Nicole Vishnevetska
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «χειραγωγώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
χειραγωγώ, χειραγωγείς, χειραγωγεί, χειραγωγούμε, χειραγωγείτε, χειραγωγούν (ή χειραγωγούνε)
να χειραγωγώ, να χειραγωγείς, να χειραγωγεί, να χειραγωγούμε, να χειραγωγείτε, να χειραγωγούν (ή να χειραγωγούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: χειραγώγει – β΄ πληθυντικό: χειραγωγείτε
Μετοχή
χειραγωγώντας
Παρατατικός
Οριστική
χειραγωγούσα, χειραγωγούσες, χειραγωγούσε, χειραγωγούσαμε, χειραγωγούσατε, χειραγωγούσαν (ή χειραγωγούσανε)
Αόριστος
Οριστική
χειραγώγησα, χειραγώγησες, χειραγώγησε, χειραγωγήσαμε, χειραγωγήσατε, χειραγώγησαν ή χειραγωγήσανε
να χειραγωγήσω, να χειραγωγήσεις, να χειραγωγήσει, να χειραγωγήσουμε, να χειραγωγήσετε, να χειραγωγήσουν (ή να χειραγωγήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: χειραγώγησε β΄ πληθυντικό: χειραγωγήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα χειραγωγώ, θα χειραγωγείς, θα χειραγωγεί, θα χειραγωγούμε, θα χειραγωγείτε, θα χειραγωγούν (ή θα χειραγωγούνε)
Οριστική
θα χειραγωγήσω, θα χειραγωγήσεις, θα χειραγωγήσει, θα χειραγωγήσουμε, θα χειραγωγήσετε, θα χειραγωγήσουν (ή θα χειραγωγήσουνε)
Οριστική
θα έχω χειραγωγήσει, θα έχεις χειραγωγήσει, θα έχει χειραγωγήσει, θα έχουμε χειραγωγήσει, θα έχετε χειραγωγήσει, θα έχουν(ε) χειραγωγήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω χειραγωγήσει, έχεις χειραγωγήσει, έχει χειραγωγήσει, έχουμε χειραγωγήσει, έχετε χειραγωγήσει, έχουν(ε) χειραγωγήσει
να έχω χειραγωγήσει, να έχεις χειραγωγήσει, να έχει χειραγωγήσει, να έχουμε χειραγωγήσει, να έχετε χειραγωγήσει, να έχουν(ε) χειραγωγήσει
Μετοχή
έχοντας χειραγωγήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα χειραγωγήσει, είχες χειραγωγήσει, είχε χειραγωγήσει, είχαμε χειραγωγήσει, είχατε χειραγωγήσει, είχαν(ε) χειραγωγήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
χειραγωγούμαι, χειραγωγείσαι, χειραγωγείται, χειραγωγούμαστε, χειραγωγείστε, χειραγωγούνται
να χειραγωγούμαι, να χειραγωγείσαι, να χειραγωγείται, να χειραγωγούμαστε, να χειραγωγείστε, να χειραγωγούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: χειραγωγείστε
Μετοχή
χειραγωγούμενος, χειραγωγούμενη, χειραγωγούμενο
Παρατατικός
Οριστική
χειραγωγούμουν, χειραγωγούσουν, χειραγωγούταν, χειραγωγούμασταν ή χειραγωγούμαστε, χειραγωγούσαστε, χειραγωγούνταν
Αόριστος
Οριστική
χειραγωγήθηκα, χειραγωγήθηκες, χειραγωγήθηκε, χειραγωγηθήκαμε, χειραγωγηθήκατε, χειραγωγήθηκαν ή χειραγωγηθήκανε
να χειραγωγηθώ, να χειραγωγηθείς, να χειραγωγηθεί, να χειραγωγηθούμε, να χειραγωγηθείτε, να χειραγωγηθούν ή να χειραγωγηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: χειραγωγήσου β΄ πληθυντικό: χειραγωγηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα χειραγωγούμαι, θα χειραγωγείσαι, θα χειραγωγείται, θα χειραγωγούμαστε, θα χειραγωγείστε, θα χειραγωγούνται
Οριστική
θα χειραγωγηθώ, θα χειραγωγηθείς, θα χειραγωγηθεί, θα χειραγωγηθούμε, θα χειραγωγηθείτε, θα χειραγωγηθούν ή θα χειραγωγηθούνε
Οριστική
θα έχω χειραγωγηθεί, θα έχεις χειραγωγηθεί, θα έχει χειραγωγηθεί, θα έχουμε χειραγωγηθεί, θα έχετε χειραγωγηθεί, θα έχουν(ε) χειραγωγηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω χειραγωγηθεί, έχεις χειραγωγηθεί, έχει χειραγωγηθεί, έχουμε χειραγωγηθεί, έχετε χειραγωγηθεί, έχουν(ε) χειραγωγηθεί
να έχω χειραγωγηθεί, να έχεις χειραγωγηθεί, να έχει χειραγωγηθεί, να έχουμε χειραγωγηθεί, να έχετε χειραγωγηθεί, να έχουν(ε) χειραγωγηθεί
Μετοχή
χειραγωγημένος, χειραγωγημένη, χειραγωγημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα χειραγωγηθεί, είχες χειραγωγηθεί, είχε χειραγωγηθεί, είχαμε χειραγωγηθεί, είχατε χειραγωγηθεί, είχαν(ε) χειραγωγηθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου