Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διαδίδω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διαδίδω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Gary Bodnar
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διαδίδω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
διαδίδω, διαδίδεις, διαδίδει, διαδίδουμε, διαδίδετε, διαδίδουν (ή διαδίδουνε)
Υποτακτική
να διαδίδω, να διαδίδεις, να διαδίδει, να διαδίδουμε, να διαδίδετε, να διαδίδουν (ή να διαδίδουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διάδιδε – β΄ πληθυντικό: διαδίδετε
Μετοχή
διαδίδοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
διέδιδα, διέδιδες, διέδιδε, διαδίδαμε, διαδίδατε, διέδιδαν ή διαδίδανε
Η χρονική αύξηση διατηρείται όταν τονίζεται.
 
Αόριστος
Οριστική
διέδωσα, διέδωσες, διέδωσε, διαδώσαμε, διαδώσατε, διέδωσαν ή διαδώσανε
Υποτακτική
να διαδώσω, να διαδώσεις, να διαδώσει, να διαδώσουμε, να διαδώσετε, να διαδώσουν (ή να διαδώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διάδωσε – β΄ πληθυντικό: διαδώστε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαδίδω, θα διαδίδεις, θα διαδίδει, θα διαδίδουμε, θα διαδίδετε, θα διαδίδουν (ή θα διαδίδουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαδώσω, θα διαδώσεις, θα διαδώσει, θα διαδώσουμε, θα διαδώσετε, θα διαδώσουν (ή θα διαδώσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διαδώσει, θα έχεις διαδώσει, θα έχει διαδώσει, θα έχουμε διαδώσει, θα έχετε διαδώσει, θα έχουν(ε) διαδώσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διαδώσει, έχεις διαδώσει, έχει διαδώσει, έχουμε διαδώσει, έχετε διαδώσει, έχουν(ε) διαδώσει
Υποτακτική
να έχω διαδώσει, να έχεις διαδώσει, να έχει διαδώσει, να έχουμε διαδώσει, να έχετε διαδώσει, να έχουν(ε) διαδώσει
Μετοχή
έχοντας διαδώσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διαδώσει, είχες διαδώσει, είχε διαδώσει, είχαμε διαδώσει, είχατε διαδώσει, είχαν(ε) διαδώσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
διαδίδομαι, διαδίδεσαι, διαδίδεται, διαδιδόμαστε, διαδίδεστε, διαδίδονται
Υποτακτική
να διαδίδομαι, να διαδίδεσαι, να διαδίδεται, να διαδιδόμαστε, να διαδίδεστε, να διαδίδονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: διαδίδεστε
Μετοχή
διαδιδόμενος, διαδιδόμενη, διαδιδόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
διαδιδόμουν, διαδιδόσουν, διαδιδόταν, διαδιδόμαστε, διαδιδόσαστε, διαδίδονταν
(& διαδιδόμουνα, διαδιδόσουνα, διαδιδότανε, διαδιδόμασταν, διαδιδόσασταν, διαδιδόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
διαδόθηκα, διαδόθηκες, διαδόθηκε, διαδοθήκαμε, διαδοθήκατε, διαδόθηκαν ή διαδοθήκανε
Υποτακτική
να διαδοθώ, να διαδοθείς, να διαδοθεί, να διαδοθούμε, να διαδοθείτε, να διαδοθούν ή να διαδοθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: διαδώσου β΄ πληθυντικό: διαδοθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαδίδομαι, θα διαδίδεσαι, θα διαδίδεται, θα διαδιδόμαστε, θα διαδίδεστε, θα διαδίδονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαδοθώ, θα διαδοθείς, θα διαδοθεί, θα διαδοθούμε, θα διαδοθείτε, θα διαδοθούν ή θα διαδοθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διαδοθεί, θα έχεις διαδοθεί, θα έχει διαδοθεί, θα έχουμε διαδοθεί, θα έχετε διαδοθεί, θα έχουν(ε) διαδοθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διαδοθεί, έχεις διαδοθεί, έχει διαδοθεί, έχουμε διαδοθεί, έχετε διαδοθεί, έχουν(ε) διαδοθεί
Υποτακτική
να έχω διαδοθεί, να έχεις διαδοθεί, να έχει διαδοθεί, να έχουμε διαδοθεί, να έχετε διαδοθεί, να έχουν(ε) διαδοθεί
Μετοχή
διαδομένος, διαδομένη, διαδομένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διαδοθεί, είχες διαδοθεί, είχε διαδοθεί, είχαμε διαδοθεί, είχατε διαδοθεί, είχαν(ε) διαδοθεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...