Noah Parker
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αντιπροσωπεύω»
(αντιπροσωπεύω: ενεργώ ως αντιπρόσωπος –
φέρω και εκφράζω τα βασικά, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός είδους, μιας κατηγορίας
– αποτελώ, εκφράζω)
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αντιπροσωπεύω, αντιπροσωπεύεις, αντιπροσωπεύει, αντιπροσωπεύουμε, αντιπροσωπεύετε, αντιπροσωπεύουν (ή αντιπροσωπεύουνε)
Υποτακτική
να αντιπροσωπεύω, να αντιπροσωπεύεις, να αντιπροσωπεύει, να αντιπροσωπεύουμε, να αντιπροσωπεύετε, να αντιπροσωπεύουν (ή να αντιπροσωπεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αντιπροσώπευε – β΄ πληθυντικό: αντιπροσωπεύετε
Μετοχή
αντιπροσωπεύοντας
Παρατατικός
Οριστική
αντιπροσώπευα, αντιπροσώπευες, αντιπροσώπευε, αντιπροσωπεύαμε, αντιπροσωπεύατε, αντιπροσώπευαν ή αντιπροσωπεύανε
Αόριστος
Οριστική
αντιπροσώπευσα, αντιπροσώπευσες, αντιπροσώπευσε, αντιπροσωπεύσαμε, αντιπροσωπεύσατε, αντιπροσώπευσαν ή αντιπροσωπεύσανε
Υποτακτική
να αντιπροσωπεύσω, να αντιπροσωπεύσεις, να αντιπροσωπεύσει, να αντιπροσωπεύσουμε, να αντιπροσωπεύσετε, να αντιπροσωπεύσουν (ή να αντιπροσωπεύσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αντιπροσώπευσε – β΄ πληθυντικό: αντιπροσωπεύστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αντιπροσωπεύω, θα αντιπροσωπεύεις, θα αντιπροσωπεύει, θα αντιπροσωπεύουμε, θα αντιπροσωπεύετε, θα αντιπροσωπεύουν (ή θα αντιπροσωπεύουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αντιπροσωπεύσω, θα αντιπροσωπεύσεις, θα αντιπροσωπεύσει, θα αντιπροσωπεύσουμε, θα αντιπροσωπεύσετε, θα αντιπροσωπεύσουν (ή θα αντιπροσωπεύσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αντιπροσωπεύσει, θα έχεις αντιπροσωπεύσει, θα έχει αντιπροσωπεύσει, θα έχουμε αντιπροσωπεύσει, θα έχετε αντιπροσωπεύσει, θα έχουν(ε) αντιπροσωπεύσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αντιπροσωπεύσει, έχεις αντιπροσωπεύσει, έχει αντιπροσωπεύσει, έχουμε αντιπροσωπεύσει, έχετε αντιπροσωπεύσει, έχουν(ε) αντιπροσωπεύσει
Υποτακτική
να έχω αντιπροσωπεύσει, να έχεις αντιπροσωπεύσει, να έχει αντιπροσωπεύσει, να έχουμε αντιπροσωπεύσει, να έχετε αντιπροσωπεύσει, να έχουν(ε) αντιπροσωπεύσει
Μετοχή
έχοντας αντιπροσωπεύσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αντιπροσωπεύσει, είχες αντιπροσωπεύσει, είχε αντιπροσωπεύσει, είχαμε αντιπροσωπεύσει, είχατε αντιπροσωπεύσει, είχαν(ε) αντιπροσωπεύσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αντιπροσωπεύομαι, αντιπροσωπεύεσαι, αντιπροσωπεύεται, αντιπροσωπευόμαστε, αντιπροσωπεύεστε, αντιπροσωπεύονται
Υποτακτική
να αντιπροσωπεύομαι, να αντιπροσωπεύεσαι, να αντιπροσωπεύεται, να αντιπροσωπευόμαστε, να αντιπροσωπεύεστε, να αντιπροσωπεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αντιπροσωπεύεστε
Μετοχή
αντιπροσωπευόμενος, αντιπροσωπευόμενη, αντιπροσωπευόμενη
Παρατατικός
Οριστική
αντιπροσωπευόμουν, αντιπροσωπευόσουν, αντιπροσωπευόταν, αντιπροσωπευόμαστε, αντιπροσωπευόσαστε, αντιπροσωπεύονταν
(& αντιπροσωπευόμουνα, αντιπροσωπευόσουνα,
αντιπροσωπευότανε, αντιπροσωπευόμασταν, αντιπροσωπευόσασταν, αντιπροσωπευόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
αντιπροσωπεύτηκα, αντιπροσωπεύτηκες, αντιπροσωπεύτηκε, αντιπροσωπευτήκαμε, αντιπροσωπευτήκατε, αντιπροσωπεύτηκαν ή αντιπροσωπευτήκανε
& αντιπροσωπεύθηκα, αντιπροσωπεύθηκες,
αντιπροσωπεύθηκε, αντιπροσωπευθήκαμε, αντιπροσωπευθήκατε, αντιπροσωπεύθηκαν ή
αντιπροσωπευθήκανε
Υποτακτική
να αντιπροσωπευτώ, να αντιπροσωπευτείς, να αντιπροσωπευτεί, να αντιπροσωπευτούμε, να αντιπροσωπευτείτε, να αντιπροσωπευτούν (ή να αντιπροσωπευτούνε)
& να αντιπροσωπευθώ, να αντιπροσωπευθείς, να αντιπροσωπευθεί, να αντιπροσωπευθούμε, να αντιπροσωπευθείτε, να αντιπροσωπευθούν (ή να αντιπροσωπευθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: αντιπροσωπεύσου – β΄ πληθυντικό: αντιπροσωπευτείτε ή αντιπροσωπευθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αντιπροσωπεύομαι, θα αντιπροσωπεύεσαι, θα αντιπροσωπεύεται, θα αντιπροσωπευόμαστε, θα αντιπροσωπεύεστε, θα αντιπροσωπεύονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αντιπροσωπευτώ, θα αντιπροσωπευτείς, θα αντιπροσωπευτεί, θα αντιπροσωπευτούμε, θα αντιπροσωπευτείτε, θα αντιπροσωπευτούν (ή θα αντιπροσωπευτούνε)
& θα αντιπροσωπευθώ, θα
αντιπροσωπευθείς, θα αντιπροσωπευθεί, θα αντιπροσωπευθούμε, θα αντιπροσωπευθείτε,
θα αντιπροσωπευθούν (ή θα αντιπροσωπευθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αντιπροσωπευτεί, θα έχεις αντιπροσωπευτεί, θα έχει αντιπροσωπευτεί, θα έχουμε αντιπροσωπευτεί, θα έχετε αντιπροσωπευτεί, θα έχουν(ε) αντιπροσωπευτεί
& θα έχω αντιπροσωπευθεί, θα έχεις
αντιπροσωπευθεί, θα έχει αντιπροσωπευθεί, θα έχουμε αντιπροσωπευθεί, θα έχετε
αντιπροσωπευθεί, θα έχουν(ε) αντιπροσωπευθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αντιπροσωπευτεί, έχεις αντιπροσωπευτεί, έχει αντιπροσωπευτεί, έχουμε αντιπροσωπευτεί, έχετε αντιπροσωπευτεί, έχουν(ε) αντιπροσωπευτεί
& έχω αντιπροσωπευθεί, έχεις
αντιπροσωπευθεί, έχει αντιπροσωπευθεί, έχουμε αντιπροσωπευθεί, έχετε
αντιπροσωπευθεί, έχουν(ε) αντιπροσωπευθεί
Υποτακτική
να έχω αντιπροσωπευτεί, να έχεις αντιπροσωπευτεί, να έχει αντιπροσωπευτεί, να έχουμε αντιπροσωπευτεί, να έχετε αντιπροσωπευτεί, να έχουν(ε) αντιπροσωπευτεί
& να έχω αντιπροσωπευθεί, να έχεις αντιπροσωπευθεί, να έχει αντιπροσωπευθεί, να έχουμε αντιπροσωπευθεί, να έχετε αντιπροσωπευθεί, να έχουν(ε) αντιπροσωπευθεί
Μετοχή
αντιπροσωπευμένος, αντιπροσωπευμένη, αντιπροσωπευμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αντιπροσωπευτεί, είχες αντιπροσωπευτεί, είχε αντιπροσωπευτεί, είχαμε αντιπροσωπευτεί, είχατε αντιπροσωπευτεί, είχαν(ε) αντιπροσωπευτεί
& είχα αντιπροσωπευθεί, είχες
αντιπροσωπευθεί, είχε αντιπροσωπευθεί, είχαμε αντιπροσωπευθεί, είχατε
αντιπροσωπευθεί, είχαν(ε) αντιπροσωπευθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αντιπροσωπεύω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αντιπροσωπεύω, αντιπροσωπεύεις, αντιπροσωπεύει, αντιπροσωπεύουμε, αντιπροσωπεύετε, αντιπροσωπεύουν (ή αντιπροσωπεύουνε)
να αντιπροσωπεύω, να αντιπροσωπεύεις, να αντιπροσωπεύει, να αντιπροσωπεύουμε, να αντιπροσωπεύετε, να αντιπροσωπεύουν (ή να αντιπροσωπεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αντιπροσώπευε – β΄ πληθυντικό: αντιπροσωπεύετε
Μετοχή
αντιπροσωπεύοντας
Παρατατικός
Οριστική
αντιπροσώπευα, αντιπροσώπευες, αντιπροσώπευε, αντιπροσωπεύαμε, αντιπροσωπεύατε, αντιπροσώπευαν ή αντιπροσωπεύανε
Αόριστος
Οριστική
αντιπροσώπευσα, αντιπροσώπευσες, αντιπροσώπευσε, αντιπροσωπεύσαμε, αντιπροσωπεύσατε, αντιπροσώπευσαν ή αντιπροσωπεύσανε
να αντιπροσωπεύσω, να αντιπροσωπεύσεις, να αντιπροσωπεύσει, να αντιπροσωπεύσουμε, να αντιπροσωπεύσετε, να αντιπροσωπεύσουν (ή να αντιπροσωπεύσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αντιπροσώπευσε – β΄ πληθυντικό: αντιπροσωπεύστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αντιπροσωπεύω, θα αντιπροσωπεύεις, θα αντιπροσωπεύει, θα αντιπροσωπεύουμε, θα αντιπροσωπεύετε, θα αντιπροσωπεύουν (ή θα αντιπροσωπεύουνε)
Οριστική
θα αντιπροσωπεύσω, θα αντιπροσωπεύσεις, θα αντιπροσωπεύσει, θα αντιπροσωπεύσουμε, θα αντιπροσωπεύσετε, θα αντιπροσωπεύσουν (ή θα αντιπροσωπεύσουνε)
Οριστική
θα έχω αντιπροσωπεύσει, θα έχεις αντιπροσωπεύσει, θα έχει αντιπροσωπεύσει, θα έχουμε αντιπροσωπεύσει, θα έχετε αντιπροσωπεύσει, θα έχουν(ε) αντιπροσωπεύσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αντιπροσωπεύσει, έχεις αντιπροσωπεύσει, έχει αντιπροσωπεύσει, έχουμε αντιπροσωπεύσει, έχετε αντιπροσωπεύσει, έχουν(ε) αντιπροσωπεύσει
να έχω αντιπροσωπεύσει, να έχεις αντιπροσωπεύσει, να έχει αντιπροσωπεύσει, να έχουμε αντιπροσωπεύσει, να έχετε αντιπροσωπεύσει, να έχουν(ε) αντιπροσωπεύσει
Μετοχή
έχοντας αντιπροσωπεύσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αντιπροσωπεύσει, είχες αντιπροσωπεύσει, είχε αντιπροσωπεύσει, είχαμε αντιπροσωπεύσει, είχατε αντιπροσωπεύσει, είχαν(ε) αντιπροσωπεύσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αντιπροσωπεύομαι, αντιπροσωπεύεσαι, αντιπροσωπεύεται, αντιπροσωπευόμαστε, αντιπροσωπεύεστε, αντιπροσωπεύονται
να αντιπροσωπεύομαι, να αντιπροσωπεύεσαι, να αντιπροσωπεύεται, να αντιπροσωπευόμαστε, να αντιπροσωπεύεστε, να αντιπροσωπεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αντιπροσωπεύεστε
Μετοχή
αντιπροσωπευόμενος, αντιπροσωπευόμενη, αντιπροσωπευόμενη
Παρατατικός
Οριστική
αντιπροσωπευόμουν, αντιπροσωπευόσουν, αντιπροσωπευόταν, αντιπροσωπευόμαστε, αντιπροσωπευόσαστε, αντιπροσωπεύονταν
Αόριστος
Οριστική
αντιπροσωπεύτηκα, αντιπροσωπεύτηκες, αντιπροσωπεύτηκε, αντιπροσωπευτήκαμε, αντιπροσωπευτήκατε, αντιπροσωπεύτηκαν ή αντιπροσωπευτήκανε
Υποτακτική
να αντιπροσωπευτώ, να αντιπροσωπευτείς, να αντιπροσωπευτεί, να αντιπροσωπευτούμε, να αντιπροσωπευτείτε, να αντιπροσωπευτούν (ή να αντιπροσωπευτούνε)
& να αντιπροσωπευθώ, να αντιπροσωπευθείς, να αντιπροσωπευθεί, να αντιπροσωπευθούμε, να αντιπροσωπευθείτε, να αντιπροσωπευθούν (ή να αντιπροσωπευθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: αντιπροσωπεύσου – β΄ πληθυντικό: αντιπροσωπευτείτε ή αντιπροσωπευθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αντιπροσωπεύομαι, θα αντιπροσωπεύεσαι, θα αντιπροσωπεύεται, θα αντιπροσωπευόμαστε, θα αντιπροσωπεύεστε, θα αντιπροσωπεύονται
Οριστική
θα αντιπροσωπευτώ, θα αντιπροσωπευτείς, θα αντιπροσωπευτεί, θα αντιπροσωπευτούμε, θα αντιπροσωπευτείτε, θα αντιπροσωπευτούν (ή θα αντιπροσωπευτούνε)
Οριστική
θα έχω αντιπροσωπευτεί, θα έχεις αντιπροσωπευτεί, θα έχει αντιπροσωπευτεί, θα έχουμε αντιπροσωπευτεί, θα έχετε αντιπροσωπευτεί, θα έχουν(ε) αντιπροσωπευτεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αντιπροσωπευτεί, έχεις αντιπροσωπευτεί, έχει αντιπροσωπευτεί, έχουμε αντιπροσωπευτεί, έχετε αντιπροσωπευτεί, έχουν(ε) αντιπροσωπευτεί
Υποτακτική
να έχω αντιπροσωπευτεί, να έχεις αντιπροσωπευτεί, να έχει αντιπροσωπευτεί, να έχουμε αντιπροσωπευτεί, να έχετε αντιπροσωπευτεί, να έχουν(ε) αντιπροσωπευτεί
& να έχω αντιπροσωπευθεί, να έχεις αντιπροσωπευθεί, να έχει αντιπροσωπευθεί, να έχουμε αντιπροσωπευθεί, να έχετε αντιπροσωπευθεί, να έχουν(ε) αντιπροσωπευθεί
Μετοχή
αντιπροσωπευμένος, αντιπροσωπευμένη, αντιπροσωπευμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αντιπροσωπευτεί, είχες αντιπροσωπευτεί, είχε αντιπροσωπευτεί, είχαμε αντιπροσωπευτεί, είχατε αντιπροσωπευτεί, είχαν(ε) αντιπροσωπευτεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου