Toms Tee Store
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «χειραφετώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
χειραφετώ, χειραφετείς, χειραφετεί, χειραφετούμε, χειραφετείτε, χειραφετούν (ή χειραφετούνε)
να χειραφετώ, να χειραφετείς, να χειραφετεί, να χειραφετούμε, να χειραφετείτε, να χειραφετούν (ή να χειραφετούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: χειραφέτει – β΄ πληθυντικό: χειραφετείτε
Μετοχή
χειραφετώντας
Παρατατικός
Οριστική
χειραφετούσα, χειραφετούσες, χειραφετούσε, χειραφετούσαμε, χειραφετούσατε, χειραφετούσαν (ή χειραφετούσανε)
Αόριστος
Οριστική
χειραφέτησα, χειραφέτησες, χειραφέτησε, χειραφετήσαμε, χειραφετήσατε, χειραφέτησαν ή χειραφετήσανε
να χειραφετήσω, να χειραφετήσεις, να χειραφετήσει, να χειραφετήσουμε, να χειραφετήσετε, να χειραφετήσουν (ή να χειραφετήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: χειραφέτησε β΄ πληθυντικό: χειραφετήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα χειραφετώ, θα χειραφετείς, θα χειραφετεί, θα χειραφετούμε, θα χειραφετείτε, θα χειραφετούν (ή θα χειραφετούνε)
Οριστική
θα χειραφετήσω, θα χειραφετήσεις, θα χειραφετήσει, θα χειραφετήσουμε, θα χειραφετήσετε, θα χειραφετήσουν (ή θα χειραφετήσουνε)
Οριστική
θα έχω χειραφετήσει, θα έχεις χειραφετήσει, θα έχει χειραφετήσει, θα έχουμε χειραφετήσει, θα έχετε χειραφετήσει, θα έχουν(ε) χειραφετήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω χειραφετήσει, έχεις χειραφετήσει, έχει χειραφετήσει, έχουμε χειραφετήσει, έχετε χειραφετήσει, έχουν(ε) χειραφετήσει
να έχω χειραφετήσει, να έχεις χειραφετήσει, να έχει χειραφετήσει, να έχουμε χειραφετήσει, να έχετε χειραφετήσει, να έχουν(ε) χειραφετήσει
Μετοχή
έχοντας χειραφετήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα χειραφετήσει, είχες χειραφετήσει, είχε χειραφετήσει, είχαμε χειραφετήσει, είχατε χειραφετήσει, είχαν(ε) χειραφετήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
χειραφετούμαι, χειραφετείσαι, χειραφετείται, χειραφετούμαστε, χειραφετείστε, χειραφετούνται
να χειραφετούμαι, να χειραφετείσαι, να χειραφετείται, να χειραφετούμαστε, να χειραφετείστε, να χειραφετούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: χειραφετείστε
Μετοχή
χειραφετούμενος, χειραφετούμενη, χειραφετούμενο
Παρατατικός
Οριστική
χειραφετούμουν, χειραφετούσουνα, χειραφετούταν, χειραφετούμασταν ή χειραφετούμαστε, χειραφετούσαστε, χειραφετούνταν
Αόριστος
Οριστική
χειραφετήθηκα, χειραφετήθηκες, χειραφετήθηκε, χειραφετηθήκαμε, χειραφετηθήκατε, χειραφετήθηκαν ή χειραφετηθήκανε
να χειραφετηθώ, να χειραφετηθείς, να χειραφετηθεί, να χειραφετηθούμε, να χειραφετηθείτε, να χειραφετηθούν ή να χειραφετηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: χειραφετήσου β΄ πληθυντικό: χειραφετηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα χειραφετούμαι, θα χειραφετείσαι, θα χειραφετείται, θα χειραφετούμαστε, θα χειραφετείστε, θα χειραφετούνται
Οριστική
θα χειραφετηθώ, θα χειραφετηθείς, θα χειραφετηθεί, θα χειραφετηθούμε, θα χειραφετηθείτε, θα χειραφετηθούν ή θα χειραφετηθούνε
Οριστική
θα έχω χειραφετηθεί, θα έχεις χειραφετηθεί, θα έχει χειραφετηθεί, θα έχουμε χειραφετηθεί, θα έχετε χειραφετηθεί, θα έχουν(ε) χειραφετηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω χειραφετηθεί, έχεις χειραφετηθεί, έχει χειραφετηθεί, έχουμε χειραφετηθεί, έχετε χειραφετηθεί, έχουν(ε) χειραφετηθεί
να έχω χειραφετηθεί, να έχεις χειραφετηθεί, να έχει χειραφετηθεί, να έχουμε χειραφετηθεί, να έχετε χειραφετηθεί, να έχουν(ε) χειραφετηθεί
Μετοχή
χειραφετημένος, χειραφετημένη, χειραφετημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα χειραφετηθεί, είχες χειραφετηθεί, είχε χειραφετηθεί, είχαμε χειραφετηθεί, είχατε χειραφετηθεί, είχαν(ε) χειραφετηθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου