάνει, έχεις ζεστάνει, έχει ζεστάνει, έχουμε ζεστάνει, έχετε ζεστάνει, έχουν(ε) ζεστάνει
Υποτακτική
να έχω ζεστάνει, να έχεις ζεστάνει, να έχει ζεστάνει, να έχουμε ζεστάνει, να έχετε ζεστάνει, να έχουν(ε) ζεστάνει
Μετοχή
έχοντας ζεστάνει
Οριστική
είχα ζεστάνει, είχες ζεστάνει, είχε ζεστάνει, είχαμε ζεστάνει, είχατε ζεστάνει, είχαν(ε) ζεστάνει
Οριστική
ζεσταίνομαι, ζεσταίνεσαι, ζεσταίνεται, ζεσταινόμαστε, ζεσταίνεστε ή ζεσταινόσαστε, ζεσταίνονται
να ζεσταίνομαι, να ζεσταίνεσαι, να ζεσταίνεται, να ζεσταινόμαστε, να ζεσταίνεστε ή να ζεσταινόσαστε, να ζεσταίνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ζεσταίνεστε
Μετοχή
---
Οριστική
ζεσταινόμουν, ζεσταινόσουν, ζεσταινόταν, ζεσταινόμαστε, ζεσταινόσαστε, ζεσταίνονταν
Αόριστος
Οριστική
ζεστάθηκα, ζεστάθηκες, ζεστάθηκε, ζεσταθήκαμε, ζεσταθήκατε, ζεστάθηκαν ή ζεσταθήκανε
να ζεσταθώ, να ζεσταθείς, να ζεσταθεί, να ζεσταθούμε, να ζεσταθείτε, να ζεσταθούν ή να ζεσταθούνε
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ζεσταθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ζεσταίνομαι, θα ζεσταίνεσαι, θα ζεσταίνεται, θα ζεσταινόμαστε, θα ζεσταίνεστε ή θα ζεσταινόσαστε, θα ζεσταίνονται
Οριστική
θα ζεσταθώ, θα ζεσταθείς, θα ζεσταθεί, θα ζεσταθούμε, θα ζεσταθείτε, θα ζεσταθούν ή θα ζεσταθούνε
Οριστική
θα έχω ζεσταθεί, θα έχεις ζεσταθεί, θα έχει ζεσταθεί, θα έχουμε ζεσταθεί, θα έχετε ζεσταθεί, θα έχουν ζεσταθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ζεσταθεί, έχεις ζεσταθεί, έχει ζεσταθεί, έχουμε ζεσταθεί, έχετε ζεσταθεί, έχουν ζεσταθεί
να έχω ζεσταθεί, να έχεις ζεσταθεί, να έχει ζεσταθεί, να έχουμε ζεσταθεί, να έχετε ζεσταθεί, να έχουν ζεσταθεί
Μετοχή
ζεσταμένος, ζεσταμένη, ζεσταμένο
Οριστική
είχα ζεσταθεί, είχες ζεσταθεί, είχε ζεσταθεί, είχαμε ζεσταθεί, είχατε ζεσταθεί, είχαν(ε) ζεσταθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου