Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ὁρμίζω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ὁρμίζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Marianna Mills 
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ρμίζω»
 
(ρμίζω = οδηγώ το πλοίο στο λιμάνι)
Το ι του ρήματος είναι βραχύ.
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ρμίζω, ρμίζεις, ρμίζει, ρμίζομεν, ρμίζετε, ρμίζουσι(ν)
Υποτακτική
ρμίζω, ρμίζς, ρμίζ, ρμίζωμεν, ρμίζητε, ρμίζωσι(ν)
Ευκτική
ρμίζοιμι, ρμίζοις, ρμίζοι, ρμίζοιμεν, ρμίζοιτε, ρμίζοιεν
Προστακτική
---, ρμιζε, ρμιζέτω, ---, ρμίζετε, ρμιζόντων ή ρμιζέτωσαν
Απαρέμφατο
ρμίζειν
Μετοχή
ρμίζων, ρμίζουσα, ρμίζον
 
Παρατατικός
Οριστική
ρμιζον, ρμιζες, ρμιζε, ρμίζομεν, ρμίζετε, ρμιζον
 
Αόριστος
Οριστική
ρμισα, ρμισας, ρμισε(ν), ρμίσαμεν, ρμίσατε, ρμισαν
Υποτακτική
ρμίσω, ρμίσς, ρμίσ, ρμίσωμεν, ρμίσητε, ρμίσωσι(ν)
Ευκτική
ρμίσαιμι, ρμίσαις ή ρμίσειας, ρμίσαι ή ρμίσειε(ν), ρμίσαιμεν, ρμίσαιτε, ρμίσαιεν ή ρμίσειαν
Προστακτική
---, ρμισον, ρμισάτω, ---, ρμίσατε, ρμισάντων (ή ρμισάτωσαν)
Απαρέμφατο
ρμίσαι
Μετοχή
ρμίσας, ρμίσασα, ρμίσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ρμίζομαι, ρμίζ ή ρμίζει, ρμίζεται, ρμιζόμεθα, ρμίζεσθε, ρμίζονται
Υποτακτική
ρμίζωμαι, ρμίζ, ρμίζηται, ρμιζώμεθα, ρμίζησθε, ρμίζωνται
Ευκτική
ρμιζοίμην, ρμίζοιο, ρμίζοιτο, ρμιζοίμεθα, ρμίζοισθε, ρμίζοιντο
Προστακτική
---, ρμίζου, ρμιζέσθω, ---, ρμίζεσθε, ρμιζέσθων ή ρμιζέσθωσαν
Απαρέμφατο
ρμίζεσθαι
Μετοχή
ρμιζόμενος
ρμιζομένη
ρμιζόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
ρμιζόμην, ρμίζου, ρμίζετο, ρμιζόμεθα, ρμίζεσθε, ρμίζοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
ρμιομαι, ρμι ή ρμιε, ρμιεται, ρμιούμεθα, ρμιεσθε, ρμιονται
Ευκτική
ρμιοίμην, ρμιοο, ρμιοτο, ρμιοίμεθα, ρμιοσθε, ρμιοντο
Απαρέμφατο
ρμιεσθαι
Μετοχή
ρμιούμενος
ρμιουμένη
ρμιούμενον
 
Αόριστος
Οριστική
ρμισάμην, ρμίσω, ρμίσατο, ρμισάμεθα, ρμίσασθε, ρμίσαντο
Υποτακτική
ρμίσωμαι, ρμίσ, ρμίσηται, ρμισώμεθα, ρμίσησθε, ρμίσωνται
Ευκτική
ρμισαίμην, ρμίσαιο, ρμίσαιτο, ρμισαίμεθα, ρμίσαισθε, ρμίσαιντο
Προστακτική
---, ρμισαι, ρμισάσθω, ---, ρμίσασθε, ρμισάσθων ή ρμισάσθωσαν
Απαρέμφατο
ρμίσασθαι
Μετοχή
ρμισάμενος
ρμισαμένη
ρμισάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ρμίσθην, ρμίσθης, ρμίσθη, ρμίσθημεν, ρμίσθητε, ρμίσθησαν
Υποτακτική
ρμισθ, ρμισθς, ρμισθ, ρμισθμεν, ρμισθτε, ρμισθσι(ν)
Ευκτική
ρμισθείην, ρμισθείης, ρμισθείη, ρμισθείημεν ή ρμισθεμεν, ρμισθείητε ή ρμισθετε, ρμισθείησαν ή ρμισθεεν
Προστακτική
---, ρμίσθητι, ρμισθήτω, ---, ρμίσθητε, ρμισθέντων ή ρμισθήτωσαν
Απαρέμφατο
ρμισθναι
Μετοχή
ρμισθείς
ρμισθεσα
ρμισθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
ρμισμαι, ρμισαι, ρμισται, ρμίσμεθα, ρμισθε, ρμισμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
ρμισμένος- ρμισμένη- ρμισμένον
ρμισμένος- ρμισμένη- ρμισμένον ς
ρμισμένος- ρμισμένη- ρμισμένον
ρμισμένοι- ρμισμέναι- ρμισμένα μεν
ρμισμένοι- ρμισμέναι- ρμισμένα τε
ρμισμένοι- ρμισμέναι- ρμισμένα σι
 
Ευκτική
ρμισμένος- ρμισμένη- ρμισμένον εην
ρμισμένος- ρμισμένη- ρμισμένον εης
ρμισμένος- ρμισμένη- ρμισμένον εη
ρμισμένοι- ρμισμέναι- ρμισμένα εημεν (εμεν)
ρμισμένοι- ρμισμέναι- ρμισμένα εητε (ετε)
ρμισμένοι- ρμισμέναι- ρμισμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, ρμισο, ρμίσθω, --- ρμισθε, ρμίσθων ή ρμίσθωσαν
 
Απαρέμφατο
ρμίσθαι
Μετοχή
ρμισμένος,
ρμισμένη,
ρμισμένον

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...