Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ωριμάζω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ωριμάζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Manjik Pictures
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ωριμάζω»
 
Ενεστώτας
Οριστική
ωριμάζω, ωριμάζεις, ωριμάζει, ωριμάζουμε, ωριμάζετε, ωριμάζουν ή ωριμάζουνε
Υποτακτική
να ωριμάζω, να ωριμάζεις, να ωριμάζει, να ωριμάζουμε, να ωριμάζετε, να ωριμάζουν ή να ωριμάζουνε
Προστατική
β΄ ενικό: ωρίμαζε – β΄ πληθυντικό: ωριμάζετε
Μετοχή
ωριμάζοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
ωρίμαζα, ωρίμαζες, ωρίμαζε, ωριμάζαμε, ωριμάζατε, ωρίμαζαν ή ωριμάζανε
 
Αόριστος
Οριστική
ωρίμασα, ωρίμασες, ωρίμασε, ωριμάσαμε, ωριμάσατε, ωρίμασαν ή ωριμάσανε
Υποτακτική
να ωριμάσω, να ωριμάσεις, να ωριμάσει, να ωριμάσουμε, να ωριμάσετε, να ωριμάσουν ή να ωριμάσουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: ωρίμασε – β΄ πληθυντικό: ωριμάστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ωριμάζω, θα ωριμάζεις, θα ωριμάζει, θα ωριμάζουμε, θα ωριμάζετε, θα ωριμάζουν ή θα ωριμάζουνε
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ωριμάσω, θα ωριμάσεις, θα ωριμάσει, θα ωριμάσουμε, θα ωριμάσετε, θα ωριμάσουν ή θα ωριμάσουνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ωριμάσει, θα έχεις ωριμάσει, θα έχει ωριμάσει, θα έχουμε ωριμάσει, θα έχετε ωριμάσει, θα έχουν(ε) ωριμάσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ωριμάσει, έχεις ωριμάσει, έχει ωριμάσει, έχουμε ωριμάσει, έχετε ωριμάσει, έχουν(ε) ωριμάσει
Υποτακτική
να έχω ωριμάσει, να έχεις ωριμάσει, να έχει ωριμάσει, να έχουμε ωριμάσει, να έχετε ωριμάσει, να έχουν(ε) ωριμάσει
Μετοχή
έχοντας ωριμάσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ωριμάσει, είχες ωριμάσει, είχε ωριμάσει, είχαμε ωριμάσει, είχατε ωριμάσει, είχαν(ε) ωριμάσει

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...