Manjik Pictures
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ωριμάζω»
Ενεστώτας
Οριστική
ωριμάζω, ωριμάζεις, ωριμάζει, ωριμάζουμε, ωριμάζετε, ωριμάζουν ή ωριμάζουνε
Υποτακτική
να ωριμάζω, να ωριμάζεις, να ωριμάζει, να ωριμάζουμε, να ωριμάζετε, να ωριμάζουν ή να ωριμάζουνε
Προστατική
β΄ ενικό: ωρίμαζε – β΄ πληθυντικό: ωριμάζετε
Μετοχή
ωριμάζοντας
Παρατατικός
Οριστική
ωρίμαζα, ωρίμαζες, ωρίμαζε, ωριμάζαμε, ωριμάζατε, ωρίμαζαν ή ωριμάζανε
Αόριστος
Οριστική
ωρίμασα, ωρίμασες, ωρίμασε, ωριμάσαμε, ωριμάσατε, ωρίμασαν ή ωριμάσανε
Υποτακτική
να ωριμάσω, να ωριμάσεις, να ωριμάσει, να ωριμάσουμε, να ωριμάσετε, να ωριμάσουν ή να ωριμάσουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: ωρίμασε – β΄ πληθυντικό: ωριμάστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ωριμάζω, θα ωριμάζεις, θα ωριμάζει, θα ωριμάζουμε, θα ωριμάζετε, θα ωριμάζουν ή θα ωριμάζουνε
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ωριμάσω, θα ωριμάσεις, θα ωριμάσει, θα ωριμάσουμε, θα ωριμάσετε, θα ωριμάσουν ή θα ωριμάσουνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ωριμάσει, θα έχεις ωριμάσει, θα έχει ωριμάσει, θα έχουμε ωριμάσει, θα έχετε ωριμάσει, θα έχουν(ε) ωριμάσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ωριμάσει, έχεις ωριμάσει, έχει ωριμάσει, έχουμε ωριμάσει, έχετε ωριμάσει, έχουν(ε) ωριμάσει
Υποτακτική
να έχω ωριμάσει, να έχεις ωριμάσει, να έχει ωριμάσει, να έχουμε ωριμάσει, να έχετε ωριμάσει, να έχουν(ε) ωριμάσει
Μετοχή
έχοντας ωριμάσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ωριμάσει, είχες ωριμάσει, είχε ωριμάσει, είχαμε ωριμάσει, είχατε ωριμάσει, είχαν(ε) ωριμάσει
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ωριμάζω»
Ενεστώτας
Οριστική
ωριμάζω, ωριμάζεις, ωριμάζει, ωριμάζουμε, ωριμάζετε, ωριμάζουν ή ωριμάζουνε
να ωριμάζω, να ωριμάζεις, να ωριμάζει, να ωριμάζουμε, να ωριμάζετε, να ωριμάζουν ή να ωριμάζουνε
Προστατική
β΄ ενικό: ωρίμαζε – β΄ πληθυντικό: ωριμάζετε
Μετοχή
ωριμάζοντας
Παρατατικός
Οριστική
ωρίμαζα, ωρίμαζες, ωρίμαζε, ωριμάζαμε, ωριμάζατε, ωρίμαζαν ή ωριμάζανε
Αόριστος
Οριστική
ωρίμασα, ωρίμασες, ωρίμασε, ωριμάσαμε, ωριμάσατε, ωρίμασαν ή ωριμάσανε
να ωριμάσω, να ωριμάσεις, να ωριμάσει, να ωριμάσουμε, να ωριμάσετε, να ωριμάσουν ή να ωριμάσουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: ωρίμασε – β΄ πληθυντικό: ωριμάστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ωριμάζω, θα ωριμάζεις, θα ωριμάζει, θα ωριμάζουμε, θα ωριμάζετε, θα ωριμάζουν ή θα ωριμάζουνε
Οριστική
θα ωριμάσω, θα ωριμάσεις, θα ωριμάσει, θα ωριμάσουμε, θα ωριμάσετε, θα ωριμάσουν ή θα ωριμάσουνε
Οριστική
θα έχω ωριμάσει, θα έχεις ωριμάσει, θα έχει ωριμάσει, θα έχουμε ωριμάσει, θα έχετε ωριμάσει, θα έχουν(ε) ωριμάσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ωριμάσει, έχεις ωριμάσει, έχει ωριμάσει, έχουμε ωριμάσει, έχετε ωριμάσει, έχουν(ε) ωριμάσει
να έχω ωριμάσει, να έχεις ωριμάσει, να έχει ωριμάσει, να έχουμε ωριμάσει, να έχετε ωριμάσει, να έχουν(ε) ωριμάσει
Μετοχή
έχοντας ωριμάσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ωριμάσει, είχες ωριμάσει, είχε ωριμάσει, είχαμε ωριμάσει, είχατε ωριμάσει, είχαν(ε) ωριμάσει
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου