Science Photo Library
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δροσίζω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
δροσίζω, δροσίζεις, δροσίζει, δροσίζουμε, δροσίζετε, δροσίζουν (ή δροσίζουνε)
να δροσίζω, να δροσίζεις, να δροσίζει, να δροσίζουμε, να δροσίζετε, να δροσίζουν (ή να δροσίζουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: δρόσιζε – β΄ πληθυντικό: δροσίζετε
Μετοχή
δροσίζοντας
Παρατατικός
Οριστική
δρόσιζα, δρόσιζες, δρόσιζε, δροσίζαμε, δροσίζατε, δρόσιζαν ή δροσίζανε
Αόριστος
Οριστική
δρόσισα, δρόσισες, δρόσισε, δροσίσαμε, δροσίσατε, δρόσισαν ή δροσίσανε
να δροσίσω, να δροσίσεις, να δροσίσει, να δροσίσουμε, να δροσίσετε, να δροσίσουν (ή να δροσίσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: δρόσισε – β΄ πληθυντικό: δροσίστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δροσίζω, θα δροσίζεις, θα δροσίζει, θα δροσίζουμε, θα δροσίζετε, θα δροσίζουν (ή θα δροσίζουνε)
Οριστική
θα δροσίσω, θα δροσίσεις, θα δροσίσει, θα δροσίσουμε, θα δροσίσετε, θα δροσίσουν (ή θα δροσίσουνε)
Οριστική
θα έχω δροσίσει, θα έχεις δροσίσει, θα έχει δροσίσει, θα έχουμε δροσίσει, θα έχετε δροσίσει, θα έχουν(ε) δροσίσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δροσίσει, έχεις δροσίσει, έχει δροσίσει, έχουμε δροσίσει, έχετε δροσίσει, έχουν(ε) δροσίσει
να έχω δροσίσει, να έχεις δροσίσει, να έχει δροσίσει, να έχουμε δροσίσει, να έχετε δροσίσει, να έχουν(ε) δροσίσει
Μετοχή
έχοντας δροσίσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δροσίσει, είχες δροσίσει, είχε δροσίσει, είχαμε δροσίσει, είχατε δροσίσει, είχαν(ε) δροσίσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
δροσίζομαι, δροσίζεσαι, δροσίζεται, δροσιζόμαστε, δροσίζεστε, δροσίζονται
να δροσίζομαι, να δροσίζεσαι, να δροσίζεται, να δροσιζόμαστε, να δροσίζεστε, να δροσίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: δροσίζεστε
Μετοχή
δροσιζόμενος, δροσιζόμενη, δροσιζόμενο
Παρατατικός
Οριστική
δροσιζόμουν, δροσιζόσουν, δροσιζόταν, δροσιζόμαστε, δροσιζόσαστε, δροσίζονταν
Αόριστος
Οριστική
δροσίστηκα, δροσίστηκες, δροσίστηκε, δροσιστήκαμε, δροσιστήκατε, δροσίστηκαν ή δροσιστήκανε
να δροσιστώ, να δροσιστείς, να δροσιστεί, να δροσιστούμε, να δροσιστείτε, να δροσιστούν ή να δροσιστούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: δροσίσου β΄ πληθυντικό: δροσιστείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δροσίζομαι, θα δροσίζεσαι, θα δροσίζεται, θα δροσιζόμαστε, θα δροσίζεστε, θα δροσίζονται
Οριστική
θα δροσιστώ, θα δροσιστείς, θα δροσιστεί, θα δροσιστούμε, θα δροσιστείτε, θα δροσιστούν ή θα δροσιστούνε
Οριστική
θα έχω δροσιστεί, θα έχεις δροσιστεί, θα έχει δροσιστεί, θα έχουμε δροσιστεί, θα έχετε δροσιστεί, θα έχουν(ε) δροσιστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δροσιστεί, έχεις δροσιστεί, έχει δροσιστεί, έχουμε δροσιστεί, έχετε δροσιστεί, έχουν(ε) δροσιστεί
να έχω δροσιστεί, να έχεις δροσιστεί, να έχει δροσιστεί, να έχουμε δροσιστεί, να έχετε δροσιστεί, να έχουν(ε) δροσιστεί
Μετοχή
δροσισμένος, δροσισμένη, δροσισμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δροσιστεί, είχες δροσιστεί, είχε δροσιστεί, είχαμε δροσιστεί, είχατε δροσιστεί, είχαν(ε) δροσιστεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου