Amy Kirkpatrick
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αναμειγνύω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αναμειγνύω, αναμειγνύεις, αναμειγνύει, αναμειγνύουμε, αναμειγνύετε, αναμειγνύουν (ή αναμειγνύουνε)
& αναμιγνύω, αναμιγνύεις,
αναμιγνύει, αναμιγνύουμε, αναμιγνύετε, αναμιγνύουν (ή αναμιγνύουνε)
Υποτακτική
να αναμειγνύω, να αναμειγνύεις, να αναμειγνύει, να αναμειγνύουμε, να αναμειγνύετε, να αναμειγνύουν (ή να αναμειγνύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αναμείγνυε – β΄ πληθυντικό: αναμειγνύετε
Μετοχή
αναμειγνύοντας
Παρατατικός
Οριστική
αναμείγνυα, αναμείγνυες, αναμείγνυε, αναμειγνύαμε, αναμειγνύατε, αναμείγνυαν (ή αναμειγνύανε)
Αόριστος
Οριστική
ανέμειξα, ανέμειξες, ανέμειξε, αναμείξαμε, αναμείξατε, ανέμειξαν (ή αναμείξανε)
(& χωρίς χρονική αύξηση: ανάμειξα,
ανάμειξες, ανάμειξε)
Υποτακτική
να αναμείξω, να αναμείξεις, να αναμείξει, να αναμείξουμε, να αναμείξετε, να αναμείξουν ή να αναμείξουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάμειξε – β΄ πληθυντικό: αναμείξτε ή αναμείξετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναμειγνύω, θα αναμειγνύεις, θα αναμειγνύει, θα αναμειγνύουμε, θα αναμειγνύετε, θα αναμειγνύουν (ή θα αναμειγνύουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναμείξω, θα αναμείξεις, θα αναμείξει, θα αναμείξουμε, θα αναμείξετε, θα αναμείξουν ή θα αναμείξουνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναμείξει, θα έχεις αναμείξει, θα έχει αναμείξει, θα έχουμε αναμείξει, θα έχετε αναμείξει, θα έχουν(ε) αναμείξει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναμείξει, έχεις αναμείξει, έχει αναμείξει, έχουμε αναμείξει, έχετε αναμείξει, έχουν(ε) αναμείξει
Υποτακτική
να έχω αναμείξει, να έχεις αναμείξει, να έχει αναμείξει, να έχουμε αναμείξει, να έχετε αναμείξει, να έχουν(ε) αναμείξει
Μετοχή
έχοντας αναμείξει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναμείξει, είχες αναμείξει, είχε αναμείξει, είχαμε αναμείξει, είχατε αναμείξει, είχαν/είχανε αναμείξει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αναμειγνύομαι, αναμειγνύεσαι, αναμειγνύεται, αναμειγνυόμαστε, αναμειγνύεστε, αναμειγνύονται
Υποτακτική
να αναμειγνύομαι, να αναμειγνύεσαι, να αναμειγνύεται, να αναμειγνυόμαστε, να αναμειγνύεστε, να αναμειγνύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αναμειγνύεστε
Μετοχή
αναμειγνυόμενος, αναμειγνυόμενη, αναμειγνυόμενο
Παρατατικός
Οριστική
αναμειγνυόμουν, αναμειγνυόσουν, αναμειγνυόταν, αναμειγνυόμαστε, αναμειγνυόσαστε, αναμειγνύονταν
(& αναμειγνυόμουνα, αναμειγνυόσουνα,
αναμειγνυότανε, αναμειγνυόμασταν, αναμειγνυόσασταν, αναμειγνυόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
αναμίχτηκα, αναμίχτηκες, αναμίχτηκε, αναμιχτήκαμε, αναμιχτήκατε, αναμίχτηκαν ή αναμιχτήκανε
(& αναμίχθηκα, αναμίχθηκες, αναμίχθηκε,
αναμιχθήκαμε, αναμιχθήκατε, αναμίχθηκαν ή αναμιχθήκανε)
Υποτακτική
να αναμιχτώ, να αναμιχτείς, να αναμιχτεί, να αναμιχτούμε, να αναμιχτείτε, να αναμιχτούν (ή να αναμιχτούνε)
(& να αναμιχθώ, να αναμιχθείς, να αναμιχθεί, να αναμιχθούμε, να αναμιχθείτε, να αναμιχθούν (ή να αναμιχθούνε))
Προστακτική
β΄ ενικού: αναμίξου β΄ πληθυντικό: αναμιχθείτε /αναμιχτείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναμειγνύομαι, θα αναμειγνύεσαι, θα αναμειγνύεται, θα αναμειγνυόμαστε, θα αναμειγνύεστε, θα αναμειγνύονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναμιχτώ, θα αναμιχτείς, θα αναμιχτεί, θα αναμιχτούμε, θα αναμιχτείτε, θα αναμιχτούν (ή θα αναμιχτούνε)
(& θα αναμιχθώ, θα αναμιχθείς, θα
αναμιχθεί, θα αναμιχθούμε, θα αναμιχθείτε, θα αναμιχθούν (ή θα αναμιχθούνε))
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναμιχτεί, θα έχεις αναμιχτεί, θα έχει αναμιχτεί, θα έχουμε αναμιχτεί, θα έχετε αναμιχτεί, θα έχουν(ε) αναμιχτεί
(& θα έχω αναμιχθεί, θα έχεις αναμιχθεί,
θα έχει αναμιχθεί, θα έχουμε αναμιχθεί, θα έχετε αναμιχθεί, θα έχουν(ε) αναμιχθεί)
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναμιχτεί, έχεις αναμιχτεί, έχει αναμιχτεί, έχουμε αναμιχτεί, έχετε αναμιχτεί, έχουν(ε) αναμιχτεί
(& έχω αναμιχθεί, έχεις αναμιχθεί,
έχει αναμιχθεί, έχουμε αναμιχθεί, έχετε αναμιχθεί, έχουν(ε) αναμιχθεί)
Υποτακτική
να έχω αναμιχτεί, να έχεις αναμιχτεί, να έχει αναμιχτεί, να έχουμε αναμιχτεί, να έχετε αναμιχτεί, να έχουν(ε) αναμιχτεί
(& να έχω αναμιχθεί, να έχεις αναμιχθεί, να έχει αναμιχθεί, να έχουμε αναμιχθεί, να έχετε αναμιχθεί, να έχουν(ε) αναμιχθεί)
Μετοχή
αναμειγμένος, αναμειγμένη, αναμειγμένο & αναμεμειγμένος, αναμεμειγμένη, αναμεμειγμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναμιχτεί, είχες αναμιχτεί, είχε αναμιχτεί, είχαμε αναμιχτεί, είχατε αναμιχτεί, είχαν(ε) αναμιχτεί
(& είχα αναμιχθεί, είχες αναμιχθεί,
είχε αναμιχθεί, είχαμε αναμιχθεί, είχατε αναμιχθεί, είχαν(ε) αναμιχθεί)
Σημείωση: Η λεξιλογική οικογένεια του
αρχαίου ρήματος μείγνυμι παρουσιάζει ορθογραφική ποικιλία ήδη από την αρχαιότητα,
με αποτέλεσμα η γραφή των συνθέτων και των παραγώγων του που έχουν
συμπεριληφθεί στο νεοελληνικό λεξιλόγιο να μην είναι σταθερή. Λαμβάνοντας υπ’
όψιν την παρουσία των τύπων στα αρχαία κείμενα και την κατανομή των θεμάτων στο
ρήμα, μπορούμε να οδηγηθούμε στην ακόλουθη διάκριση:
1) Με -ει- γράφονται τα θέματα μειγ-, μειξ- (όταν περιέχονται σε ρήμα): αναμειγνύω, ανέμειξα…
2)
Με -ι-
γράφονται όλα τα υπόλοιπα θέματα: μίγ-μα, μικ-τός (ανάμικτος, σύμμικτος), μίξ-η
(ανάμιξη), επι-μιξ-ία, αιμο-μιξ-ία, συμ-μιγ-ής, α-μιγ-ής, ανα-μίχ-θηκα, ανα-μιχ-θω…
Κατά τη σχολική γραμματική
ορθογραφούνται επίσης με -ει- οι τύποι μείξη, μεικτός, μείγμα και τα σύνθετά τους
(π.χ. ανάμειξη, ανάμεικτος).
Παρατήρηση: Το ουσιαστικό μίξη (αρχαία μίξις) είναι προτιμότερο να γράφεται με -ι- επειδή θεωρείται ότι περιέχει τη μηδενισμένη βαθμίδα του αρχαίου θέματος μειγ-, πράγμα που αποτελεί τον κανόνα των αρχαίων ουσιαστικών σε -σις (π.χ. πείθω – πίστις, δίδωμι – δόσις, τίθημι – θέσις). Το ίδιο ισχύει σε μεγάλο βαθμό και για τα παράγωγά σε -μα και τα ρηματικά επίθετα σε -τος. Άρα μίγμα (αρχαία μίγμα και μεῖγμα), όπως τίθημι – θέμα, δίδωμι – επίδομα, και μικτός, όπως πείθω – πιστός, τίθημι – θετός, δίδωμι – δοτός.
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό
των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αναμειγνύω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αναμειγνύω, αναμειγνύεις, αναμειγνύει, αναμειγνύουμε, αναμειγνύετε, αναμειγνύουν (ή αναμειγνύουνε)
Υποτακτική
να αναμειγνύω, να αναμειγνύεις, να αναμειγνύει, να αναμειγνύουμε, να αναμειγνύετε, να αναμειγνύουν (ή να αναμειγνύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αναμείγνυε – β΄ πληθυντικό: αναμειγνύετε
Μετοχή
αναμειγνύοντας
Παρατατικός
Οριστική
αναμείγνυα, αναμείγνυες, αναμείγνυε, αναμειγνύαμε, αναμειγνύατε, αναμείγνυαν (ή αναμειγνύανε)
Αόριστος
Οριστική
ανέμειξα, ανέμειξες, ανέμειξε, αναμείξαμε, αναμείξατε, ανέμειξαν (ή αναμείξανε)
Υποτακτική
να αναμείξω, να αναμείξεις, να αναμείξει, να αναμείξουμε, να αναμείξετε, να αναμείξουν ή να αναμείξουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάμειξε – β΄ πληθυντικό: αναμείξτε ή αναμείξετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναμειγνύω, θα αναμειγνύεις, θα αναμειγνύει, θα αναμειγνύουμε, θα αναμειγνύετε, θα αναμειγνύουν (ή θα αναμειγνύουνε)
Οριστική
θα αναμείξω, θα αναμείξεις, θα αναμείξει, θα αναμείξουμε, θα αναμείξετε, θα αναμείξουν ή θα αναμείξουνε
Οριστική
θα έχω αναμείξει, θα έχεις αναμείξει, θα έχει αναμείξει, θα έχουμε αναμείξει, θα έχετε αναμείξει, θα έχουν(ε) αναμείξει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναμείξει, έχεις αναμείξει, έχει αναμείξει, έχουμε αναμείξει, έχετε αναμείξει, έχουν(ε) αναμείξει
να έχω αναμείξει, να έχεις αναμείξει, να έχει αναμείξει, να έχουμε αναμείξει, να έχετε αναμείξει, να έχουν(ε) αναμείξει
Μετοχή
έχοντας αναμείξει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναμείξει, είχες αναμείξει, είχε αναμείξει, είχαμε αναμείξει, είχατε αναμείξει, είχαν/είχανε αναμείξει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αναμειγνύομαι, αναμειγνύεσαι, αναμειγνύεται, αναμειγνυόμαστε, αναμειγνύεστε, αναμειγνύονται
να αναμειγνύομαι, να αναμειγνύεσαι, να αναμειγνύεται, να αναμειγνυόμαστε, να αναμειγνύεστε, να αναμειγνύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αναμειγνύεστε
Μετοχή
αναμειγνυόμενος, αναμειγνυόμενη, αναμειγνυόμενο
Παρατατικός
Οριστική
αναμειγνυόμουν, αναμειγνυόσουν, αναμειγνυόταν, αναμειγνυόμαστε, αναμειγνυόσαστε, αναμειγνύονταν
Αόριστος
Οριστική
αναμίχτηκα, αναμίχτηκες, αναμίχτηκε, αναμιχτήκαμε, αναμιχτήκατε, αναμίχτηκαν ή αναμιχτήκανε
Υποτακτική
να αναμιχτώ, να αναμιχτείς, να αναμιχτεί, να αναμιχτούμε, να αναμιχτείτε, να αναμιχτούν (ή να αναμιχτούνε)
(& να αναμιχθώ, να αναμιχθείς, να αναμιχθεί, να αναμιχθούμε, να αναμιχθείτε, να αναμιχθούν (ή να αναμιχθούνε))
Προστακτική
β΄ ενικού: αναμίξου β΄ πληθυντικό: αναμιχθείτε /αναμιχτείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναμειγνύομαι, θα αναμειγνύεσαι, θα αναμειγνύεται, θα αναμειγνυόμαστε, θα αναμειγνύεστε, θα αναμειγνύονται
Οριστική
θα αναμιχτώ, θα αναμιχτείς, θα αναμιχτεί, θα αναμιχτούμε, θα αναμιχτείτε, θα αναμιχτούν (ή θα αναμιχτούνε)
Οριστική
θα έχω αναμιχτεί, θα έχεις αναμιχτεί, θα έχει αναμιχτεί, θα έχουμε αναμιχτεί, θα έχετε αναμιχτεί, θα έχουν(ε) αναμιχτεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναμιχτεί, έχεις αναμιχτεί, έχει αναμιχτεί, έχουμε αναμιχτεί, έχετε αναμιχτεί, έχουν(ε) αναμιχτεί
Υποτακτική
να έχω αναμιχτεί, να έχεις αναμιχτεί, να έχει αναμιχτεί, να έχουμε αναμιχτεί, να έχετε αναμιχτεί, να έχουν(ε) αναμιχτεί
(& να έχω αναμιχθεί, να έχεις αναμιχθεί, να έχει αναμιχθεί, να έχουμε αναμιχθεί, να έχετε αναμιχθεί, να έχουν(ε) αναμιχθεί)
Μετοχή
αναμειγμένος, αναμειγμένη, αναμειγμένο & αναμεμειγμένος, αναμεμειγμένη, αναμεμειγμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναμιχτεί, είχες αναμιχτεί, είχε αναμιχτεί, είχαμε αναμιχτεί, είχατε αναμιχτεί, είχαν(ε) αναμιχτεί
1) Με -ει- γράφονται τα θέματα μειγ-, μειξ- (όταν περιέχονται σε ρήμα): αναμειγνύω, ανέμειξα…
Παρατήρηση: Το ουσιαστικό μίξη (αρχαία μίξις) είναι προτιμότερο να γράφεται με -ι- επειδή θεωρείται ότι περιέχει τη μηδενισμένη βαθμίδα του αρχαίου θέματος μειγ-, πράγμα που αποτελεί τον κανόνα των αρχαίων ουσιαστικών σε -σις (π.χ. πείθω – πίστις, δίδωμι – δόσις, τίθημι – θέσις). Το ίδιο ισχύει σε μεγάλο βαθμό και για τα παράγωγά σε -μα και τα ρηματικά επίθετα σε -τος. Άρα μίγμα (αρχαία μίγμα και μεῖγμα), όπως τίθημι – θέμα, δίδωμι – επίδομα, και μικτός, όπως πείθω – πιστός, τίθημι – θετός, δίδωμι – δοτός.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου