Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τροφοδοτώ» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τροφοδοτώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Nikki Galapon
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τροφοδοτώ»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
τροφοδοτώ, τροφοδοτείς, τροφοδοτεί, τροφοδοτούμε, τροφοδοτείτε, τροφοδοτούν (ή τροφοδοτούνε)
Υποτακτική
να τροφοδοτώ, να τροφοδοτείς, να τροφοδοτεί, να τροφοδοτούμε, να τροφοδοτείτε, να τροφοδοτούν (ή να τροφοδοτούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: τροφοδοτείτε
Μετοχή
τροφοδοτώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
τροφοδοτούσα, τροφοδοτούσες, τροφοδοτούσε, τροφοδοτούσαμε, τροφοδοτούσατε, τροφοδοτούσαν (ή τροφοδοτούσανε)
 
Αόριστος
Οριστική
τροφοδότησα, τροφοδότησες, τροφοδότησε, τροφοδοτήσαμε, τροφοδοτήσατε, τροφοδότησαν
Υποτακτική
να τροφοδοτήσω, να τροφοδοτήσεις, να τροφοδοτήσει, να τροφοδοτήσουμε, να τροφοδοτήσετε, να τροφοδοτήσουν (ή να τροφοδοτήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: τροφοδότησε – β΄ πληθυντικό: τροφοδοτήστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα τροφοδοτώ, θα τροφοδοτείς, θα τροφοδοτεί, θα τροφοδοτούμε, θα τροφοδοτείτε, θα τροφοδοτούν (ή θα τροφοδοτούνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα τροφοδοτήσω, θα τροφοδοτήσεις, θα τροφοδοτήσει, θα τροφοδοτήσουμε, θα τροφοδοτήσετε, θα τροφοδοτήσουν (ή θα τροφοδοτήσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω τροφοδοτήσει, θα έχεις τροφοδοτήσει, θα έχει τροφοδοτήσει, θα έχουμε τροφοδοτήσει, θα έχετε τροφοδοτήσει, θα έχουν(ε) τροφοδοτήσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω τροφοδοτήσει, έχεις τροφοδοτήσει, έχει τροφοδοτήσει, έχουμε τροφοδοτήσει, έχετε τροφοδοτήσει, έχουν(ε) τροφοδοτήσει
Υποτακτική
να έχω τροφοδοτήσει, να έχεις τροφοδοτήσει, να έχει τροφοδοτήσει, να έχουμε τροφοδοτήσει, να έχετε τροφοδοτήσει, να έχουν(ε) τροφοδοτήσει
Μετοχή
έχοντας τροφοδοτήσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα τροφοδοτήσει, είχες τροφοδοτήσει, είχε τροφοδοτήσει, είχαμε τροφοδοτήσει, είχατε τροφοδοτήσει, είχαν(ε) τροφοδοτήσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
τροφοδοτούμαι, τροφοδοτείσαι, τροφοδοτείται, τροφοδοτούμαστε, τροφοδοτείστε, τροφοδοτούνται
Υποτακτική
να τροφοδοτούμαι, να τροφοδοτείσαι, να τροφοδοτείται, να τροφοδοτούμαστε, να τροφοδοτείστε, να τροφοδοτούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: τροφοδοτείστε
Μετοχή
τροφοδοτούμενος, τροφοδοτούμενη, τροφοδοτούμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
τροφοδοτούμουν, τροφοδοτούσουνα, τροφοδοτούταν ή τροφοδοτούτανε, τροφοδοτούμασταν ή τροφοδοτούμαστε, τροφοδοτούσαστε, τροφοδοτούνταν
 
Αόριστος
Οριστική
τροφοδοτήθηκα, τροφοδοτήθηκες, τροφοδοτήθηκε, τροφοδοτηθήκαμε, τροφοδοτηθήκατε, τροφοδοτήθηκαν ή τροφοδοτηθήκανε
Υποτακτική
να τροφοδοτηθώ, να τροφοδοτηθείς, να τροφοδοτηθεί, να τροφοδοτηθούμε, να τροφοδοτηθείτε, να τροφοδοτηθούν ή να τροφοδοτηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: τροφοδοτήσου – β΄ πληθυντικό: τροφοδοτηθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα τροφοδοτούμαι, θα τροφοδοτείσαι, θα τροφοδοτείται, θα τροφοδοτούμαστε, θα τροφοδοτείστε, θα τροφοδοτούνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα τροφοδοτηθώ, θα τροφοδοτηθείς, θα τροφοδοτηθεί, θα τροφοδοτηθούμε, θα τροφοδοτηθείτε, θα τροφοδοτηθούν ή θα τροφοδοτηθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω τροφοδοτηθεί, θα έχεις τροφοδοτηθεί, θα έχει τροφοδοτηθεί, θα έχουμε τροφοδοτηθεί, θα έχετε τροφοδοτηθεί, θα έχουν(ε) τροφοδοτηθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω τροφοδοτηθεί, έχεις τροφοδοτηθεί, έχει τροφοδοτηθεί, έχουμε τροφοδοτηθεί, έχετε τροφοδοτηθεί, έχουν(ε) τροφοδοτηθεί
Υποτακτική
να έχω τροφοδοτηθεί, να έχεις τροφοδοτηθεί, να έχει τροφοδοτηθεί, να έχουμε τροφοδοτηθεί, να έχετε τροφοδοτηθεί, να έχουν(ε) τροφοδοτηθεί
Μετοχή
τροφοδοτημένος, τροφοδοτημένη, τροφοδοτημένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα τροφοδοτηθεί, είχες τροφοδοτηθεί, είχε τροφοδοτηθεί, είχαμε τροφοδοτηθεί, είχατε τροφοδοτηθεί, είχαν(ε) τροφοδοτηθεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...