Vesna Antic
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εγγυώμαι»
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
εγγυώμαι, εγγυάσαι, εγγυάται, εγγυόμαστε ή εγγυώμεθα, εγγυάστε, εγγυώνται
Υποτακτική
να εγγυώμαι, να εγγυάσαι, να εγγυάται, να εγγυόμαστε ή να εγγυώμεθα, να εγγυάστε, να εγγυώνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εγγυάστε
Μετοχή
εγγυώμενος, εγγυώμενη, εγγυώμενο
Παρατατικός
Οριστική
εγγυόμουν, εγγυόσουν, εγγυόταν ή εγγυάτο, εγγυόμαστε ή εγγυόμασταν, εγγυόσαστε ή εγγυόσασταν, εγγυόνταν ή εγγυώντο
Αόριστος
Οριστική
εγγυήθηκα, εγγυήθηκες, εγγυήθηκε, εγγυηθήκαμε, εγγυηθήκατε, εγγυήθηκαν (ή εγγυηθήκανε)
Υποτακτική
να εγγυηθώ, να εγγυηθείς, να εγγυηθεί, να εγγυηθούμε, να εγγυηθείτε, να εγγυηθούν (ή να εγγυηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: εγγυήσου β΄ πληθυντικό: εγγυηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εγγυώμαι, θα εγγυάσαι, θα εγγυάται, θα εγγυόμαστε ή θα εγγυώμεθα, θα εγγυάστε, θα εγγυώνται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εγγυηθώ, θα εγγυηθείς, θα εγγυηθεί, θα εγγυηθούμε, θα εγγυηθείτε, θα εγγυηθούν (ή θα εγγυηθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εγγυηθεί, θα έχεις εγγυηθεί, θα έχει εγγυηθεί, θα έχουμε εγγυηθεί, θα έχετε εγγυηθεί, θα έχουν(ε) εγγυηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εγγυηθεί, έχεις εγγυηθεί, έχει εγγυηθεί, έχουμε εγγυηθεί, έχετε εγγυηθεί, έχουν(ε) εγγυηθεί
Υποτακτική
να έχω εγγυηθεί, να έχεις εγγυηθεί, να έχει εγγυηθεί, να έχουμε εγγυηθεί, να έχετε εγγυηθεί, να έχουν(ε) εγγυηθεί
Μετοχή
εγγυημένος, εγγυημένη, εγγυημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εγγυηθεί, είχες εγγυηθεί, είχε εγγυηθεί, είχαμε εγγυηθεί, είχατε εγγυηθεί, είχαν(ε) εγγυηθεί
Σημείωση: Το ρήμα εγγυώμαι ανήκει σε εκείνα που
προέρχονται από τα αρχαία συνηρημένα σε -άω > -ῶ και, επομένως, ακολουθεί αυτό το
κλιτικό σχήμα στον ενεστώτα και τον παρατατικό. Σε ορισμένα πρόσωπα
χρησιμοποιούνται τόσο λόγιοι (κληρονομημένοι) όσο και μεταπλασμένοι τύποι.
Στον παρατατικό συνηθίζονται κυρίως οι
λόγιοι τύποι του γ΄ ενικού και πληθυντικού προσώπου: εγγυάτο – εγγυώντο. Οι
τύποι αυτοί συνυπάρχουν με τους μεταπλασμένους εγγυόταν – εγγυόνταν.
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό
των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εγγυώμαι»
Ενεστώτας
Οριστική
εγγυώμαι, εγγυάσαι, εγγυάται, εγγυόμαστε ή εγγυώμεθα, εγγυάστε, εγγυώνται
να εγγυώμαι, να εγγυάσαι, να εγγυάται, να εγγυόμαστε ή να εγγυώμεθα, να εγγυάστε, να εγγυώνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εγγυάστε
Μετοχή
εγγυώμενος, εγγυώμενη, εγγυώμενο
Παρατατικός
Οριστική
εγγυόμουν, εγγυόσουν, εγγυόταν ή εγγυάτο, εγγυόμαστε ή εγγυόμασταν, εγγυόσαστε ή εγγυόσασταν, εγγυόνταν ή εγγυώντο
Οριστική
εγγυήθηκα, εγγυήθηκες, εγγυήθηκε, εγγυηθήκαμε, εγγυηθήκατε, εγγυήθηκαν (ή εγγυηθήκανε)
να εγγυηθώ, να εγγυηθείς, να εγγυηθεί, να εγγυηθούμε, να εγγυηθείτε, να εγγυηθούν (ή να εγγυηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: εγγυήσου β΄ πληθυντικό: εγγυηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εγγυώμαι, θα εγγυάσαι, θα εγγυάται, θα εγγυόμαστε ή θα εγγυώμεθα, θα εγγυάστε, θα εγγυώνται
Οριστική
θα εγγυηθώ, θα εγγυηθείς, θα εγγυηθεί, θα εγγυηθούμε, θα εγγυηθείτε, θα εγγυηθούν (ή θα εγγυηθούνε)
Οριστική
θα έχω εγγυηθεί, θα έχεις εγγυηθεί, θα έχει εγγυηθεί, θα έχουμε εγγυηθεί, θα έχετε εγγυηθεί, θα έχουν(ε) εγγυηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εγγυηθεί, έχεις εγγυηθεί, έχει εγγυηθεί, έχουμε εγγυηθεί, έχετε εγγυηθεί, έχουν(ε) εγγυηθεί
να έχω εγγυηθεί, να έχεις εγγυηθεί, να έχει εγγυηθεί, να έχουμε εγγυηθεί, να έχετε εγγυηθεί, να έχουν(ε) εγγυηθεί
Μετοχή
εγγυημένος, εγγυημένη, εγγυημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εγγυηθεί, είχες εγγυηθεί, είχε εγγυηθεί, είχαμε εγγυηθεί, είχατε εγγυηθεί, είχαν(ε) εγγυηθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου