Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δροσίζω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δροσίζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 

Science Photo Library


Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δροσίζω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
δροσίζω, δροσίζεις, δροσίζει, δροσίζουμε, δροσίζετε, δροσίζουν (ή δροσίζουνε)
Υποτακτική
να δροσίζω, να δροσίζεις, να δροσίζει, να δροσίζουμε, να δροσίζετε, να δροσίζουν (ή να δροσίζουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: δρόσιζε – β΄ πληθυντικό: δροσίζετε
Μετοχή
δροσίζοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
δρόσιζα, δρόσιζες, δρόσιζε, δροσίζαμε, δροσίζατε, δρόσιζαν ή δροσίζανε
 
Αόριστος
Οριστική
δρόσισα, δρόσισες, δρόσισε, δροσίσαμε, δροσίσατε, δρόσισαν ή δροσίσανε
Υποτακτική
να δροσίσω, να δροσίσεις, να δροσίσει, να δροσίσουμε, να δροσίσετε, να δροσίσουν (ή να δροσίσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: δρόσισε – β΄ πληθυντικό: δροσίστε  
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δροσίζω, θα δροσίζεις, θα δροσίζει, θα δροσίζουμε, θα δροσίζετε, θα δροσίζουν (ή θα δροσίζουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δροσίσω, θα δροσίσεις, θα δροσίσει, θα δροσίσουμε, θα δροσίσετε, θα δροσίσουν (ή θα δροσίσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω δροσίσει, θα έχεις δροσίσει, θα έχει δροσίσει, θα έχουμε δροσίσει, θα έχετε δροσίσει, θα έχουν(ε) δροσίσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δροσίσει, έχεις δροσίσει, έχει δροσίσει, έχουμε δροσίσει, έχετε δροσίσει, έχουν(ε) δροσίσει
Υποτακτική
να έχω δροσίσει, να έχεις δροσίσει, να έχει δροσίσει, να έχουμε δροσίσει, να έχετε δροσίσει, να έχουν(ε) δροσίσει
Μετοχή
έχοντας δροσίσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δροσίσει, είχες δροσίσει, είχε δροσίσει, είχαμε δροσίσει, είχατε δροσίσει, είχαν(ε) δροσίσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
δροσίζομαι, δροσίζεσαι, δροσίζεται, δροσιζόμαστε, δροσίζεστε, δροσίζονται
Υποτακτική
να δροσίζομαι, να δροσίζεσαι, να δροσίζεται, να δροσιζόμαστε, να δροσίζεστε, να δροσίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: δροσίζεστε
Μετοχή
δροσιζόμενος, δροσιζόμενη, δροσιζόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
δροσιζόμουν, δροσιζόσουν, δροσιζόταν, δροσιζόμαστε, δροσιζόσαστε, δροσίζονταν
(& δροσιζόμουνα, δροσιζόσουνα, δροσιζότανε, δροσιζόμασταν, δροσιζόσασταν, δροσιζόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
δροσίστηκα, δροσίστηκες, δροσίστηκε, δροσιστήκαμε, δροσιστήκατε, δροσίστηκαν ή δροσιστήκανε
Υποτακτική
να δροσιστώ, να δροσιστείς, να δροσιστεί, να δροσιστούμε, να δροσιστείτε, να δροσιστούν ή να δροσιστούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: δροσίσου β΄ πληθυντικό: δροσιστείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δροσίζομαι, θα δροσίζεσαι, θα δροσίζεται, θα δροσιζόμαστε, θα δροσίζεστε, θα δροσίζονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δροσιστώ, θα δροσιστείς, θα δροσιστεί, θα δροσιστούμε, θα δροσιστείτε, θα δροσιστούν ή θα δροσιστούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω δροσιστεί, θα έχεις δροσιστεί, θα έχει δροσιστεί, θα έχουμε δροσιστεί, θα έχετε δροσιστεί, θα έχουν(ε) δροσιστεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δροσιστεί, έχεις δροσιστεί, έχει δροσιστεί, έχουμε δροσιστεί, έχετε δροσιστεί, έχουν(ε) δροσιστεί
Υποτακτική
να έχω δροσιστεί, να έχεις δροσιστεί, να έχει δροσιστεί, να έχουμε δροσιστεί, να έχετε δροσιστεί, να έχουν(ε) δροσιστεί
Μετοχή
δροσισμένος, δροσισμένη, δροσισμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δροσιστεί, είχες δροσιστεί, είχε δροσιστεί, είχαμε δροσιστεί, είχατε δροσιστεί, είχαν(ε) δροσιστεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...