Ikon Images
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «χρησιμεύω»
Ενεστώτας
Οριστική
χρησιμεύω, χρησιμεύεις, χρησιμεύει, χρησιμεύουμε, χρησιμεύετε, χρησιμεύουν (ή χρησιμεύουνε)
Υποτακτική
να χρησιμεύω, να χρησιμεύεις, να χρησιμεύει, να χρησιμεύουμε, να χρησιμεύετε, να χρησιμεύουν (ή να χρησιμεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: χρησίμευε – β΄ πληθυντικό: χρησιμεύετε
Μετοχή
χρησιμεύοντας
Παρατατικός
Οριστική
χρησίμευα, χρησίμευες, χρησίμευε, χρησιμεύαμε, χρησιμεύατε, χρησίμευαν ή χρησιμεύανε
Αόριστος
Οριστική
χρησίμευσα, χρησίμευσες, χρησίμευσε, χρησιμεύσαμε, χρησιμεύσατε, χρησίμευσαν ή χρησιμεύσανε
& χρησίμεψα, χρησίμεψες, χρησίμεψε,
χρησιμέψαμε, χρησιμέψατε, χρησίμεψαν ή χρησιμέψανε
Υποτακτική
να χρησιμεύσω, να χρησιμεύσεις, να χρησιμεύσει, να χρησιμεύσουμε, να χρησιμεύσετε, να χρησιμεύσουν (ή να χρησιμεύσουνε)
& να χρησιμέψω, να χρησιμέψεις, να χρησιμέψει, να χρησιμέψουμε, να χρησιμέψετε, να χρησιμέψουν (ή να χρησιμέψουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: χρησίμευσε ή χρησίμεψε – β΄ πληθυντικό: χρησιμεύστε ή χρησιμέψτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα χρησιμεύω, θα χρησιμεύεις, θα χρησιμεύει, θα χρησιμεύουμε, θα χρησιμεύετε, θα χρησιμεύουν (ή θα χρησιμεύουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα χρησιμεύσω, θα χρησιμεύσεις, θα χρησιμεύσει, θα χρησιμεύσουμε, θα χρησιμεύσετε, θα χρησιμεύσουν (ή θα χρησιμεύσουνε)
& θα χρησιμέψω, θα χρησιμέψεις, θα χρησιμέψει, θα
χρησιμέψουμε, θα χρησιμέψετε, θα χρησιμέψουν (ή θα χρησιμέψουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω χρησιμεύσει, θα έχεις χρησιμεύσει, θα έχει χρησιμεύσει, θα έχουμε χρησιμεύσει, θα έχετε χρησιμεύσει, θα έχουν(ε) χρησιμεύσει
& θα έχω χρησιμέψει, θα έχεις χρησιμέψει, θα έχει χρησιμέψει,
θα έχουμε χρησιμέψει, θα έχετε χρησιμέψει, θα έχουν(ε) χρησιμέψει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω χρησιμεύσει, έχεις χρησιμεύσει, έχει χρησιμεύσει, έχουμε χρησιμεύσει, έχετε χρησιμεύσει, έχουν(ε) χρησιμεύσει
& έχω χρησιμέψει, έχεις χρησιμέψει, έχει χρησιμέψει, έχουμε
χρησιμέψει, έχετε χρησιμέψει, έχουν(ε) χρησιμέψει
Υποτακτική
να έχω χρησιμεύσει, να έχεις χρησιμεύσει, να έχει χρησιμεύσει, να έχουμε χρησιμεύσει, να έχετε χρησιμεύσει, να έχουν(ε) χρησιμεύσει
& να έχω χρησιμέψει, να έχεις χρησιμέψει, να έχει χρησιμέψει, να έχουμε χρησιμέψει, να έχετε χρησιμέψει, να έχουν(ε) χρησιμέψει
Μετοχή
έχοντας χρησιμεύσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα χρησιμεύσει, είχες χρησιμεύσει, είχε χρησιμεύσει, είχαμε χρησιμεύσει, είχατε χρησιμεύσει, είχαν(ε) χρησιμεύσει
& είχα χρησιμέψει, είχες χρησιμέψει, είχε χρησιμέψει,
είχαμε χρησιμέψει, είχατε χρησιμέψει, είχαν(ε) χρησιμέψει
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «χρησιμεύω»
Ενεστώτας
Οριστική
χρησιμεύω, χρησιμεύεις, χρησιμεύει, χρησιμεύουμε, χρησιμεύετε, χρησιμεύουν (ή χρησιμεύουνε)
να χρησιμεύω, να χρησιμεύεις, να χρησιμεύει, να χρησιμεύουμε, να χρησιμεύετε, να χρησιμεύουν (ή να χρησιμεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: χρησίμευε – β΄ πληθυντικό: χρησιμεύετε
Μετοχή
χρησιμεύοντας
Παρατατικός
Οριστική
χρησίμευα, χρησίμευες, χρησίμευε, χρησιμεύαμε, χρησιμεύατε, χρησίμευαν ή χρησιμεύανε
Αόριστος
Οριστική
χρησίμευσα, χρησίμευσες, χρησίμευσε, χρησιμεύσαμε, χρησιμεύσατε, χρησίμευσαν ή χρησιμεύσανε
Υποτακτική
να χρησιμεύσω, να χρησιμεύσεις, να χρησιμεύσει, να χρησιμεύσουμε, να χρησιμεύσετε, να χρησιμεύσουν (ή να χρησιμεύσουνε)
& να χρησιμέψω, να χρησιμέψεις, να χρησιμέψει, να χρησιμέψουμε, να χρησιμέψετε, να χρησιμέψουν (ή να χρησιμέψουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: χρησίμευσε ή χρησίμεψε – β΄ πληθυντικό: χρησιμεύστε ή χρησιμέψτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα χρησιμεύω, θα χρησιμεύεις, θα χρησιμεύει, θα χρησιμεύουμε, θα χρησιμεύετε, θα χρησιμεύουν (ή θα χρησιμεύουνε)
Οριστική
θα χρησιμεύσω, θα χρησιμεύσεις, θα χρησιμεύσει, θα χρησιμεύσουμε, θα χρησιμεύσετε, θα χρησιμεύσουν (ή θα χρησιμεύσουνε)
Οριστική
θα έχω χρησιμεύσει, θα έχεις χρησιμεύσει, θα έχει χρησιμεύσει, θα έχουμε χρησιμεύσει, θα έχετε χρησιμεύσει, θα έχουν(ε) χρησιμεύσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω χρησιμεύσει, έχεις χρησιμεύσει, έχει χρησιμεύσει, έχουμε χρησιμεύσει, έχετε χρησιμεύσει, έχουν(ε) χρησιμεύσει
να έχω χρησιμεύσει, να έχεις χρησιμεύσει, να έχει χρησιμεύσει, να έχουμε χρησιμεύσει, να έχετε χρησιμεύσει, να έχουν(ε) χρησιμεύσει
& να έχω χρησιμέψει, να έχεις χρησιμέψει, να έχει χρησιμέψει, να έχουμε χρησιμέψει, να έχετε χρησιμέψει, να έχουν(ε) χρησιμέψει
Μετοχή
έχοντας χρησιμεύσει
Οριστική
είχα χρησιμεύσει, είχες χρησιμεύσει, είχε χρησιμεύσει, είχαμε χρησιμεύσει, είχατε χρησιμεύσει, είχαν(ε) χρησιμεύσει
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου