Jacob Zelazny
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εξαρτώ»
Το ρήμα εξαρτώ προέρχεται από τα αρχαία
συνηρημένα σε -αω > -ῶ
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
εξαρτώ, εξαρτάς, εξαρτά, εξαρτάμε & εξαρτούμε, εξαρτάτε, εξαρτάνε & εξαρτούν (ή εξαρτούνε)
Υποτακτική
να εξαρτώ, να εξαρτάς, να εξαρτά, να εξαρτάμε, να εξαρτάτε, να εξαρτούν ή να εξαρτάνε
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εξαρτάτε
Μετοχή
εξαρτώντας
Παρατατικός
Οριστική
εξαρτούσα, εξαρτούσες, εξαρτούσε, εξαρτούσαμε, εξαρτούσατε, εξαρτούσαν (ή εξαρτούσανε)
Αόριστος
Οριστική
εξάρτησα, εξάρτησες, εξάρτησε, εξαρτήσαμε, εξαρτήσατε, εξάρτησαν (ή εξαρτήσανε)
Υποτακτική
να εξαρτήσω, να εξαρτήσεις, να εξαρτήσει, να εξαρτήσουμε, να εξαρτήσετε, να εξαρτήσουν (ή να εξαρτήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εξάρτησε – β΄ πληθυντικό: εξαρτήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εξαρτώ, θα εξαρτάς, θα εξαρτά, θα εξαρτάμε, θα εξαρτάτε, θα εξαρτούν ή θα εξαρτάνε
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εξαρτήσω, θα εξαρτήσεις, θα εξαρτήσει, θα εξαρτήσουμε, θα εξαρτήσετε, θα εξαρτήσουν (ή θα εξαρτήσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εξαρτήσει, θα έχεις εξαρτήσει, θα έχει εξαρτήσει, θα έχουμε εξαρτήσει, θα έχετε εξαρτήσει, θα έχουν(ε) εξαρτήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εξαρτήσει, έχεις εξαρτήσει, έχει εξαρτήσει, έχουμε εξαρτήσει, έχετε εξαρτήσει, έχουν(ε) εξαρτήσει
Υποτακτική
να έχω εξαρτήσει, να έχεις εξαρτήσει, να έχει εξαρτήσει, να έχουμε εξαρτήσει, να έχετε εξαρτήσει, να έχουν(ε) εξαρτήσει
Μετοχή
έχοντας εξαρτήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εξαρτήσει, είχες εξαρτήσει, είχε εξαρτήσει, είχαμε εξαρτήσει, είχατε εξαρτήσει, είχαν/είχανε εξαρτήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
εξαρτώμαι, εξαρτάσαι, εξαρτάται, εξαρτώμεθα, εξαρτάστε, εξαρτώνται
& εξαρτιέμαι, εξαρτιέσαι,
εξαρτιέται, εξαρτιόμαστε, εξαρτιόσαστε ή εξαρτιέστε, εξαρτιόνται
Υποτακτική
να εξαρτώμαι, να εξαρτάσαι, να εξαρτάται, να εξαρτώμεθα, να εξαρτάστε, να εξαρτώνται
& να εξαρτιέμαι, να εξαρτιέσαι, να εξαρτιέται, να εξαρτιόμαστε, να εξαρτιόσαστε ή να εξαρτιέστε, να εξαρτιόνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εξαρτάστε
Μετοχή
εξαρτώμενος, εξαρτώμενη, εξαρτώμενο
Παρατατικός
Οριστική
εξαρτιόμουν, εξαρτιόσουν, εξαρτιόταν ή εξαρτάτο, εξαρτιόμαστε ή εξαρτιόμασταν, εξαρτιόσαστε ή εξαρτιόσασταν, εξαρτιόνταν ή εξαρτώντο
Αόριστος
Οριστική
εξαρτήθηκα, εξαρτήθηκες, εξαρτήθηκε, εξαρτηθήκαμε, εξαρτηθήκατε, εξαρτήθηκαν (ή εξαρτηθήκανε)
Υποτακτική
να εξαρτηθώ, να εξαρτηθείς, να εξαρτηθεί, να εξαρτηθούμε, να εξαρτηθείτε, να εξαρτηθούν (ή να εξαρτηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: εξαρτήσου β΄ πληθυντικό: εξαρτηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εξαρτώμαι, θα εξαρτάσαι, θα εξαρτάται, θα εξαρτώμεθα, θα εξαρτάστε, θα εξαρτώνται
& θα εξαρτιέμαι, θα εξαρτιέσαι, θα
εξαρτιέται, θα εξαρτιόμαστε, θα εξαρτιόσαστε ή θα εξαρτιέστε, θα εξαρτιόνται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εξαρτηθώ, θα εξαρτηθείς, θα εξαρτηθεί, θα εξαρτηθούμε, θα εξαρτηθείτε, θα εξαρτηθούν (ή θα εξαρτηθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εξαρτηθεί, θα έχεις εξαρτηθεί, θα έχει εξαρτηθεί, θα έχουμε εξαρτηθεί, θα έχετε εξαρτηθεί, θα έχουν(ε) εξαρτηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εξαρτηθεί, έχεις εξαρτηθεί, έχει εξαρτηθεί, έχουμε εξαρτηθεί, έχετε εξαρτηθεί, έχουν(ε) εξαρτηθεί
Υποτακτική
να έχω εξαρτηθεί, να έχεις εξαρτηθεί, να έχει εξαρτηθεί, να έχουμε εξαρτηθεί, να έχετε εξαρτηθεί, να έχουν(ε) εξαρτηθεί
Μετοχή
εξαρτημένος, εξαρτημένη, εξαρτημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εξαρτηθεί, είχες εξαρτηθεί, είχε εξαρτηθεί, είχαμε εξαρτηθεί, είχατε εξαρτηθεί, είχαν(ε) εξαρτηθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εξαρτώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
εξαρτώ, εξαρτάς, εξαρτά, εξαρτάμε & εξαρτούμε, εξαρτάτε, εξαρτάνε & εξαρτούν (ή εξαρτούνε)
να εξαρτώ, να εξαρτάς, να εξαρτά, να εξαρτάμε, να εξαρτάτε, να εξαρτούν ή να εξαρτάνε
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εξαρτάτε
Μετοχή
εξαρτώντας
Παρατατικός
Οριστική
εξαρτούσα, εξαρτούσες, εξαρτούσε, εξαρτούσαμε, εξαρτούσατε, εξαρτούσαν (ή εξαρτούσανε)
Οριστική
εξάρτησα, εξάρτησες, εξάρτησε, εξαρτήσαμε, εξαρτήσατε, εξάρτησαν (ή εξαρτήσανε)
να εξαρτήσω, να εξαρτήσεις, να εξαρτήσει, να εξαρτήσουμε, να εξαρτήσετε, να εξαρτήσουν (ή να εξαρτήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εξάρτησε – β΄ πληθυντικό: εξαρτήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εξαρτώ, θα εξαρτάς, θα εξαρτά, θα εξαρτάμε, θα εξαρτάτε, θα εξαρτούν ή θα εξαρτάνε
Οριστική
θα εξαρτήσω, θα εξαρτήσεις, θα εξαρτήσει, θα εξαρτήσουμε, θα εξαρτήσετε, θα εξαρτήσουν (ή θα εξαρτήσουνε)
Οριστική
θα έχω εξαρτήσει, θα έχεις εξαρτήσει, θα έχει εξαρτήσει, θα έχουμε εξαρτήσει, θα έχετε εξαρτήσει, θα έχουν(ε) εξαρτήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εξαρτήσει, έχεις εξαρτήσει, έχει εξαρτήσει, έχουμε εξαρτήσει, έχετε εξαρτήσει, έχουν(ε) εξαρτήσει
να έχω εξαρτήσει, να έχεις εξαρτήσει, να έχει εξαρτήσει, να έχουμε εξαρτήσει, να έχετε εξαρτήσει, να έχουν(ε) εξαρτήσει
Μετοχή
έχοντας εξαρτήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εξαρτήσει, είχες εξαρτήσει, είχε εξαρτήσει, είχαμε εξαρτήσει, είχατε εξαρτήσει, είχαν/είχανε εξαρτήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
εξαρτώμαι, εξαρτάσαι, εξαρτάται, εξαρτώμεθα, εξαρτάστε, εξαρτώνται
Υποτακτική
να εξαρτώμαι, να εξαρτάσαι, να εξαρτάται, να εξαρτώμεθα, να εξαρτάστε, να εξαρτώνται
& να εξαρτιέμαι, να εξαρτιέσαι, να εξαρτιέται, να εξαρτιόμαστε, να εξαρτιόσαστε ή να εξαρτιέστε, να εξαρτιόνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εξαρτάστε
Μετοχή
εξαρτώμενος, εξαρτώμενη, εξαρτώμενο
Οριστική
εξαρτιόμουν, εξαρτιόσουν, εξαρτιόταν ή εξαρτάτο, εξαρτιόμαστε ή εξαρτιόμασταν, εξαρτιόσαστε ή εξαρτιόσασταν, εξαρτιόνταν ή εξαρτώντο
Οριστική
εξαρτήθηκα, εξαρτήθηκες, εξαρτήθηκε, εξαρτηθήκαμε, εξαρτηθήκατε, εξαρτήθηκαν (ή εξαρτηθήκανε)
να εξαρτηθώ, να εξαρτηθείς, να εξαρτηθεί, να εξαρτηθούμε, να εξαρτηθείτε, να εξαρτηθούν (ή να εξαρτηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: εξαρτήσου β΄ πληθυντικό: εξαρτηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εξαρτώμαι, θα εξαρτάσαι, θα εξαρτάται, θα εξαρτώμεθα, θα εξαρτάστε, θα εξαρτώνται
Οριστική
θα εξαρτηθώ, θα εξαρτηθείς, θα εξαρτηθεί, θα εξαρτηθούμε, θα εξαρτηθείτε, θα εξαρτηθούν (ή θα εξαρτηθούνε)
Οριστική
θα έχω εξαρτηθεί, θα έχεις εξαρτηθεί, θα έχει εξαρτηθεί, θα έχουμε εξαρτηθεί, θα έχετε εξαρτηθεί, θα έχουν(ε) εξαρτηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εξαρτηθεί, έχεις εξαρτηθεί, έχει εξαρτηθεί, έχουμε εξαρτηθεί, έχετε εξαρτηθεί, έχουν(ε) εξαρτηθεί
να έχω εξαρτηθεί, να έχεις εξαρτηθεί, να έχει εξαρτηθεί, να έχουμε εξαρτηθεί, να έχετε εξαρτηθεί, να έχουν(ε) εξαρτηθεί
Μετοχή
εξαρτημένος, εξαρτημένη, εξαρτημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εξαρτηθεί, είχες εξαρτηθεί, είχε εξαρτηθεί, είχαμε εξαρτηθεί, είχατε εξαρτηθεί, είχαν(ε) εξαρτηθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου