Konrad Wothe
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συνεννοούμαι»
Ενεστώτας
Οριστική
συνεννοούμαι, συνεννοείσαι, συνεννοείται, συνεννοούμαστε, συνεννοείστε, συνεννοούνται
Υποτακτική
να συνεννοούμαι, να συνεννοείσαι, να συνεννοείται, να συνεννοούμαστε, να συνεννοείστε, να συνεννοούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συνεννοείστε
Μετοχή
συνεννοούμενος, συνεννοούμενη, συνεννοούμενο
Παρατατικός
Οριστική
συνεννοούμουν, συνεννοούσουν, συνεννοούταν, συνεννοούμασταν ή συνεννοούμαστε, συνεννοούσαστε, συνεννοούνταν
Αόριστος
Οριστική
συνεννοήθηκα, συνεννοήθηκες, συνεννοήθηκε, συνεννοηθήκαμε, συνεννοηθήκατε, συνεννοήθηκαν ή συνεννοηθήκανε
Υποτακτική
να συνεννοηθώ, να συνεννοηθείς, να συνεννοηθεί, να συνεννοηθούμε, να συνεννοηθείτε, να συνεννοηθούν ή να συνεννοηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: συνεννοήσου β΄ πληθυντικό: συνεννοηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συνεννοούμαι, θα συνεννοείσαι, θα συνεννοείται, θα συνεννοούμαστε, θα συνεννοείστε, θα συνεννοούνται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συνεννοηθώ, θα συνεννοηθείς, θα συνεννοηθεί, θα συνεννοηθούμε, θα συνεννοηθείτε, θα συνεννοηθούν ή θα συνεννοηθούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συνεννοηθεί, θα έχεις συνεννοηθεί, θα έχει συνεννοηθεί, θα έχουμε συνεννοηθεί, θα έχετε συνεννοηθεί, θα έχουν(ε) συνεννοηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συνεννοηθεί, έχεις συνεννοηθεί, έχει συνεννοηθεί, έχουμε συνεννοηθεί, έχετε συνεννοηθεί, έχουν(ε) συνεννοηθεί
Υποτακτική
να έχω συνεννοηθεί, να έχεις συνεννοηθεί, να έχει συνεννοηθεί, να έχουμε συνεννοηθεί, να έχετε συνεννοηθεί, να έχουν(ε) συνεννοηθεί
Μετοχή
συνεννοημένος, συνεννοημένη, συνεννοημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συνεννοηθεί, είχες συνεννοηθεί, είχε συνεννοηθεί, είχαμε συνεννοηθεί, είχατε συνεννοηθεί, είχαν(ε) συνεννοηθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συνεννοούμαι»
Οριστική
συνεννοούμαι, συνεννοείσαι, συνεννοείται, συνεννοούμαστε, συνεννοείστε, συνεννοούνται
να συνεννοούμαι, να συνεννοείσαι, να συνεννοείται, να συνεννοούμαστε, να συνεννοείστε, να συνεννοούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συνεννοείστε
Μετοχή
συνεννοούμενος, συνεννοούμενη, συνεννοούμενο
Παρατατικός
Οριστική
συνεννοούμουν, συνεννοούσουν, συνεννοούταν, συνεννοούμασταν ή συνεννοούμαστε, συνεννοούσαστε, συνεννοούνταν
Αόριστος
Οριστική
συνεννοήθηκα, συνεννοήθηκες, συνεννοήθηκε, συνεννοηθήκαμε, συνεννοηθήκατε, συνεννοήθηκαν ή συνεννοηθήκανε
να συνεννοηθώ, να συνεννοηθείς, να συνεννοηθεί, να συνεννοηθούμε, να συνεννοηθείτε, να συνεννοηθούν ή να συνεννοηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: συνεννοήσου β΄ πληθυντικό: συνεννοηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συνεννοούμαι, θα συνεννοείσαι, θα συνεννοείται, θα συνεννοούμαστε, θα συνεννοείστε, θα συνεννοούνται
Οριστική
θα συνεννοηθώ, θα συνεννοηθείς, θα συνεννοηθεί, θα συνεννοηθούμε, θα συνεννοηθείτε, θα συνεννοηθούν ή θα συνεννοηθούνε
Οριστική
θα έχω συνεννοηθεί, θα έχεις συνεννοηθεί, θα έχει συνεννοηθεί, θα έχουμε συνεννοηθεί, θα έχετε συνεννοηθεί, θα έχουν(ε) συνεννοηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συνεννοηθεί, έχεις συνεννοηθεί, έχει συνεννοηθεί, έχουμε συνεννοηθεί, έχετε συνεννοηθεί, έχουν(ε) συνεννοηθεί
να έχω συνεννοηθεί, να έχεις συνεννοηθεί, να έχει συνεννοηθεί, να έχουμε συνεννοηθεί, να έχετε συνεννοηθεί, να έχουν(ε) συνεννοηθεί
Μετοχή
συνεννοημένος, συνεννοημένη, συνεννοημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συνεννοηθεί, είχες συνεννοηθεί, είχε συνεννοηθεί, είχαμε συνεννοηθεί, είχατε συνεννοηθεί, είχαν(ε) συνεννοηθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου