Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συμμερίζομαι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συμμερίζομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Diana Kordas
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συμμερίζομαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
συμμερίζομαι, συμμερίζεσαι, συμμερίζεται, συμμεριζόμαστε, συμμερίζεστε, συμμερίζονται
Υποτακτική
να συμμερίζομαι, να συμμερίζεσαι, να συμμερίζεται, να συμμεριζόμαστε, να συμμερίζεστε, να συμμερίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συμμερίζεστε
Μετοχή
συμμεριζόμενος, συμμεριζόμενη, συμμεριζόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
συμμεριζόμουν, συμμεριζόσουν, συμμεριζόταν, συμμεριζόμαστε, συμμεριζόσαστε, συμμερίζονταν
(& συμμεριζόμουνα, συμμεριζόσουνα, συμμεριζότανε, συμμεριζόμασταν, συμμεριζόσασταν, συμμεριζόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
συμμερίστηκα, συμμερίστηκες, συμμερίστηκε, συμμεριστήκαμε, συμμεριστήκατε, συμμερίστηκαν ή συμμεριστήκανε
& συμμερίσθηκα, συμμερίσθηκες, συμμερίσθηκε, συμμερισθήκαμε, συμμερισθήκατε, συμμερίσθηκαν ή συμμερισθήκανε
Υποτακτική
να συμμεριστώ, να συμμεριστείς, να συμμεριστεί, να συμμεριστούμε, να συμμεριστείτε, να συμμεριστούν ή να συμμεριστούνε
& να συμμερισθώ, να συμμερισθείς, να συμμερισθεί, να συμμερισθούμε, να συμμερισθείτε, να συμμερισθούν ή να συμμερισθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: συμμερίσου – β΄ πληθυντικό: συμμεριστείτε / συμμερισθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συμμερίζομαι, θα συμμερίζεσαι, θα συμμερίζεται, θα συμμεριζόμαστε, θα συμμερίζεστε, θα συμμερίζονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συμμεριστώ, θα συμμεριστείς, θα συμμεριστεί, θα συμμεριστούμε, θα συμμεριστείτε, θα συμμεριστούν ή θα συμμεριστούνε
& θα συμμερισθώ, θα συμμερισθείς, θα συμμερισθεί, θα συμμερισθούμε, θα συμμερισθείτε, θα συμμερισθούν ή θα συμμερισθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συμμεριστεί, θα έχεις συμμεριστεί, θα έχει συμμεριστεί, θα έχουμε συμμεριστεί, θα έχετε συμμεριστεί, θα έχουν(ε) συμμεριστεί
& θα έχω συμμερισθεί, θα έχεις συμμερισθεί, θα έχει συμμερισθεί, θα έχουμε συμμερισθεί, θα έχετε συμμερισθεί, θα έχουν(ε) συμμερισθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συμμεριστεί, έχεις συμμεριστεί, έχει συμμεριστεί, έχουμε συμμεριστεί, έχετε συμμεριστεί, έχουν(ε) συμμεριστεί
& έχω συμμερισθεί, έχεις συμμερισθεί, έχει συμμερισθεί, έχουμε συμμερισθεί, έχετε συμμερισθεί, έχουν(ε) συμμερισθεί
Υποτακτική
να έχω συμμεριστεί, να έχεις συμμεριστεί, να έχει συμμεριστεί, να έχουμε συμμεριστεί, να έχετε συμμεριστεί, να έχουν(ε) συμμεριστεί
& να έχω συμμερισθεί, να έχεις συμμερισθεί, να έχει συμμερισθεί, να έχουμε συμμερισθεί, να έχετε συμμερισθεί, να έχουν(ε) συμμερισθεί
Μετοχή
συμμερισμένος, συμμερισμένη, συμμερισμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συμμεριστεί, είχες συμμεριστεί, είχε συμμεριστεί, είχαμε συμμεριστεί, είχατε συμμεριστεί, είχαν(ε) συμμεριστεί
& είχα συμμερισθεί, είχες συμμερισθεί, είχε συμμερισθεί, είχαμε συμμερισθεί, είχατε συμμερισθεί, είχαν(ε) συμμερισθεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...