Michelle Calkins
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «νηστεύω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
νηστεύω, νηστεύεις, νηστεύει, νηστεύουμε, νηστεύετε, νηστεύουν (ή νηστεύουνε)
να νηστεύω, να νηστεύεις, να νηστεύει, να νηστεύουμε, να νηστεύετε, να νηστεύουν (ή να νηστεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: νήστευε – β΄ πληθυντικό: νηστεύετε
Μετοχή
νηστεύοντας
Παρατατικός
Οριστική
νήστευα, νήστευες, νήστευε, νηστεύαμε, νηστεύατε, νήστευαν ή νηστεύανε
Αόριστος
Οριστική
νήστεψα, νήστεψες, νήστεψε, νηστέψαμε, νηστέψατε, νήστεψαν ή νηστέψανε
να νηστέψω, να νηστέψεις, να νηστέψει, να νηστέψουμε, να νηστέψετε, να νηστέψουν (ή να νηστέψουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: νήστεψε – β΄ πληθυντικό: νηστέψτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα νηστεύω, θα νηστεύεις, θα νηστεύει, θα νηστεύουμε, θα νηστεύετε, θα νηστεύουν (ή να νηστεύουνε)
Οριστική
θα νηστέψω, θα νηστέψεις, θα νηστέψει, θα νηστέψουμε, θα νηστέψετε, θα νηστέψουν (ή θα νηστέψουνε)
Οριστική
θα έχω νηστέψει, θα έχεις νηστέψει, θα έχει νηστέψει, θα έχουμε νηστέψει, θα έχετε νηστέψει, θα έχουν(ε) νηστέψει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω νηστέψει, έχεις νηστέψει, έχει νηστέψει, έχουμε νηστέψει, έχετε νηστέψει, έχουν(ε) νηστέψει
να έχω νηστέψει, να έχεις νηστέψει, να έχει νηστέψει, να έχουμε νηστέψει, να έχετε νηστέψει, να έχουν(ε) νηστέψει
Μετοχή
έχοντας νηστέψει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα νηστέψει, είχες νηστέψει, είχε νηστέψει, είχαμε νηστέψει, είχατε νηστέψει, είχαν(ε) νηστέψει
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου