John Henne
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δανείζω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
δανείζω, δανείζεις, δανείζει, δανείζουμε, δανείζετε, δανείζουν (ή δανείζουνε)
Υποτακτική
να δανείζω, να δανείζεις, να δανείζει, να δανείζουμε, να δανείζετε, να δανείζουν (ή να δανείζουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: δάνειζε – β΄ πληθυντικό: δανείζετε
Μετοχή
δανείζοντας
Παρατατικός
Οριστική
δάνειζα, δάνειζες, δάνειζε, δανείζαμε, δανείζατε, δάνειζαν ή δανείζανε
Αόριστος
Οριστική
δάνεισα, δάνεισες, δάνεισε, δανείσαμε, δανείσατε, δάνεισαν ή δανείσανε
Υποτακτική
να δανείσω, να δανείσεις, να δανείσει, να δανείσουμε, να δανείσετε, να δανείσουν (ή να δανείσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: δάνεισε – β΄ πληθυντικό: δανείστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δανείζω, θα δανείζεις, θα δανείζει, θα δανείζουμε, θα δανείζετε, θα δανείζουν (ή θα δανείζουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δανείσω, θα δανείσεις, θα δανείσει, θα δανείσουμε, θα δανείσετε, θα δανείσουν (ή θα δανείσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω δανείσει, θα έχεις δανείσει, θα έχει δανείσει, θα έχουμε δανείσει, θα έχετε δανείσει, θα έχουν(ε) δανείσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δανείσει, έχεις δανείσει, έχει δανείσει, έχουμε δανείσει, έχετε δανείσει, έχουν(ε) δανείσει
Υποτακτική
να έχω δανείσει, να έχεις δανείσει, να έχει δανείσει, να έχουμε δανείσει, να έχετε δανείσει, να έχουν(ε) δανείσει
Μετοχή
έχοντας δανείσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δανείσει, είχες δανείσει, είχε δανείσει, είχαμε δανείσει, είχατε δανείσει, είχαν(ε) δανείσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
δανείζομαι, δανείζεσαι, δανείζεται, δανειζόμαστε, δανείζεστε, δανείζονται
Υποτακτική
να δανείζομαι, να δανείζεσαι, να δανείζεται, να δανειζόμαστε, να δανείζεστε, να δανείζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: δανείζεστε
Μετοχή
δανειζόμενος, δανειζόμενη, δανειζόμενο
Παρατατικός
Οριστική
δανειζόμουν, δανειζόσουν, δανειζόταν, δανειζόμαστε, δανειζόσαστε, δανείζονταν
(& δανειζόμουνα, δανειζόσουνα, δανειζότανε,
δανειζόμασταν, δανειζόσασταν, δανειζόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
δανείστηκα, δανείστηκες, δανείστηκε, δανειστήκαμε, δανειστήκατε, δανείστηκαν ή δανειστήκανε
& δανείσθηκα, δανείσθηκες, δανείσθηκε,
δανεισθήκαμε, δανεισθήκατε, δανείσθηκαν ή δανεισθήκανε
Υποτακτική
να δανειστώ, να δανειστείς, να δανειστεί, να δανειστούμε, να δανειστείτε, να δανειστούν ή να δανειστούνε
& να δανεισθώ, να δανεισθείς, να δανεισθεί, να δανεισθούμε, να δανεισθείτε, να δανεισθούν ή να δανεισθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: δανείσου – β΄ πληθυντικό: δανειστείτε ή δανεισθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δανείζομαι, θα δανείζεσαι, θα δανείζεται, θα δανειζόμαστε, θα δανείζεστε, θα δανείζονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δανειστώ, θα δανειστείς, θα δανειστεί, θα δανειστούμε, θα δανειστείτε, θα δανειστούν ή θα δανειστούνε
& θα δανεισθώ, θα δανεισθείς, θα
δανεισθεί, θα δανεισθούμε, θα δανεισθείτε, θα δανεισθούν ή θα δανεισθούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω δανειστεί, θα έχεις δανειστεί, θα έχει δανειστεί, θα έχουμε δανειστεί, θα έχετε δανειστεί, θα έχουν(ε) δανειστεί
& θα έχω δανεισθεί, θα έχεις δανεισθεί,
θα έχει δανεισθεί, θα έχουμε δανεισθεί, θα έχετε δανεισθεί, θα έχουν(ε) δανεισθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δανειστεί, έχεις δανειστεί, έχει δανειστεί, έχουμε δανειστεί, έχετε δανειστεί, έχουν(ε) δανειστεί
& έχω δανεισθεί, έχεις δανεισθεί, έχει
δανεισθεί, έχουμε δανεισθεί, έχετε δανεισθεί, έχουν(ε) δανεισθεί
Υποτακτική
να έχω δανειστεί, να έχεις δανειστεί, να έχει δανειστεί, να έχουμε δανειστεί, να έχετε δανειστεί, να έχουν(ε) δανειστεί
& να έχω δανεισθεί, να έχεις δανεισθεί, να έχει δανεισθεί, να έχουμε δανεισθεί, να έχετε δανεισθεί, να έχουν(ε) δανεισθεί
Μετοχή
δανεισμένος, δανεισμένη, δανεισμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δανειστεί, είχες δανειστεί, είχε δανειστεί, είχαμε δανειστεί, είχατε δανειστεί, είχαν(ε) δανειστεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δανείζω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
δανείζω, δανείζεις, δανείζει, δανείζουμε, δανείζετε, δανείζουν (ή δανείζουνε)
να δανείζω, να δανείζεις, να δανείζει, να δανείζουμε, να δανείζετε, να δανείζουν (ή να δανείζουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: δάνειζε – β΄ πληθυντικό: δανείζετε
Μετοχή
δανείζοντας
Παρατατικός
Οριστική
δάνειζα, δάνειζες, δάνειζε, δανείζαμε, δανείζατε, δάνειζαν ή δανείζανε
Αόριστος
Οριστική
δάνεισα, δάνεισες, δάνεισε, δανείσαμε, δανείσατε, δάνεισαν ή δανείσανε
να δανείσω, να δανείσεις, να δανείσει, να δανείσουμε, να δανείσετε, να δανείσουν (ή να δανείσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: δάνεισε – β΄ πληθυντικό: δανείστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δανείζω, θα δανείζεις, θα δανείζει, θα δανείζουμε, θα δανείζετε, θα δανείζουν (ή θα δανείζουνε)
Οριστική
θα δανείσω, θα δανείσεις, θα δανείσει, θα δανείσουμε, θα δανείσετε, θα δανείσουν (ή θα δανείσουνε)
Οριστική
θα έχω δανείσει, θα έχεις δανείσει, θα έχει δανείσει, θα έχουμε δανείσει, θα έχετε δανείσει, θα έχουν(ε) δανείσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δανείσει, έχεις δανείσει, έχει δανείσει, έχουμε δανείσει, έχετε δανείσει, έχουν(ε) δανείσει
να έχω δανείσει, να έχεις δανείσει, να έχει δανείσει, να έχουμε δανείσει, να έχετε δανείσει, να έχουν(ε) δανείσει
Μετοχή
έχοντας δανείσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δανείσει, είχες δανείσει, είχε δανείσει, είχαμε δανείσει, είχατε δανείσει, είχαν(ε) δανείσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
δανείζομαι, δανείζεσαι, δανείζεται, δανειζόμαστε, δανείζεστε, δανείζονται
να δανείζομαι, να δανείζεσαι, να δανείζεται, να δανειζόμαστε, να δανείζεστε, να δανείζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: δανείζεστε
Μετοχή
δανειζόμενος, δανειζόμενη, δανειζόμενο
Παρατατικός
Οριστική
δανειζόμουν, δανειζόσουν, δανειζόταν, δανειζόμαστε, δανειζόσαστε, δανείζονταν
Αόριστος
Οριστική
δανείστηκα, δανείστηκες, δανείστηκε, δανειστήκαμε, δανειστήκατε, δανείστηκαν ή δανειστήκανε
Υποτακτική
να δανειστώ, να δανειστείς, να δανειστεί, να δανειστούμε, να δανειστείτε, να δανειστούν ή να δανειστούνε
& να δανεισθώ, να δανεισθείς, να δανεισθεί, να δανεισθούμε, να δανεισθείτε, να δανεισθούν ή να δανεισθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: δανείσου – β΄ πληθυντικό: δανειστείτε ή δανεισθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δανείζομαι, θα δανείζεσαι, θα δανείζεται, θα δανειζόμαστε, θα δανείζεστε, θα δανείζονται
Οριστική
θα δανειστώ, θα δανειστείς, θα δανειστεί, θα δανειστούμε, θα δανειστείτε, θα δανειστούν ή θα δανειστούνε
Οριστική
θα έχω δανειστεί, θα έχεις δανειστεί, θα έχει δανειστεί, θα έχουμε δανειστεί, θα έχετε δανειστεί, θα έχουν(ε) δανειστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δανειστεί, έχεις δανειστεί, έχει δανειστεί, έχουμε δανειστεί, έχετε δανειστεί, έχουν(ε) δανειστεί
Υποτακτική
να έχω δανειστεί, να έχεις δανειστεί, να έχει δανειστεί, να έχουμε δανειστεί, να έχετε δανειστεί, να έχουν(ε) δανειστεί
& να έχω δανεισθεί, να έχεις δανεισθεί, να έχει δανεισθεί, να έχουμε δανεισθεί, να έχετε δανεισθεί, να έχουν(ε) δανεισθεί
Μετοχή
δανεισμένος, δανεισμένη, δανεισμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δανειστεί, είχες δανειστεί, είχε δανειστεί, είχαμε δανειστεί, είχατε δανειστεί, είχαν(ε) δανειστεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου