Nikki Galapon
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «γνωρίζω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
γνωρίζω, γνωρίζεις, γνωρίζει, γνωρίζουμε, γνωρίζετε, γνωρίζουν (ή γνωρίζουνε)
Υποτακτική
να γνωρίζω, να γνωρίζεις, να γνωρίζει, να γνωρίζουμε, να γνωρίζετε, να γνωρίζουν (ή να γνωρίζουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: γνώριζε – β΄ πληθυντικό: γνωρίζετε
Μετοχή
γνωρίζοντας
Παρατατικός
Οριστική
γνώριζα, γνώριζες, γνώριζε, γνωρίζαμε, γνωρίζατε, γνώριζαν ή γνωρίζανε
Αόριστος
Οριστική
γνώρισα, γνώρισες, γνώρισε, γνωρίσαμε, γνωρίσατε, γνώρισαν ή γνωρίσανε
Υποτακτική
να γνωρίσω, να γνωρίσεις, να γνωρίσει, να γνωρίσουμε, να γνωρίσετε, να γνωρίσουν (ή να γνωρίσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: γνώρισε – β΄ πληθυντικό: γνωρίστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα γνωρίζω, θα γνωρίζεις, θα γνωρίζει, θα γνωρίζουμε, θα γνωρίζετε, θα γνωρίζουν (ή θα γνωρίζουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα γνωρίσω, θα γνωρίσεις, θα γνωρίσει, θα γνωρίσουμε, θα γνωρίσετε, θα γνωρίσουν (ή θα γνωρίσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω γνωρίσει, θα έχεις γνωρίσει, θα έχει γνωρίσει, θα έχουμε γνωρίσει, θα έχετε γνωρίσει, θα έχουν(ε) γνωρίσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω γνωρίσει, έχεις γνωρίσει, έχει γνωρίσει, έχουμε γνωρίσει, έχετε γνωρίσει, έχουν(ε) γνωρίσει
Υποτακτική
να έχω γνωρίσει, να έχεις γνωρίσει, να έχει γνωρίσει, να έχουμε γνωρίσει, να έχετε γνωρίσει, να έχουν(ε) γνωρίσει
Μετοχή
έχοντας γνωρίσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα γνωρίσει, είχες γνωρίσει, είχε γνωρίσει, είχαμε γνωρίσει, είχατε γνωρίσει, είχαν(ε) γνωρίσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
γνωρίζομαι, γνωρίζεσαι, γνωρίζεται, γνωριζόμαστε, γνωρίζεστε, γνωρίζονται
Υποτακτική
να γνωρίζομαι, να γνωρίζεσαι, να γνωρίζεται, να γνωριζόμαστε, να γνωρίζεστε, να γνωρίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: γνωρίζεστε
Μετοχή
γνωριζόμενος, γνωριζόμενη, γνωριζόμενο
Παρατατικός
Οριστική
γνωριζόμουν, γνωριζόσουν, γνωριζόταν, γνωριζόμαστε, γνωριζόσαστε, γνωρίζονταν
(& γνωριζόμουνα, γνωριζόσουνα, γνωριζότανε,
γνωριζόμασταν, γνωριζόσασταν, γνωριζόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
γνωρίστηκα, γνωρίστηκες, γνωρίστηκε, γνωριστήκαμε, γνωριστήκατε, γνωρίστηκαν ή γνωριστήκανε
Υποτακτική
να γνωριστώ, να γνωριστείς, να γνωριστεί, να γνωριστούμε, να γνωριστείτε, να γνωριστούν ή να γνωριστούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: γνωρίσου – β΄ πληθυντικό: γνωριστείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα γνωρίζομαι, θα γνωρίζεσαι, θα γνωρίζεται, θα γνωριζόμαστε, θα γνωρίζεστε, θα γνωρίζονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα γνωριστώ, θα γνωριστείς, θα γνωριστεί, θα γνωριστούμε, θα γνωριστείτε, θα γνωριστούν ή θα γνωριστούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω γνωριστεί, θα έχεις γνωριστεί, θα έχει γνωριστεί, θα έχουμε γνωριστεί, θα έχετε γνωριστεί, θα έχουν(ε) γνωριστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω γνωριστεί, έχεις γνωριστεί, έχει γνωριστεί, έχουμε γνωριστεί, έχετε γνωριστεί, έχουν(ε) γνωριστεί
Υποτακτική
να έχω γνωριστεί, να έχεις γνωριστεί, να έχει γνωριστεί, να έχουμε γνωριστεί, να έχετε γνωριστεί, να έχουν(ε) γνωριστεί
Μετοχή
γνωρισμένος, γνωρισμένη, γνωρισμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα γνωριστεί, είχες γνωριστεί, είχε γνωριστεί, είχαμε γνωριστεί, είχατε γνωριστεί, είχαν(ε) γνωριστεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «γνωρίζω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
γνωρίζω, γνωρίζεις, γνωρίζει, γνωρίζουμε, γνωρίζετε, γνωρίζουν (ή γνωρίζουνε)
να γνωρίζω, να γνωρίζεις, να γνωρίζει, να γνωρίζουμε, να γνωρίζετε, να γνωρίζουν (ή να γνωρίζουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: γνώριζε – β΄ πληθυντικό: γνωρίζετε
Μετοχή
γνωρίζοντας
Παρατατικός
Οριστική
γνώριζα, γνώριζες, γνώριζε, γνωρίζαμε, γνωρίζατε, γνώριζαν ή γνωρίζανε
Αόριστος
Οριστική
γνώρισα, γνώρισες, γνώρισε, γνωρίσαμε, γνωρίσατε, γνώρισαν ή γνωρίσανε
να γνωρίσω, να γνωρίσεις, να γνωρίσει, να γνωρίσουμε, να γνωρίσετε, να γνωρίσουν (ή να γνωρίσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: γνώρισε – β΄ πληθυντικό: γνωρίστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα γνωρίζω, θα γνωρίζεις, θα γνωρίζει, θα γνωρίζουμε, θα γνωρίζετε, θα γνωρίζουν (ή θα γνωρίζουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα γνωρίσω, θα γνωρίσεις, θα γνωρίσει, θα γνωρίσουμε, θα γνωρίσετε, θα γνωρίσουν (ή θα γνωρίσουνε)
Οριστική
θα έχω γνωρίσει, θα έχεις γνωρίσει, θα έχει γνωρίσει, θα έχουμε γνωρίσει, θα έχετε γνωρίσει, θα έχουν(ε) γνωρίσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω γνωρίσει, έχεις γνωρίσει, έχει γνωρίσει, έχουμε γνωρίσει, έχετε γνωρίσει, έχουν(ε) γνωρίσει
να έχω γνωρίσει, να έχεις γνωρίσει, να έχει γνωρίσει, να έχουμε γνωρίσει, να έχετε γνωρίσει, να έχουν(ε) γνωρίσει
Μετοχή
έχοντας γνωρίσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα γνωρίσει, είχες γνωρίσει, είχε γνωρίσει, είχαμε γνωρίσει, είχατε γνωρίσει, είχαν(ε) γνωρίσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
γνωρίζομαι, γνωρίζεσαι, γνωρίζεται, γνωριζόμαστε, γνωρίζεστε, γνωρίζονται
να γνωρίζομαι, να γνωρίζεσαι, να γνωρίζεται, να γνωριζόμαστε, να γνωρίζεστε, να γνωρίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: γνωρίζεστε
Μετοχή
γνωριζόμενος, γνωριζόμενη, γνωριζόμενο
Οριστική
γνωριζόμουν, γνωριζόσουν, γνωριζόταν, γνωριζόμαστε, γνωριζόσαστε, γνωρίζονταν
Αόριστος
Οριστική
γνωρίστηκα, γνωρίστηκες, γνωρίστηκε, γνωριστήκαμε, γνωριστήκατε, γνωρίστηκαν ή γνωριστήκανε
να γνωριστώ, να γνωριστείς, να γνωριστεί, να γνωριστούμε, να γνωριστείτε, να γνωριστούν ή να γνωριστούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: γνωρίσου – β΄ πληθυντικό: γνωριστείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα γνωρίζομαι, θα γνωρίζεσαι, θα γνωρίζεται, θα γνωριζόμαστε, θα γνωρίζεστε, θα γνωρίζονται
Οριστική
θα γνωριστώ, θα γνωριστείς, θα γνωριστεί, θα γνωριστούμε, θα γνωριστείτε, θα γνωριστούν ή θα γνωριστούνε
Οριστική
θα έχω γνωριστεί, θα έχεις γνωριστεί, θα έχει γνωριστεί, θα έχουμε γνωριστεί, θα έχετε γνωριστεί, θα έχουν(ε) γνωριστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω γνωριστεί, έχεις γνωριστεί, έχει γνωριστεί, έχουμε γνωριστεί, έχετε γνωριστεί, έχουν(ε) γνωριστεί
να έχω γνωριστεί, να έχεις γνωριστεί, να έχει γνωριστεί, να έχουμε γνωριστεί, να έχετε γνωριστεί, να έχουν(ε) γνωριστεί
Μετοχή
γνωρισμένος, γνωρισμένη, γνωρισμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα γνωριστεί, είχες γνωριστεί, είχε γνωριστεί, είχαμε γνωριστεί, είχατε γνωριστεί, είχαν(ε) γνωριστεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου