Greg Joens
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «στέλνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
στέλνω, στέλνεις, στέλνει, στέλνουμε, στέλνετε, στέλνουν (ή στέλνουνε)
Υποτακτική
να στέλνω, να στέλνεις, να στέλνει, να στέλνουμε, να στέλνετε, να στέλνουν (ή να στέλνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: στέλνε – β΄ πληθυντικό: στέλνετε
Μετοχή
στέλνοντας
Παρατατικός
Οριστική
έστελνα, έστελνες, έστελνε, στέλναμε, στέλνατε, έστελναν ή στέλνανε
Αόριστος
Οριστική
έστειλα, έστειλες, έστειλε, στείλαμε, στείλατε, έστειλαν ή στείλανε
Υποτακτική
να στείλω, να στείλεις, να στείλει, να στείλουμε, να στείλετε, να στείλουν (ή να στείλουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: στείλε – β΄ πληθυντικό: στείλτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στέλνω, θα στέλνεις, θα στέλνει, θα στέλνουμε, θα στέλνετε, θα στέλνουν (ή θα στέλνουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στείλω, θα στείλεις, θα στείλει, θα στείλουμε, θα στείλετε, θα στείλουν (ή θα στείλουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω στείλει, θα έχεις στείλει, θα έχει στείλει, θα έχουμε στείλει, θα έχετε στείλει, θα έχουν(ε) στείλει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω στείλει, έχεις στείλει, έχει στείλει, έχουμε στείλει, έχετε στείλει, έχουν(ε) στείλει
Υποτακτική
να έχω στείλει, να έχεις στείλει, να έχει στείλει, να έχουμε στείλει, να έχετε στείλει, να έχουν(ε) στείλει
Μετοχή
έχοντας στείλει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα στείλει, είχες στείλει, είχε στείλει, είχαμε στείλει, είχατε στείλει, είχαν(ε) στείλει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
στέλνομαι, στέλνεσαι, στέλνεται, στελνόμαστε, στέλνεστε, στέλνονται
Υποτακτική
να στέλνομαι, να στέλνεσαι, να στέλνεται, να στελνόμαστε, να στέλνεστε, να στέλνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: στέλνεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
στελνόμουν, στελνόσουν, στελνόταν, στελνόμαστε, στελνόσαστε, στέλνονταν
(& στελνόμουνα, στελνόσουνα, στελνότανε,
στελνόμασταν, στελνόσασταν, στελνόντουσαν ή στελνόντανε)
Αόριστος
Οριστική
στάλθηκα, στάλθηκες, στάλθηκε, σταλθήκαμε, σταλθήκατε, στάλθηκαν ή σταλθήκανε
Υποτακτική
να σταλθώ, να σταλθείς, να σταλθεί, να σταλθούμε, να σταλθείτε, να σταλθούν ή να σταλθούνε
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: σταλθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στέλνομαι, θα στέλνεσαι, θα στέλνεται, θα στελνόμαστε, θα στέλνεστε, θα στέλνονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα σταλθώ, θα σταλθείς, θα σταλθεί, θα σταλθούμε, θα σταλθείτε, θα σταλθούν ή θα σταλθούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω σταλθεί, θα έχεις σταλθεί, θα έχει σταλθεί, θα έχουμε σταλθεί, θα έχετε σταλθεί, θα έχουν(ε) σταλθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω σταλθεί, έχεις σταλθεί, έχει σταλθεί, έχουμε σταλθεί, έχετε σταλθεί, έχουν(ε) σταλθεί
Υποτακτική
να έχω σταλθεί, να έχεις σταλθεί, να έχει σταλθεί, να έχουμε σταλθεί, να έχετε σταλθεί, να έχουν(ε) σταλθεί
Μετοχή
σταλμένος, σταλμένη, σταλμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα σταλθεί, είχες σταλθεί, είχε σταλθεί, είχαμε σταλθεί, είχατε σταλθεί, είχαν(ε) σταλθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «στέλνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
στέλνω, στέλνεις, στέλνει, στέλνουμε, στέλνετε, στέλνουν (ή στέλνουνε)
να στέλνω, να στέλνεις, να στέλνει, να στέλνουμε, να στέλνετε, να στέλνουν (ή να στέλνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: στέλνε – β΄ πληθυντικό: στέλνετε
Μετοχή
στέλνοντας
Παρατατικός
Οριστική
έστελνα, έστελνες, έστελνε, στέλναμε, στέλνατε, έστελναν ή στέλνανε
Αόριστος
Οριστική
έστειλα, έστειλες, έστειλε, στείλαμε, στείλατε, έστειλαν ή στείλανε
να στείλω, να στείλεις, να στείλει, να στείλουμε, να στείλετε, να στείλουν (ή να στείλουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: στείλε – β΄ πληθυντικό: στείλτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στέλνω, θα στέλνεις, θα στέλνει, θα στέλνουμε, θα στέλνετε, θα στέλνουν (ή θα στέλνουνε)
Οριστική
θα στείλω, θα στείλεις, θα στείλει, θα στείλουμε, θα στείλετε, θα στείλουν (ή θα στείλουνε)
Οριστική
θα έχω στείλει, θα έχεις στείλει, θα έχει στείλει, θα έχουμε στείλει, θα έχετε στείλει, θα έχουν(ε) στείλει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω στείλει, έχεις στείλει, έχει στείλει, έχουμε στείλει, έχετε στείλει, έχουν(ε) στείλει
να έχω στείλει, να έχεις στείλει, να έχει στείλει, να έχουμε στείλει, να έχετε στείλει, να έχουν(ε) στείλει
Μετοχή
έχοντας στείλει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα στείλει, είχες στείλει, είχε στείλει, είχαμε στείλει, είχατε στείλει, είχαν(ε) στείλει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
στέλνομαι, στέλνεσαι, στέλνεται, στελνόμαστε, στέλνεστε, στέλνονται
να στέλνομαι, να στέλνεσαι, να στέλνεται, να στελνόμαστε, να στέλνεστε, να στέλνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: στέλνεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
στελνόμουν, στελνόσουν, στελνόταν, στελνόμαστε, στελνόσαστε, στέλνονταν
Αόριστος
Οριστική
στάλθηκα, στάλθηκες, στάλθηκε, σταλθήκαμε, σταλθήκατε, στάλθηκαν ή σταλθήκανε
να σταλθώ, να σταλθείς, να σταλθεί, να σταλθούμε, να σταλθείτε, να σταλθούν ή να σταλθούνε
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: σταλθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στέλνομαι, θα στέλνεσαι, θα στέλνεται, θα στελνόμαστε, θα στέλνεστε, θα στέλνονται
Οριστική
θα σταλθώ, θα σταλθείς, θα σταλθεί, θα σταλθούμε, θα σταλθείτε, θα σταλθούν ή θα σταλθούνε
Οριστική
θα έχω σταλθεί, θα έχεις σταλθεί, θα έχει σταλθεί, θα έχουμε σταλθεί, θα έχετε σταλθεί, θα έχουν(ε) σταλθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω σταλθεί, έχεις σταλθεί, έχει σταλθεί, έχουμε σταλθεί, έχετε σταλθεί, έχουν(ε) σταλθεί
να έχω σταλθεί, να έχεις σταλθεί, να έχει σταλθεί, να έχουμε σταλθεί, να έχετε σταλθεί, να έχουν(ε) σταλθεί
Μετοχή
σταλμένος, σταλμένη, σταλμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα σταλθεί, είχες σταλθεί, είχε σταλθεί, είχαμε σταλθεί, είχατε σταλθεί, είχαν(ε) σταλθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου