Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υποχρεώνω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υποχρεώνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Let Your Art Soar
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υποχρεώνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
υποχρεώνω, υποχρεώνεις, υποχρεώνει, υποχρεώνουμε, υποχρεώνετε, υποχρεώνουν (ή υποχρεώνουνε)
Υποτακτική
να υποχρεώνω, να υποχρεώνεις, να υποχρεώνει, να υποχρεώνουμε, να υποχρεώνετε, να υποχρεώνουν (ή να υποχρεώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: υποχρέωνε – β΄ πληθυντικό: υποχρεώνετε
Μετοχή
υποχρεώνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
υποχρέωνα, υποχρέωνες, υποχρέωνε, υποχρεώναμε, υποχρεώνατε, υποχρέωναν ή υποχρεώνανε
 
Αόριστος
Οριστική
υποχρέωσα, υποχρέωσες, υποχρέωσε, υποχρεώσαμε, υποχρεώσατε, υποχρέωσαν ή υποχρεώσανε
Υποτακτική
να υποχρεώσω, να υποχρεώσεις, να υποχρεώσει, να υποχρεώσουμε, να υποχρεώσετε, να υποχρεώσουν (ή να υποχρεώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: υποχρέωσε – β΄ πληθυντικό: υποχρεώστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υποχρεώνω, θα υποχρεώνεις, θα υποχρεώνει, θα υποχρεώνουμε, θα υποχρεώνετε, θα υποχρεώνουν (ή θα υποχρεώνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υποχρεώσω, θα υποχρεώσεις, θα υποχρεώσει, θα υποχρεώσουμε, θα υποχρεώσετε, θα υποχρεώσουν (ή θα υποχρεώσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω υποχρεώσει, θα έχεις υποχρεώσει, θα έχει υποχρεώσει, θα έχουμε υποχρεώσει, θα έχετε υποχρεώσει, θα έχουν(ε) υποχρεώσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω υποχρεώσει, έχεις υποχρεώσει, έχει υποχρεώσει, έχουμε υποχρεώσει, έχετε υποχρεώσει, έχουν(ε) υποχρεώσει
Υποτακτική
να έχω υποχρεώσει, να έχεις υποχρεώσει, να έχει υποχρεώσει, να έχουμε υποχρεώσει, να έχετε υποχρεώσει, να έχουν(ε) υποχρεώσει
Μετοχή
έχοντας υποχρεώσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα υποχρεώσει, είχες υποχρεώσει, είχε υποχρεώσει, είχαμε υποχρεώσει, είχατε υποχρεώσει, είχαν(ε) υποχρεώσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
υποχρεώνομαι, υποχρεώνεσαι, υποχρεώνεται, υποχρεωνόμαστε, υποχρεώνεστε, υποχρεώνονται
Υποτακτική
να υποχρεώνομαι, να υποχρεώνεσαι, να υποχρεώνεται, να υποχρεωνόμαστε, να υποχρεώνεστε, να υποχρεώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: υποχρεώνεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
υποχρεωνόμουν, υποχρεωνόσουν, υποχρεωνόταν, υποχρεωνόμαστε, υποχρεωνόσαστε, υποχρεώνονταν
(& υποχρεωνόμουνα, υποχρεωνόσουνα, υποχρεωνότανε, υποχρεωνόμασταν, υποχρεωνόσασταν, υποχρεωνόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
υποχρεώθηκα, υποχρεώθηκες, υποχρεώθηκε, υποχρεωθήκαμε, υποχρεωθήκατε, υποχρεώθηκαν (ή υποχρεωθήκανε)
Υποτακτική
να υποχρεωθώ, να υποχρεωθείς, να υποχρεωθεί, να υποχρεωθούμε, να υποχρεωθείτε, να υποχρεωθούν (ή να υποχρεωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: υποχρεώσου - β΄ πληθυντικό: υποχρεωθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υποχρεώνομαι, θα υποχρεώνεσαι, θα υποχρεώνεται, θα υποχρεωνόμαστε, θα υποχρεώνεστε, θα υποχρεώνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υποχρεωθώ, θα υποχρεωθείς, θα υποχρεωθεί, θα υποχρεωθούμε, θα υποχρεωθείτε, θα υποχρεωθούν (ή θα υποχρεωθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω υποχρεωθεί, θα έχεις υποχρεωθεί, θα έχει υποχρεωθεί, θα έχουμε υποχρεωθεί, θα έχετε υποχρεωθεί, θα έχουν(ε) υποχρεωθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω υποχρεωθεί, έχεις υποχρεωθεί, έχει υποχρεωθεί, έχουμε υποχρεωθεί, έχετε υποχρεωθεί, έχουν(ε) υποχρεωθεί
Υποτακτική
να έχω υποχρεωθεί, να έχεις υποχρεωθεί, να έχει υποχρεωθεί, να έχουμε υποχρεωθεί, να έχετε υποχρεωθεί, να έχουν(ε) υποχρεωθεί
Μετοχή
υποχρεωμένος, υποχρεωμένη, υποχρεωμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα υποχρεωθεί, είχες υποχρεωθεί, είχε υποχρεωθεί, είχαμε υποχρεωθεί, είχατε υποχρεωθεί, είχαν(ε) υποχρεωθεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...