Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «καπηλεύομαι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «καπηλεύομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Taido Shufu
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «καπηλεύομαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
καπηλεύομαι, καπηλεύεσαι, καπηλεύεται, καπηλευόμαστε, καπηλεύεστε, καπηλεύονται
Υποτακτική
να καπηλεύομαι, να καπηλεύεσαι, να καπηλεύεται, να καπηλευόμαστε, να καπηλεύεστε, να καπηλεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: καπηλεύεστε
Μετοχή
καπηλευόμενος, καπηλευόμενη, καπηλευόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
καπηλευόμουν, καπηλευόσουν, καπηλευόταν, καπηλευόμαστε, καπηλευόσαστε, καπηλεύονταν
(& καπηλευόμουνα, καπηλευόσουνα, καπηλευότανε, καπηλευόμασταν, καπηλευόσασταν, καπηλευόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
καπηλεύτηκα, καπηλεύτηκες, καπηλεύτηκε, καπηλευτήκαμε, καπηλευτήκατε, καπηλεύτηκαν ή καπηλευτήκανε
& καπηλεύθηκα, καπηλεύθηκες, καπηλεύθηκε, καπηλευθήκαμε, καπηλευθήκατε, καπηλεύθηκαν ή καπηλευθήκανε
Υποτακτική
να καπηλευτώ, να καπηλευτείς, να καπηλευτεί, να καπηλευτούμε, να καπηλευτείτε, να καπηλευτούν (ή να καπηλευτούνε)
& να καπηλευθώ, να καπηλευθείς, να καπηλευθεί, να καπηλευθούμε, να καπηλευθείτε, να καπηλευθούν (ή να καπηλευθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: καπηλέψου ή καπηλεύσου – β΄ πληθυντικό: καπηλευτείτε / καπηλευθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα καπηλεύομαι, θα καπηλεύεσαι, θα καπηλεύεται, θα καπηλευόμαστε, θα καπηλεύεστε, θα καπηλεύονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα καπηλευτώ, θα καπηλευτείς, θα καπηλευτεί, θα καπηλευτούμε, θα καπηλευτείτε, θα καπηλευτούν (ή θα καπηλευτούνε)
& θα καπηλευθώ, θα καπηλευθείς, θα καπηλευθεί, θα καπηλευθούμε, θα καπηλευθείτε, θα καπηλευθούν (ή θα καπηλευθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω καπηλευτεί, θα έχεις καπηλευτεί, θα έχει καπηλευτεί, θα έχουμε καπηλευτεί, θα έχετε καπηλευτεί, θα έχουν(ε) καπηλευτεί
& θα έχω καπηλευθεί, θα έχεις καπηλευθεί, θα έχει καπηλευθεί, θα έχουμε καπηλευθεί, θα έχετε καπηλευθεί, θα έχουν(ε) καπηλευθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω καπηλευτεί, έχεις καπηλευτεί, έχει καπηλευτεί, έχουμε καπηλευτεί, έχετε καπηλευτεί, έχουν(ε) καπηλευτεί
& έχω καπηλευθεί, έχεις καπηλευθεί, έχει καπηλευθεί, έχουμε καπηλευθεί, έχετε καπηλευθεί, έχουν(ε) καπηλευθεί
Υποτακτική
να έχω καπηλευτεί, να έχεις καπηλευτεί, να έχει καπηλευτεί, να έχουμε καπηλευτεί, να έχετε καπηλευτεί, να έχουν(ε) καπηλευτεί
& να έχω καπηλευθεί, να έχεις καπηλευθεί, να έχει καπηλευθεί, να έχουμε καπηλευθεί, να έχετε καπηλευθεί, να έχουν(ε) καπηλευθεί
Μετοχή
καπηλευμένος, καπηλευμένη, καπηλευμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα καπηλευτεί, είχες καπηλευτεί, είχε καπηλευτεί, είχαμε καπηλευτεί, είχατε καπηλευτεί, είχαν(ε) καπηλευτεί
& είχα καπηλευθεί, είχες καπηλευθεί, είχε καπηλευθεί, είχαμε καπηλευθεί, είχατε καπηλευθεί, είχαν(ε) καπηλευθεί
 
Σημείωση: Το ρήμα καπηλεύομαι ανήκει στα αποθετικά ρήματα και, ως εκ τούτου, έχει μόνο μεσοπαθητική φωνή αλλά ενεργητική σημασία, δηλαδή συντάσσεται κανονικά με αντικείμενο. Αυτό σημαίνει ότι δεν σχηματίζει ενεργητική φωνή (δεν υπάρχει τύπος *καπηλεύω στη Νέα Ελληνική) ούτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί με παθητική σημασία. Συνεπώς, είναι λανθασμένες προτάσεις του τύπου π.χ. Όταν οι ιδεολογικές αξίες *καπηλεύονται αντί των οποίων θα πρέπει να χρησιμοποιείται άλλη διατύπωση: Όταν οι ιδεολογικές αξίες γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης.
-        Σωστό: (Κάποιος) καπηλεύεται την ιδέα της πατρίδας, αλλά όχι *Η ιδέα της πατρίδας καπηλεύεται από κάποιον.
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...