Karol Livote
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συμπεριφέρομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
συμπεριφέρομαι, συμπεριφέρεσαι, συμπεριφέρεται, συμπεριφερόμαστε, συμπεριφέρεστε, συμπεριφέρονται
Υποτακτική
να συμπεριφέρομαι, να συμπεριφέρεσαι, να συμπεριφέρεται, να συμπεριφερόμαστε, να συμπεριφέρεστε, να συμπεριφέρονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αναφέρεστε
Μετοχή
συμπεριφερόμενος, συμπεριφερόμενη, συμπεριφερόμενο
Παρατατικός
Οριστική
συμπεριφερόμουν, συμπεριφερόσουν, συμπεριφερόταν, συμπεριφερόμαστε, συμπεριφερόσαστε, συμπεριφέρονταν
(& συμπεριφερόμουνα, συμπεριφερόσουνα,
συμπεριφερότανε, συμπεριφερόμασταν, συμπεριφερόσασταν, συμπεριφερόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
συμπεριφέρθηκα, συμπεριφέρθηκες, συμπεριφέρθηκε, συμπεριφερθήκαμε, συμπεριφερθήκατε, συμπεριφέρθηκαν (ή συμπεριφερθήκανε)
Υποτακτική
να συμπεριφερθώ, να συμπεριφερθείς, να συμπεριφερθεί, να συμπεριφερθούμε, να συμπεριφερθείτε, να συμπεριφερθούν (ή να συμπεριφερθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: συμπεριφέρσου - β΄ πληθυντικό: συμπεριφερθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συμπεριφέρομαι, θα συμπεριφέρεσαι, θα συμπεριφέρεται, θα συμπεριφερόμαστε, θα συμπεριφέρεστε, θα συμπεριφέρονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συμπεριφερθώ, θα συμπεριφερθείς, θα συμπεριφερθεί, θα συμπεριφερθούμε, θα συμπεριφερθείτε, θα συμπεριφερθούν (ή θα συμπεριφερθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συμπεριφερθεί, θα έχεις συμπεριφερθεί, θα έχει συμπεριφερθεί, θα έχουμε συμπεριφερθεί, θα έχετε συμπεριφερθεί, θα έχουν(ε) συμπεριφερθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συμπεριφερθεί, έχεις συμπεριφερθεί, έχει συμπεριφερθεί, έχουμε συμπεριφερθεί, έχετε συμπεριφερθεί, έχουν(ε) συμπεριφερθεί
Υποτακτική
να έχω συμπεριφερθεί, να έχεις συμπεριφερθεί, να έχει συμπεριφερθεί, να έχουμε συμπεριφερθεί, να έχετε συμπεριφερθεί, να έχουν(ε) συμπεριφερθεί
Μετοχή
---
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συμπεριφερθεί, είχες συμπεριφερθεί, είχε συμπεριφερθεί, είχαμε συμπεριφερθεί, είχατε συμπεριφερθεί, είχαν(ε) συμπεριφερθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συμπεριφέρομαι»
Οριστική
συμπεριφέρομαι, συμπεριφέρεσαι, συμπεριφέρεται, συμπεριφερόμαστε, συμπεριφέρεστε, συμπεριφέρονται
να συμπεριφέρομαι, να συμπεριφέρεσαι, να συμπεριφέρεται, να συμπεριφερόμαστε, να συμπεριφέρεστε, να συμπεριφέρονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αναφέρεστε
Μετοχή
συμπεριφερόμενος, συμπεριφερόμενη, συμπεριφερόμενο
Παρατατικός
Οριστική
συμπεριφερόμουν, συμπεριφερόσουν, συμπεριφερόταν, συμπεριφερόμαστε, συμπεριφερόσαστε, συμπεριφέρονταν
Αόριστος
Οριστική
συμπεριφέρθηκα, συμπεριφέρθηκες, συμπεριφέρθηκε, συμπεριφερθήκαμε, συμπεριφερθήκατε, συμπεριφέρθηκαν (ή συμπεριφερθήκανε)
να συμπεριφερθώ, να συμπεριφερθείς, να συμπεριφερθεί, να συμπεριφερθούμε, να συμπεριφερθείτε, να συμπεριφερθούν (ή να συμπεριφερθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: συμπεριφέρσου - β΄ πληθυντικό: συμπεριφερθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συμπεριφέρομαι, θα συμπεριφέρεσαι, θα συμπεριφέρεται, θα συμπεριφερόμαστε, θα συμπεριφέρεστε, θα συμπεριφέρονται
Οριστική
θα συμπεριφερθώ, θα συμπεριφερθείς, θα συμπεριφερθεί, θα συμπεριφερθούμε, θα συμπεριφερθείτε, θα συμπεριφερθούν (ή θα συμπεριφερθούνε)
Οριστική
θα έχω συμπεριφερθεί, θα έχεις συμπεριφερθεί, θα έχει συμπεριφερθεί, θα έχουμε συμπεριφερθεί, θα έχετε συμπεριφερθεί, θα έχουν(ε) συμπεριφερθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συμπεριφερθεί, έχεις συμπεριφερθεί, έχει συμπεριφερθεί, έχουμε συμπεριφερθεί, έχετε συμπεριφερθεί, έχουν(ε) συμπεριφερθεί
να έχω συμπεριφερθεί, να έχεις συμπεριφερθεί, να έχει συμπεριφερθεί, να έχουμε συμπεριφερθεί, να έχετε συμπεριφερθεί, να έχουν(ε) συμπεριφερθεί
Μετοχή
---
Οριστική
είχα συμπεριφερθεί, είχες συμπεριφερθεί, είχε συμπεριφερθεί, είχαμε συμπεριφερθεί, είχατε συμπεριφερθεί, είχαν(ε) συμπεριφερθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου