Vintage Images
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συμπτύσσω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
συμπτύσσω, συμπτύσσεις, συμπτύσσει, συμπτύσσουμε, συμπτύσσετε, συμπτύσσουν (ή συμπτύσσουνε)
να συμπτύσσω, να συμπτύσσεις, να συμπτύσσει, να συμπτύσσουμε, να συμπτύσσετε, να συμπτύσσουν (ή να συμπτύσσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: σύμπτυσσε – β΄ πληθυντικό: συμπτύσσετε
Μετοχή
συμπτύσσοντας
Παρατατικός
Οριστική
συνέπτυσσα, συνέπτυσσες, συνέπτυσσε, συμπτύσσαμε, συμπτύσσατε, συνέπτυσσαν ή συμπτύσσανε
Αόριστος
Οριστική
συνέπτυξα, συνέπτυξες, συνέπτυξε, συμπτύξαμε, συμπτύξατε, συνέπτυξαν ή συμπτύξανε
να συμπτύξω, να συμπτύξεις, να συμπτύξει, να συμπτύξουμε, να συμπτύξετε, να συμπτύξουν (ή να συμπτύξουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: σύμπτυξε – β΄ πληθυντικό: συμπτύξτε (ή συμπτύξετε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συμπτύσσω, θα συμπτύσσεις, θα συμπτύσσει, θα συμπτύσσουμε, θα συμπτύσσετε, θα συμπτύσσουν (ή θα συμπτύσσουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συμπτύξω, θα συμπτύξεις, θα συμπτύξει, θα συμπτύξουμε, θα συμπτύξετε, θα συμπτύξουν (ή θα συμπτύξουνε)
Οριστική
θα έχω συμπτύξει, θα έχεις συμπτύξει, θα έχει συμπτύξει, θα έχουμε συμπτύξει, θα έχετε συμπτύξει, θα έχουν(ε) συμπτύξει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συμπτύξει, έχεις συμπτύξει, έχει συμπτύξει, έχουμε συμπτύξει, έχετε συμπτύξει, έχουν(ε) συμπτύξει
να έχω συμπτύξει, να έχεις συμπτύξει, να έχει συμπτύξει, να έχουμε συμπτύξει, να έχετε συμπτύξει, να έχουν(ε) συμπτύξει
Μετοχή
έχοντας συμπτύξει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συμπτύξει, είχες συμπτύξει, είχε συμπτύξει, είχαμε συμπτύξει, είχατε συμπτύξει, είχαν(ε) συμπτύξει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
συμπτύσσομαι, συμπτύσσεσαι, συμπτύσσεται, συμπτυσσόμαστε, συμπτύσσεστε, συμπτύσσονται
να συμπτύσσομαι, να συμπτύσσεσαι, να συμπτύσσεται, να συμπτυσσόμαστε, να συμπτύσσεστε, να συμπτύσσονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συμπτύσσεστε
Μετοχή
συμπτυσσόμενος, συμπτυσσόμενη, συμπτυσσόμενο
Παρατατικός
Οριστική
συμπτυσσόμουν, συμπτυσσόσουν, συμπτυσσόταν, συμπτυσσόμαστε, συμπτυσσόσαστε, συμπτύσσονταν
Αόριστος
Οριστική
συμπτύχθηκα, συμπτύχθηκες, συμπτύχθηκε, συμπτυχθήκαμε, συμπτυχθήκατε, συμπτύχθηκαν (ή συμπτυχθήκανε)
Υποτακτική
να συμπτυχθώ, να συμπτυχθείς, να συμπτυχθεί, να συμπτυχθούμε, να συμπτυχθείτε, να συμπτυχθούν (ή να συμπτυχθούνε)
& να συμπτυχτώ, να συμπτυχτείς, να συμπτυχτεί, να συμπτυχτούμε, να συμπτυχτείτε, να συμπτυχτούν (ή να συμπτυχτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: συμπτύξου – β΄ πληθυντικό: συμπτυχθείτε (συμπτυχτείτε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συμπτύσσομαι, θα συμπτύσσεσαι, θα συμπτύσσεται, θα συμπτυσσόμαστε, θα συμπτύσσεστε, θα συμπτύσσονται
Οριστική
θα συμπτυχθώ, θα συμπτυχθείς, θα συμπτυχθεί, θα συμπτυχθούμε, θα συμπτυχθείτε, θα συμπτυχθούν (ή θα συμπτυχθούνε)
Οριστική
θα έχω συμπτυχθεί, θα έχεις συμπτυχθεί, θα έχει συμπτυχθεί, θα έχουμε συμπτυχθεί, θα έχετε συμπτυχθεί, θα έχουν(ε) συμπτυχθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συμπτυχθεί, έχεις συμπτυχθεί, έχει συμπτυχθεί, έχουμε συμπτυχθεί, έχετε συμπτυχθεί, έχουν(ε) συμπτυχθεί
Υποτακτική
να έχω συμπτυχθεί, να έχεις συμπτυχθεί, να έχει συμπτυχθεί, να έχουμε συμπτυχθεί, να έχετε συμπτυχθεί, να έχουν(ε) συμπτυχθεί
& να έχω συμπτυχτεί, να έχεις συμπτυχτεί, να έχει συμπτυχτεί, να έχουμε συμπτυχτεί, να έχετε συμπτυχτεί, να έχουν(ε) συμπτυχτεί
Μετοχή
συμπτυγμένος, συμπτυγμένη, συμπτυγμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συμπτυχθεί, είχες συμπτυχθεί, είχε συμπτυχθεί, είχαμε συμπτυχθεί, είχατε συμπτυχθεί, είχαν(ε) συμπτυχθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου