June Erica Vess
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «απελευθερώνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
απελευθερώνω, απελευθερώνεις, απελευθερώνει, απελευθερώνουμε, απελευθερώνετε, απελευθερώνουν (ή απελευθερώνουνε)
να απελευθερώνω, να απελευθερώνεις, να απελευθερώνει, να απελευθερώνουμε, να απελευθερώνετε, να απελευθερώνουν (ή να απελευθερώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: απελευθέρωνε – β΄ πληθυντικό: απελευθερώνετε
Μετοχή
απελευθερώνοντας
Παρατατικός
Οριστική
απελευθέρωνα, απελευθέρωνες, απελευθέρωνε, απελευθερώναμε, απελευθερώνατε, απελευθέρωναν ή απελευθερώνανε
Οριστική
απελευθέρωσα, απελευθέρωσες, απελευθέρωσε, απελευθερώσαμε, απελευθερώσατε, απελευθέρωσαν ή απελευθερώσανε
να απελευθερώσω, να απελευθερώσεις, να απελευθερώσει, να απελευθερώσουμε, να απελευθερώσετε, να απελευθερώσουν (ή να απελευθερώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: απελευθέρωσε – β΄ πληθυντικό: απελευθερώστε (ή απελευθερώσετε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα απελευθερώνω, θα απελευθερώνεις, θα απελευθερώνει, θα απελευθερώνουμε, θα απελευθερώνετε, θα απελευθερώνουν (ή θα απελευθερώνουνε)
Οριστική
θα απελευθερώσω, θα απελευθερώσεις, θα απελευθερώσει, θα απελευθερώσουμε, θα απελευθερώσετε, θα απελευθερώσουν (ή θα απελευθερώσουνε)
Οριστική
θα έχω απελευθερώσει, θα έχεις απελευθερώσει, θα έχει απελευθερώσει, θα έχουμε απελευθερώσει, θα έχετε απελευθερώσει, θα έχουν(ε) απελευθερώσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω απελευθερώσει, έχεις απελευθερώσει, έχει απελευθερώσει, έχουμε απελευθερώσει, έχετε απελευθερώσει, έχουν(ε) απελευθερώσει
να έχω απελευθερώσει, να έχεις απελευθερώσει, να έχει απελευθερώσει, να έχουμε απελευθερώσει, να έχετε απελευθερώσει, να έχουν(ε) απελευθερώσει
Μετοχή
έχοντας απελευθερώσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα απελευθερώσει, είχες απελευθερώσει, είχε απελευθερώσει, είχαμε απελευθερώσει, είχατε απελευθερώσει, είχαν(ε) απελευθερώσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
απελευθερώνομαι, απελευθερώνεσαι, απελευθερώνεται, απελευθερωνόμαστε, απελευθερώνεστε, απελευθερώνονται
να απελευθερώνομαι, να απελευθερώνεσαι, να απελευθερώνεται, να απελευθερωνόμαστε, να απελευθερώνεστε, να απελευθερώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: απελευθερώνεστε
Μετοχή
---
Οριστική
απελευθερωνόμουν, απελευθερωνόσουν, απελευθερωνόταν, απελευθερωνόμαστε, απελευθερωνόσαστε, απελευθερώνονταν
Αόριστος
Οριστική
απελευθερώθηκα, απελευθερώθηκες, απελευθερώθηκε, απελευθερωθήκαμε, απελευθερωθήκατε, απελευθερώθηκαν (ή απελευθερωθήκανε)
να απελευθερωθώ, να απελευθερωθείς, να απελευθερωθεί, να απελευθερωθούμε, να απελευθερωθείτε, να απελευθερωθούν (ή να απελευθερωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: απελευθερώσου β΄ πληθυντικό: απελευθερωθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα απελευθερώνομαι, θα απελευθερώνεσαι, θα απελευθερώνεται, θα απελευθερωνόμαστε, θα απελευθερώνεστε, θα απελευθερώνονται
Οριστική
θα απελευθερωθώ, θα απελευθερωθείς, θα απελευθερωθεί, θα απελευθερωθούμε, θα απελευθερωθείτε, θα απελευθερωθούν (ή θα απελευθερωθούνε)
Οριστική
θα έχω απελευθερωθεί, θα έχεις απελευθερωθεί, θα έχει απελευθερωθεί, θα έχουμε απελευθερωθεί, θα έχετε απελευθερωθεί, θα έχουν(ε) απελευθερωθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω απελευθερωθεί, έχεις απελευθερωθεί, έχει απελευθερωθεί, έχουμε απελευθερωθεί, έχετε απελευθερωθεί, έχουν(ε) απελευθερωθεί
να έχω απελευθερωθεί, να έχεις απελευθερωθεί, να έχει απελευθερωθεί, να έχουμε απελευθερωθεί, να έχετε απελευθερωθεί, να έχουν(ε) απελευθερωθεί
Μετοχή
απελευθερωμένος, απελευθερωμένη, απελευθερωμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα απελευθερωθεί, είχες απελευθερωθεί, είχε απελευθερωθεί, είχαμε απελευθερωθεί, είχατε απελευθερωθεί, είχαν(ε) απελευθερωθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου