Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ζημιώνω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ζημιώνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Luisa Millicent
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ζημιώνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ζημιώνω, ζημιώνεις, ζημιώνει, ζημιώνουμε, ζημιώνετε, ζημιώνουν (ή ζημιώνουνε)
Υποτακτική
να ζημιώνω, να ζημιώνεις, να ζημιώνει, να ζημιώνουμε, να ζημιώνετε, να ζημιώνουν (ή να ζημιώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ζημίωνε – β΄ πληθυντικό: ζημιώνετε
Μετοχή
ζημιώνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
ζημίωνα, ζημίωνες, ζημίωνε, ζημιώναμε, ζημιώνατε, ζημίωναν ή ζημιώνανε
 
Αόριστος
Οριστική
ζημίωσα, ζημίωσες, ζημίωσε, ζημιώσαμε, ζημιώσατε, ζημίωσαν ή ζημιώσανε
Υποτακτική
να ζημιώσω, να ζημιώσεις, να ζημιώσει, να ζημιώσουμε, να ζημιώσετε, να ζημιώσουν (ή να ζημιώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ζημίωσε – β΄ πληθυντικό: ζημιώστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ζημιώνω, θα ζημιώνεις, θα ζημιώνει, θα ζημιώνουμε, θα ζημιώνετε, θα ζημιώνουν (ή θα ζημιώνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ζημιώσω, θα ζημιώσεις, θα ζημιώσει, θα ζημιώσουμε, θα ζημιώσετε, θα ζημιώσουν (ή θα ζημιώσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ζημιώσει, θα έχεις ζημιώσει, θα έχει ζημιώσει, θα έχουμε ζημιώσει, θα έχετε ζημιώσει, θα έχουν(ε) ζημιώσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ζημιώσει, έχεις ζημιώσει, έχει ζημιώσει, έχουμε ζημιώσει, έχετε ζημιώσει, έχουν(ε) ζημιώσει
Υποτακτική
να έχω ζημιώσει, να έχεις ζημιώσει, να έχει ζημιώσει, να έχουμε ζημιώσει, να έχετε ζημιώσει, να έχουν(ε) ζημιώσει
Μετοχή
έχοντας ζημιώσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ζημιώσει, είχες ζημιώσει, είχε ζημιώσει, είχαμε ζημιώσει, είχατε ζημιώσει, είχαν(ε) ζημιώσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ζημιώνομαι, ζημιώνεσαι, ζημιώνεται, ζημιωνόμαστε, ζημιώνεστε, ζημιώνονται
Υποτακτική
να ζημιώνομαι, να ζημιώνεσαι, να ζημιώνεται, να ζημιωνόμαστε, να ζημιώνεστε, να ζημιώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ζημιώνεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
ζημιωνόμουν, ζημιωνόσουν, ζημιωνόταν, ζημιωνόμαστε, ζημιωνόσαστε, ζημιώνονταν
(& ζημιωνόμουνα, ζημιωνόσουνα, ζημιωνότανε, ζημιωνόμασταν, ζημιωνόσασταν, ζημιωνόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
ζημιώθηκα, ζημιώθηκες, ζημιώθηκε, ζημιωθήκαμε, ζημιωθήκατε, ζημιώθηκαν (ή ζημιωθήκανε)
Υποτακτική
να ζημιωθώ, να ζημιωθείς, να ζημιωθεί, να ζημιωθούμε, να ζημιωθείτε, να ζημιωθούν (ή να ζημιωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: ζημιώσου - β΄ πληθυντικό: ζημιωθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ζημιώνομαι, θα ζημιώνεσαι, θα ζημιώνεται, θα ζημιωνόμαστε, θα ζημιώνεστε, θα ζημιώνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ζημιωθώ, θα ζημιωθείς, θα ζημιωθεί, θα ζημιωθούμε, θα ζημιωθείτε, θα ζημιωθούν (ή θα ζημιωθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ζημιωθεί, θα έχεις ζημιωθεί, θα έχει ζημιωθεί, θα έχουμε ζημιωθεί, θα έχετε ζημιωθεί, θα έχουν(ε) ζημιωθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ζημιωθεί, έχεις ζημιωθεί, έχει ζημιωθεί, έχουμε ζημιωθεί, έχετε ζημιωθεί, έχουν(ε) ζημιωθεί
Υποτακτική
να έχω ζημιωθεί, να έχεις ζημιωθεί, να έχει ζημιωθεί, να έχουμε ζημιωθεί, να έχετε ζημιωθεί, να έχουν(ε) ζημιωθεί
Μετοχή
ζημιωμένος, ζημιωμένη, ζημιωμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ζημιωθεί, είχες ζημιωθεί, είχε ζημιωθεί, είχαμε ζημιωθεί, είχατε ζημιωθεί, είχαν(ε) ζημιωθεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...