Karen Howarth
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «καλύπτω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
καλύπτω, καλύπτεις, καλύπτει, καλύπτουμε, καλύπτετε, καλύπτουν (ή καλύπτουνε)
Υποτακτική
να καλύπτω, να καλύπτεις, να καλύπτει, να καλύπτουμε, να καλύπτετε, να καλύπτουν (ή να καλύπτουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κάλυπτε – β΄ πληθυντικό: καλύπτετε
Μετοχή
καλύπτοντας
Παρατατικός
Οριστική
κάλυπτα, κάλυπτες, κάλυπτε, καλύπταμε, καλύπτατε, κάλυπταν ή καλύπτανε
Αόριστος
Οριστική
κάλυψα, κάλυψες, κάλυψε, καλύψαμε, καλύψατε, κάλυψαν ή καλύψανε
Υποτακτική
να καλύψω, να καλύψεις, να καλύψει, να καλύψουμε, να καλύψετε, να καλύψουν (ή να καλύψουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κάλυψε – β΄ πληθυντικό: καλύψτε (ή καλύψετε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα καλύπτω, θα καλύπτεις, θα καλύπτει, θα καλύπτουμε, θα καλύπτετε, θα καλύπτουν (ή θα καλύπτουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα καλύψω, θα καλύψεις, θα καλύψει, θα καλύψουμε, θα καλύψετε, θα καλύψουν (ή θα καλύψουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω καλύψει, θα έχεις καλύψει, θα έχει καλύψει, θα έχουμε καλύψει, θα έχετε καλύψει, θα έχουν καλύψει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω καλύψει, έχεις καλύψει, έχει καλύψει, έχουμε καλύψει, έχετε καλύψει, έχουν(ε) καλύψει
Υποτακτική
να έχω καλύψει, να έχεις καλύψει, να έχει καλύψει, να έχουμε καλύψει, να έχετε καλύψει, να έχουν(ε) καλύψει
Μετοχή
έχοντας καλύψει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα καλύψει, είχες καλύψει, είχε καλύψει, είχαμε καλύψει, είχατε καλύψει, είχαν(ε) καλύψει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
καλύπτομαι, καλύπτεσαι, καλύπτεται, καλυπτόμαστε, καλύπτεστε, καλύπτονται
Υποτακτική
να καλύπτομαι, να καλύπτεσαι, να καλύπτεται, να καλυπτόμαστε, να καλύπτεστε, να καλύπτονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: καλύπτεστε
Μετοχή
καλυπτόμενος, καλυπτόμενη, καλυπτόμενο
Παρατατικός
Οριστική
καλυπτόμουν, καλυπτόσουν, καλυπτόταν, καλυπτόμαστε, καλυπτόσαστε, καλύπτονταν
(& καλυπτόμουνα, καλυπτόσουνα, καλυπτότανε,
καλυπτόμασταν, καλυπτόσασταν, καλυπτόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
καλύφθηκα, καλύφθηκες, καλύφθηκε, καλυφθήκαμε, καλυφθήκατε, καλύφθηκαν (ή καλυφθήκανε)
& καλύφτηκα, καλύφτηκες, καλύφτηκε,
καλυφτήκαμε, καλυφτήκατε, καλύφτηκαν (ή καλυφτήκανε)
Υποτακτική
να καλυφθώ, να καλυφθείς, να καλυφθεί, να καλυφθούμε, να καλυφθείτε, να καλυφθούν (ή να καλυφθούνε)
& να καλυφτώ, να καλυφτείς, να καλυφτεί, να καλυφτούμε, να καλυφτείτε, να καλυφτούν (ή να καλυφτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: καλύψου β΄ πληθυντικό: καλυφθείτε (καλυφτείτε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα καλύπτομαι, θα καλύπτεσαι, θα καλύπτεται, θα καλυπτόμαστε, θα καλύπτεστε, θα καλύπτονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα καλυφθώ, θα καλυφθείς, θα καλυφθεί, θα καλυφθούμε, θα καλυφθείτε, θα καλυφθούν (ή θα καλυφθούνε)
& θα καλυφτώ, θα καλυφτείς, θα
καλυφτεί, θα καλυφτούμε, θα καλυφτείτε, θα καλυφτούν (ή θα καλυφτούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω καλυφθεί, θα έχεις καλυφθεί, θα έχει καλυφθεί, θα έχουμε καλυφθεί, θα έχετε καλυφθεί, θα έχουν καλυφθεί
& θα έχω καλυφτεί, θα έχεις καλυφτεί,
θα έχει καλυφτεί, θα έχουμε καλυφτεί, θα έχετε καλυφτεί, θα έχουν καλυφτεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω καλυφθεί, έχεις καλυφθεί, έχει καλυφθεί, έχουμε καλυφθεί, έχετε καλυφθεί, έχουν καλυφθεί
& έχω καλυφτεί, έχεις καλυφτεί,
έχει καλυφτεί, έχουμε καλυφτεί, έχετε καλυφτεί, έχουν καλυφτεί
Υποτακτική
να έχω καλυφθεί, να έχεις καλυφθεί, να έχει καλυφθεί, να έχουμε καλυφθεί, να έχετε καλυφθεί, να έχουν καλυφθεί
& να έχω καλυφτεί, να έχεις καλυφτεί, να έχει καλυφτεί, να έχουμε καλυφτεί, να έχετε καλυφτεί, να έχουν καλυφτεί
Μετοχή
καλυμμένος, καλυμμένη, καλυμμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα καλυφθεί, είχες καλυφθεί, είχε καλυφθεί, είχαμε καλυφθεί, είχατε καλυφθεί, είχαν(ε) καλυφθεί
& είχα καλυφτεί, είχες καλυφτεί,
είχε καλυφτεί, είχαμε καλυφτεί, είχατε καλυφτεί, είχαν(ε) καλυφτεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «καλύπτω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
καλύπτω, καλύπτεις, καλύπτει, καλύπτουμε, καλύπτετε, καλύπτουν (ή καλύπτουνε)
να καλύπτω, να καλύπτεις, να καλύπτει, να καλύπτουμε, να καλύπτετε, να καλύπτουν (ή να καλύπτουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κάλυπτε – β΄ πληθυντικό: καλύπτετε
Μετοχή
καλύπτοντας
Παρατατικός
Οριστική
κάλυπτα, κάλυπτες, κάλυπτε, καλύπταμε, καλύπτατε, κάλυπταν ή καλύπτανε
Αόριστος
Οριστική
κάλυψα, κάλυψες, κάλυψε, καλύψαμε, καλύψατε, κάλυψαν ή καλύψανε
να καλύψω, να καλύψεις, να καλύψει, να καλύψουμε, να καλύψετε, να καλύψουν (ή να καλύψουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κάλυψε – β΄ πληθυντικό: καλύψτε (ή καλύψετε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα καλύπτω, θα καλύπτεις, θα καλύπτει, θα καλύπτουμε, θα καλύπτετε, θα καλύπτουν (ή θα καλύπτουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα καλύψω, θα καλύψεις, θα καλύψει, θα καλύψουμε, θα καλύψετε, θα καλύψουν (ή θα καλύψουνε)
Οριστική
θα έχω καλύψει, θα έχεις καλύψει, θα έχει καλύψει, θα έχουμε καλύψει, θα έχετε καλύψει, θα έχουν καλύψει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω καλύψει, έχεις καλύψει, έχει καλύψει, έχουμε καλύψει, έχετε καλύψει, έχουν(ε) καλύψει
να έχω καλύψει, να έχεις καλύψει, να έχει καλύψει, να έχουμε καλύψει, να έχετε καλύψει, να έχουν(ε) καλύψει
Μετοχή
έχοντας καλύψει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα καλύψει, είχες καλύψει, είχε καλύψει, είχαμε καλύψει, είχατε καλύψει, είχαν(ε) καλύψει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
καλύπτομαι, καλύπτεσαι, καλύπτεται, καλυπτόμαστε, καλύπτεστε, καλύπτονται
να καλύπτομαι, να καλύπτεσαι, να καλύπτεται, να καλυπτόμαστε, να καλύπτεστε, να καλύπτονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: καλύπτεστε
Μετοχή
καλυπτόμενος, καλυπτόμενη, καλυπτόμενο
Παρατατικός
Οριστική
καλυπτόμουν, καλυπτόσουν, καλυπτόταν, καλυπτόμαστε, καλυπτόσαστε, καλύπτονταν
Αόριστος
Οριστική
καλύφθηκα, καλύφθηκες, καλύφθηκε, καλυφθήκαμε, καλυφθήκατε, καλύφθηκαν (ή καλυφθήκανε)
Υποτακτική
να καλυφθώ, να καλυφθείς, να καλυφθεί, να καλυφθούμε, να καλυφθείτε, να καλυφθούν (ή να καλυφθούνε)
& να καλυφτώ, να καλυφτείς, να καλυφτεί, να καλυφτούμε, να καλυφτείτε, να καλυφτούν (ή να καλυφτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: καλύψου β΄ πληθυντικό: καλυφθείτε (καλυφτείτε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα καλύπτομαι, θα καλύπτεσαι, θα καλύπτεται, θα καλυπτόμαστε, θα καλύπτεστε, θα καλύπτονται
Οριστική
θα καλυφθώ, θα καλυφθείς, θα καλυφθεί, θα καλυφθούμε, θα καλυφθείτε, θα καλυφθούν (ή θα καλυφθούνε)
Οριστική
θα έχω καλυφθεί, θα έχεις καλυφθεί, θα έχει καλυφθεί, θα έχουμε καλυφθεί, θα έχετε καλυφθεί, θα έχουν καλυφθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω καλυφθεί, έχεις καλυφθεί, έχει καλυφθεί, έχουμε καλυφθεί, έχετε καλυφθεί, έχουν καλυφθεί
Υποτακτική
να έχω καλυφθεί, να έχεις καλυφθεί, να έχει καλυφθεί, να έχουμε καλυφθεί, να έχετε καλυφθεί, να έχουν καλυφθεί
& να έχω καλυφτεί, να έχεις καλυφτεί, να έχει καλυφτεί, να έχουμε καλυφτεί, να έχετε καλυφτεί, να έχουν καλυφτεί
Μετοχή
καλυμμένος, καλυμμένη, καλυμμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα καλυφθεί, είχες καλυφθεί, είχε καλυφθεί, είχαμε καλυφθεί, είχατε καλυφθεί, είχαν(ε) καλυφθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου