Ηρώο πεσόντων Μανταίων 1825-1943
(Μανταίικα Αρκαδίας)
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρημάτων «αγωνίζομαι» & «μάχομαι»
Οριστική
αγωνίζομαι, αγωνίζεσαι, αγωνίζεται, αγωνιζόμαστε, αγωνίζεστε, αγωνίζονται
να αγωνίζομαι, να αγωνίζεσαι, να αγωνίζεται, να αγωνιζόμαστε, να αγωνίζεστε, να αγωνίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αγωνίζεστε
Μετοχή
αγωνιζόμενος, αγωνιζόμενη, αγωνιζόμενο
Παρατατικός
Οριστική
αγωνιζόμουν, αγωνιζόσουν, αγωνιζόταν, αγωνιζόμαστε, αγωνιζόσαστε, αγωνίζονταν
Αόριστος
Οριστική
αγωνίστηκα, αγωνίστηκες, αγωνίστηκε, αγωνιστήκαμε, αγωνιστήκατε, αγωνίστηκαν ή αγωνιστήκανε
Υποτακτική
να αγωνιστώ, να αγωνιστείς, να αγωνιστεί, να αγωνιστούμε, να αγωνιστείτε, να αγωνιστούν ή να αγωνιστούνε
& να αγωνισθώ, να αγωνισθείς, να αγωνισθεί, να αγωνισθούμε, να αγωνισθείτε, να αγωνισθούν ή να αγωνισθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: αγωνίσου β΄ πληθυντικό: αγωνιστείτε / αγωνισθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αγωνίζομαι, θα αγωνίζεσαι, θα αγωνίζεται, θα αγωνιζόμαστε, θα αγωνίζεστε, θα αγωνίζονται
Οριστική
θα αγωνιστώ, θα αγωνιστείς, θα αγωνιστεί, θα αγωνιστούμε, θα αγωνιστείτε, θα αγωνιστούν ή θα αγωνιστούνε
Οριστική
θα έχω αγωνιστεί, θα έχεις αγωνιστεί, θα έχει αγωνιστεί, θα έχουμε αγωνιστεί, θα έχετε αγωνιστεί, θα έχουν(ε) αγωνιστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αγωνιστεί, έχεις αγωνιστεί, έχει αγωνιστεί, έχουμε αγωνιστεί, έχετε αγωνιστεί, έχουν(ε) αγωνιστεί
Υποτακτική
να έχω αγωνιστεί, να έχεις αγωνιστεί, να έχει αγωνιστεί, να έχουμε αγωνιστεί, να έχετε αγωνιστεί, να έχουν(ε) αγωνιστεί
& να έχω αγωνισθεί, να έχεις αγωνισθεί, να έχει αγωνισθεί, να έχουμε αγωνισθεί, να έχετε αγωνισθεί, να έχουν(ε) αγωνισθεί
Μετοχή
---
Οριστική
είχα αγωνιστεί, είχες αγωνιστεί, είχε αγωνιστεί, είχαμε αγωνιστεί, είχατε αγωνιστεί, είχαν(ε) αγωνιστεί
Οριστική
μάχομαι, μάχεσαι, μάχεται, μαχόμαστε, μάχεστε, μάχονται
να μάχομαι, να μάχεσαι, να μάχεται, να μαχόμαστε, να μάχεστε, να μάχονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: μάχεστε
Μετοχή
μαχόμενος, μαχόμενη, μαχόμενο
Παρατατικός
Οριστική
μαχόμουν, μαχόσουν, μαχόταν, μαχόμαστε, μαχόσαστε, μάχονταν
Οριστική
πολέμησα, πολέμησες, πολέμησε, πολεμήσαμε, πολεμήσατε, πολέμησαν ή πολεμήσανε
να πολεμήσω, να πολεμήσεις, να πολεμήσει, να πολεμήσουμε, να πολεμήσετε, να πολεμήσουν (ή να πολεμήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: πολέμησε β΄ πληθυντικό: πολεμήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μάχομαι, θα μάχεσαι, θα μάχεται, θα μαχόμαστε, θα μάχεστε, θα μάχονται
Οριστική
θα πολεμήσω, θα πολεμήσεις, θα πολεμήσει, θα πολεμήσουμε, θα πολεμήσετε, θα πολεμήσουν (ή θα πολεμήσουνε)
Οριστική
θα έχω πολεμήσει, θα έχεις πολεμήσει, θα έχει πολεμήσει, θα έχουμε πολεμήσει, θα έχετε πολεμήσει, θα έχουν(ε) πολεμήσει
Οριστική
έχω πολεμήσει, έχεις πολεμήσει, έχει πολεμήσει, έχουμε πολεμήσει, έχετε πολεμήσει, έχουν(ε) πολεμήσει
να έχω πολεμήσει, να έχεις πολεμήσει, να έχει πολεμήσει, να έχουμε πολεμήσει, να έχετε πολεμήσει, να έχουν(ε) πολεμήσει
Μετοχή
έχοντας πολεμήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα πολεμήσει, είχες πολεμήσει, είχε πολεμήσει, είχαμε πολεμήσει, είχατε πολεμήσει, είχαν(ε) πολεμήσει
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου