Sd Graphics Studio
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λατρεύω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
λατρεύω, λατρεύεις, λατρεύει, λατρεύουμε, λατρεύετε, λατρεύουν (ή λατρεύουνε)
να λατρεύω, να λατρεύεις, να λατρεύει, να λατρεύουμε, να λατρεύετε, να λατρεύουν (ή να λατρεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: λάτρευε – β΄ πληθυντικό: λατρεύετε
Μετοχή
λατρεύοντας
Παρατατικός
Οριστική
λάτρευα, λάτρευες, λάτρευε, λατρεύαμε, λατρεύατε, λάτρευαν ή λατρεύανε
Αόριστος
Οριστική
λάτρεψα, λάτρεψες, λάτρεψε, λατρέψαμε, λατρέψατε, λάτρεψαν ή λατρέψανε
Υποτακτική
να λατρέψω, να λατρέψεις, να λατρέψει, να λατρέψουμε, να λατρέψετε, να λατρέψουν (ή να λατρέψουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: λάτρεψε – β΄ πληθυντικό: λατρέψτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα λατρεύω, θα λατρεύεις, θα λατρεύει, θα λατρεύουμε, θα λατρεύετε, θα λατρεύουν (ή θα λατρεύουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα λατρέψω, θα λατρέψεις, θα λατρέψει, θα λατρέψουμε, θα λατρέψετε, θα λατρέψουν (ή θα λατρέψουνε)
Οριστική
θα έχω λατρέψει, θα έχεις λατρέψει, θα έχει λατρέψει, θα έχουμε λατρέψει, θα έχετε λατρέψει, θα έχουν(ε) λατρέψει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω λατρέψει, έχεις λατρέψει, έχει λατρέψει, έχουμε λατρέψει, έχετε λατρέψει, έχουν(ε) λατρέψει
να έχω λατρέψει, να έχεις λατρέψει, να έχει λατρέψει, να έχουμε λατρέψει, να έχετε λατρέψει, να έχουν(ε) λατρέψει
Μετοχή
έχοντας λατρέψει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα λατρέψει, είχες λατρέψει, είχε λατρέψει, είχαμε λατρέψει, είχατε λατρέψει, είχαν(ε) λατρέψει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
λατρεύομαι, λατρεύεσαι, λατρεύεται, λατρευόμαστε, λατρεύεστε, λατρεύονται
να λατρεύομαι, να λατρεύεσαι, να λατρεύεται, να λατρευόμαστε, να λατρεύεστε, να λατρεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: λατρεύεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
λατρευόμουν, λατρευόσουν, λατρευόταν, λατρευόμαστε, λατρευόσαστε, λατρεύονταν
Αόριστος
Οριστική
λατρεύτηκα, λατρεύτηκες, λατρεύτηκε, λατρευτήκαμε, λατρευτήκατε, λατρεύτηκαν ή λατρευτήκανε
να λατρευτώ, να λατρευτείς, να λατρευτεί, να λατρευτούμε, να λατρευτείτε, να λατρευτούν (ή να λατρευτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: λατρέψου β΄ πληθυντικό: λατρευτείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα λατρεύομαι, θα λατρεύεσαι, θα λατρεύεται, θα λατρευόμαστε, θα λατρεύεστε, θα λατρεύονται
Οριστική
θα λατρευτώ, θα λατρευτείς, θα λατρευτεί, θα λατρευτούμε, θα λατρευτείτε, θα λατρευτούν (ή θα λατρευτούνε)
Οριστική
θα έχω λατρευτεί, θα έχεις λατρευτεί, θα έχει λατρευτεί, θα έχουμε λατρευτεί, θα έχετε λατρευτεί, θα έχουν(ε) λατρευτεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω λατρευτεί, έχεις λατρευτεί, έχει λατρευτεί, έχουμε λατρευτεί, έχετε λατρευτεί, έχουν(ε) λατρευτεί
να έχω λατρευτεί, να έχεις λατρευτεί, να έχει λατρευτεί, να έχουμε λατρευτεί, να έχετε λατρευτεί, να έχουν(ε) λατρευτεί
Μετοχή
λατρεμένος, λατρεμένη, λατρεμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα λατρευτεί, είχες λατρευτεί, είχε λατρευτεί, είχαμε λατρευτεί, είχατε λατρευτεί, είχαν(ε) λατρευτεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου