Karen Kaspar
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αναπτύσσω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αναπτύσσω, αναπτύσσεις, αναπτύσσει, αναπτύσσουμε, αναπτύσσετε, αναπτύσσουν (ή αναπτύσσουνε)
Υποτακτική
να αναπτύσσω, να αναπτύσσεις, να αναπτύσσει, να αναπτύσσουμε, να αναπτύσσετε, να αναπτύσσουν (ή να αναπτύσσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάπτυσσε – β΄ πληθυντικό: αναπτύσσετε
Μετοχή
αναπτύσσοντας
Παρατατικός
Οριστική
ανέπτυσσα, ανέπτυσσες, ανέπτυσσε, αναπτύσσαμε, αναπτύσσατε, ανέπτυσσαν ή αναπτύσσανε
Αόριστος
Οριστική
ανέπτυξα, ανέπτυξες, ανέπτυξε, αναπτύξαμε, αναπτύξατε, ανέπτυξαν ή αναπτύξανε
Υποτακτική
να αναπτύξω, να αναπτύξεις, να αναπτύξει, να αναπτύξουμε, να αναπτύξετε, να αναπτύξουν (ή να αναπτύξουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάπτυξε – β΄ πληθυντικό: αναπτύξτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναπτύσσω, θα αναπτύσσεις, θα αναπτύσσει, θα αναπτύσσουμε, θα αναπτύσσετε, θα αναπτύσσουν (ή θα αναπτύσσουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναπτύξω, θα αναπτύξεις, θα αναπτύξει, θα αναπτύξουμε, θα αναπτύξετε, θα αναπτύξουν (ή θα αναπτύξουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναπτύξει, θα έχεις αναπτύξει, θα έχει αναπτύξει, θα έχουμε αναπτύξει, θα έχετε αναπτύξει, θα έχουν(ε) αναπτύξει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναπτύξει, έχεις αναπτύξει, έχει αναπτύξει, έχουμε αναπτύξει, έχετε αναπτύξει, έχουν(ε) αναπτύξει
Υποτακτική
να έχω αναπτύξει, να έχεις αναπτύξει, να έχει αναπτύξει, να έχουμε αναπτύξει, να έχετε αναπτύξει, να έχουν(ε) αναπτύξει
Μετοχή
έχοντας αναπτύξει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναπτύξει, είχες αναπτύξει, είχε αναπτύξει, είχαμε αναπτύξει, είχατε αναπτύξει, είχαν(ε) αναπτύξει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αναπτύσσομαι, αναπτύσσεσαι, αναπτύσσεται, αναπτυσσόμαστε, αναπτύσσεστε, αναπτύσσονται
Υποτακτική
να αναπτύσσομαι, να αναπτύσσεσαι, να αναπτύσσεται, να αναπτυσσόμαστε, να αναπτύσσεστε, να αναπτύσσονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αναπτύσσεστε
Μετοχή
αναπτυσσόμενος, αναπτυσσόμενη, αναπτυσσόμενο
Παρατατικός
Οριστική
αναπτυσσόμουν, αναπτυσσόσουν, αναπτυσσόταν, αναπτυσσόμαστε, αναπτυσσόσαστε, αναπτύσσονταν
(& αναπτυσσόμουνα, αναπτυσσόσουνα, αναπτυσσότανε,
αναπτυσσόμασταν, αναπτυσσόσασταν, αναπτυσσόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
αναπτύχθηκα, αναπτύχθηκες, αναπτύχθηκε, αναπτυχθήκαμε, αναπτυχθήκατε, αναπτύχθηκαν (ή αναπτυχθήκανε)
Υποτακτική
να αναπτυχθώ, να αναπτυχθείς, να αναπτυχθεί, να αναπτυχθούμε, να αναπτυχθείτε, να αναπτυχθούν (ή να αναπτυχθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: αναπτύξου β΄ πληθυντικό: αναπτυχθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναπτύσσομαι, θα αναπτύσσεσαι, θα αναπτύσσεται, θα αναπτυσσόμαστε, θα αναπτύσσεστε, θα αναπτύσσονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναπτυχθώ, θα αναπτυχθείς, θα αναπτυχθεί, θα αναπτυχθούμε, θα αναπτυχθείτε, θα αναπτυχθούν (ή θα αναπτυχθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναπτυχθεί, θα έχεις αναπτυχθεί, θα έχει αναπτυχθεί, θα έχουμε αναπτυχθεί, θα έχετε αναπτυχθεί, θα έχουν(ε) αναπτυχθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναπτυχθεί, έχεις αναπτυχθεί, έχει αναπτυχθεί, έχουμε αναπτυχθεί, έχετε αναπτυχθεί, έχουν(ε) αναπτυχθεί
Υποτακτική
να έχω αναπτυχθεί, να έχεις αναπτυχθεί, να έχει αναπτυχθεί, να έχουμε αναπτυχθεί, να έχετε αναπτυχθεί, να έχουν(ε) αναπτυχθεί
Μετοχή
αναπτυγμένος, αναπτυγμένη, αναπτυγμένο / ανεπτυγμένος, ανεπτυγμένη, ανεπτυγμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναπτυχθεί, είχες αναπτυχθεί, είχε αναπτυχθεί, είχαμε αναπτυχθεί, είχατε αναπτυχθεί, είχαν(ε) αναπτυχθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αναπτύσσω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αναπτύσσω, αναπτύσσεις, αναπτύσσει, αναπτύσσουμε, αναπτύσσετε, αναπτύσσουν (ή αναπτύσσουνε)
να αναπτύσσω, να αναπτύσσεις, να αναπτύσσει, να αναπτύσσουμε, να αναπτύσσετε, να αναπτύσσουν (ή να αναπτύσσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάπτυσσε – β΄ πληθυντικό: αναπτύσσετε
Μετοχή
αναπτύσσοντας
Παρατατικός
Οριστική
ανέπτυσσα, ανέπτυσσες, ανέπτυσσε, αναπτύσσαμε, αναπτύσσατε, ανέπτυσσαν ή αναπτύσσανε
Αόριστος
Οριστική
ανέπτυξα, ανέπτυξες, ανέπτυξε, αναπτύξαμε, αναπτύξατε, ανέπτυξαν ή αναπτύξανε
να αναπτύξω, να αναπτύξεις, να αναπτύξει, να αναπτύξουμε, να αναπτύξετε, να αναπτύξουν (ή να αναπτύξουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάπτυξε – β΄ πληθυντικό: αναπτύξτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναπτύσσω, θα αναπτύσσεις, θα αναπτύσσει, θα αναπτύσσουμε, θα αναπτύσσετε, θα αναπτύσσουν (ή θα αναπτύσσουνε)
Οριστική
θα αναπτύξω, θα αναπτύξεις, θα αναπτύξει, θα αναπτύξουμε, θα αναπτύξετε, θα αναπτύξουν (ή θα αναπτύξουνε)
Οριστική
θα έχω αναπτύξει, θα έχεις αναπτύξει, θα έχει αναπτύξει, θα έχουμε αναπτύξει, θα έχετε αναπτύξει, θα έχουν(ε) αναπτύξει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναπτύξει, έχεις αναπτύξει, έχει αναπτύξει, έχουμε αναπτύξει, έχετε αναπτύξει, έχουν(ε) αναπτύξει
να έχω αναπτύξει, να έχεις αναπτύξει, να έχει αναπτύξει, να έχουμε αναπτύξει, να έχετε αναπτύξει, να έχουν(ε) αναπτύξει
Μετοχή
έχοντας αναπτύξει
Οριστική
είχα αναπτύξει, είχες αναπτύξει, είχε αναπτύξει, είχαμε αναπτύξει, είχατε αναπτύξει, είχαν(ε) αναπτύξει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αναπτύσσομαι, αναπτύσσεσαι, αναπτύσσεται, αναπτυσσόμαστε, αναπτύσσεστε, αναπτύσσονται
να αναπτύσσομαι, να αναπτύσσεσαι, να αναπτύσσεται, να αναπτυσσόμαστε, να αναπτύσσεστε, να αναπτύσσονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αναπτύσσεστε
Μετοχή
αναπτυσσόμενος, αναπτυσσόμενη, αναπτυσσόμενο
Παρατατικός
Οριστική
αναπτυσσόμουν, αναπτυσσόσουν, αναπτυσσόταν, αναπτυσσόμαστε, αναπτυσσόσαστε, αναπτύσσονταν
Αόριστος
Οριστική
αναπτύχθηκα, αναπτύχθηκες, αναπτύχθηκε, αναπτυχθήκαμε, αναπτυχθήκατε, αναπτύχθηκαν (ή αναπτυχθήκανε)
να αναπτυχθώ, να αναπτυχθείς, να αναπτυχθεί, να αναπτυχθούμε, να αναπτυχθείτε, να αναπτυχθούν (ή να αναπτυχθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: αναπτύξου β΄ πληθυντικό: αναπτυχθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναπτύσσομαι, θα αναπτύσσεσαι, θα αναπτύσσεται, θα αναπτυσσόμαστε, θα αναπτύσσεστε, θα αναπτύσσονται
Οριστική
θα αναπτυχθώ, θα αναπτυχθείς, θα αναπτυχθεί, θα αναπτυχθούμε, θα αναπτυχθείτε, θα αναπτυχθούν (ή θα αναπτυχθούνε)
Οριστική
θα έχω αναπτυχθεί, θα έχεις αναπτυχθεί, θα έχει αναπτυχθεί, θα έχουμε αναπτυχθεί, θα έχετε αναπτυχθεί, θα έχουν(ε) αναπτυχθεί
Οριστική
έχω αναπτυχθεί, έχεις αναπτυχθεί, έχει αναπτυχθεί, έχουμε αναπτυχθεί, έχετε αναπτυχθεί, έχουν(ε) αναπτυχθεί
να έχω αναπτυχθεί, να έχεις αναπτυχθεί, να έχει αναπτυχθεί, να έχουμε αναπτυχθεί, να έχετε αναπτυχθεί, να έχουν(ε) αναπτυχθεί
Μετοχή
αναπτυγμένος, αναπτυγμένη, αναπτυγμένο / ανεπτυγμένος, ανεπτυγμένη, ανεπτυγμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναπτυχθεί, είχες αναπτυχθεί, είχε αναπτυχθεί, είχαμε αναπτυχθεί, είχατε αναπτυχθεί, είχαν(ε) αναπτυχθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου