Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αθροίζω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αθροίζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
MGL Licensing
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αθροίζω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
αθροίζω, αθροίζεις, αθροίζει, αθροίζουμε, αθροίζετε, αθροίζουν (ή αθροίζουνε)
Υποτακτική
να αθροίζω, να αθροίζεις, να αθροίζει, να αθροίζουμε, να αθροίζετε, να αθροίζουν (ή να αθροίζουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: άθροιζε – β΄ πληθυντικό: αθροίζετε
Μετοχή
αθροίζοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
άθροιζα, άθροιζες, άθροιζε, αθροίζαμε, αθροίζατε, άθροιζαν ή αθροίζανε
 
Αόριστος
Οριστική
άθροισα, άθροισες, άθροισε, αθροίσαμε, αθροίσατε, άθροισαν ή αθροίσανε
Υποτακτική
να αθροίσω, να αθροίσεις, να αθροίσει, να αθροίσουμε, να αθροίσετε, να αθροίσουν (ή να αθροίσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: άθροισε – β΄ πληθυντικό: αθροίστε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αθροίζω, θα αθροίζεις, θα αθροίζει, θα αθροίζουμε, θα αθροίζετε, θα αθροίζουν (ή θα αθροίζουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αθροίσω, θα αθροίσεις, θα αθροίσει, θα αθροίσουμε, θα αθροίσετε, θα αθροίσουν (ή θα αθροίσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αθροίσει, θα έχεις αθροίσει, θα έχει αθροίσει, θα έχουμε αθροίσει, θα έχετε αθροίσει, θα έχουν(ε) αθροίσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αθροίσει, έχεις αθροίσει, έχει αθροίσει, έχουμε αθροίσει, έχετε αθροίσει, έχουν(ε) αθροίσει
Υποτακτική
να έχω αθροίσει, να έχεις αθροίσει, να έχει αθροίσει, να έχουμε αθροίσει, να έχετε αθροίσει, να έχουν(ε) αθροίσει
Μετοχή
έχοντας αθροίσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αθροίσει, είχες αθροίσει, είχε αθροίσει, είχαμε αθροίσει, είχατε αθροίσει, είχαν(ε) αθροίσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
αθροίζομαι, αθροίζεσαι, αθροίζεται, αθροιζόμαστε, αθροίζεστε, αθροίζονται
Υποτακτική
να αθροίζομαι, να αθροίζεσαι, να αθροίζεται, να αθροιζόμαστε, να αθροίζεστε, να αθροίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αθροίζεστε
Μετοχή
αθροιζόμενος, αθροιζόμενη, αθροιζόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
αθροιζόμουν, αθροιζόσουν, αθροιζόταν, αθροιζόμαστε, αθροιζόσαστε, αθροίζονταν
(& αθροιζόμουνα, αθροιζόσουνα, αθροιζότανε, αθροιζόμασταν, αθροιζόσασταν, αθροιζόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
αθροίστηκα, αθροίστηκες, αθροίστηκε, αθροιστήκαμε, αθροιστήκατε, αθροίστηκαν ή αθροιστήκανε
Υποτακτική
να αθροιστώ, να αθροιστείς, να αθροιστεί, να αθροιστούμε, να αθροιστείτε, να αθροιστούν ή να αθροιστούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: αθροίσου – β΄ πληθυντικό: αθροιστείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αθροίζομαι, θα αθροίζεσαι, θα αθροίζεται, θα αθροιζόμαστε, θα αθροίζεστε, θα αθροίζονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αθροιστώ, θα αθροιστείς, θα αθροιστεί, θα αθροιστούμε, θα αθροιστείτε, θα αθροιστούν ή θα αθροιστούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αθροιστεί, θα έχεις αθροιστεί, θα έχει αθροιστεί, θα έχουμε αθροιστεί, θα έχετε αθροιστεί, θα έχουν(ε) αθροιστεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αθροιστεί, έχεις αθροιστεί, έχει αθροιστεί, έχουμε αθροιστεί, έχετε αθροιστεί, έχουν(ε) αθροιστεί
Υποτακτική
να έχω αθροιστεί, να έχεις αθροιστεί, να έχει αθροιστεί, να έχουμε αθροιστεί, να έχετε αθροιστεί, να έχουν(ε) αθροιστεί
Μετοχή
αθροισμένος, αθροισμένη, αθροισμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αθροιστεί, είχες αθροιστεί, είχε αθροιστεί, είχαμε αθροιστεί, είχατε αθροιστεί, είχαν(ε) αθροιστεί
 
Σημείωση: Το ρήμα αθροίζω είναι το μοναδικό στην Ελληνική, το οποίο λήγει σε -izo και γράφεται με -οι-: -οίζω. Ο λόγος είναι ότι προέρχεται από το αρχαίο επίθετο θρόος και το παραγωγικό επίθημα -ίζω (δηλαδή θρό-ος + ίζω > θροίζω. Η ορθογραφία αυτή ισχύει επίσης για τα παράγωγα και τα σύνθετα του ρήματος, π.χ. άθροισμα, αθροιστικός, συναθροίζω, συνάθροιση κ.ά.
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...