Globe Photos
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λακτίζω»
(λακτίζω: κλωτσώ)
[το -ι είναι βραχύχρονο]
Ενεστώτας
Οριστική
λακτίζω, λακτίζεις, λακτίζει, λακτίζομεν, λακτίζετε, λακτίζουσι(ν)
Υποτακτική
λακτίζω, λακτίζῃς, λακτίζῃ, λακτίζωμεν, λακτίζητε, λακτίζωσι(ν)
Ευκτική
λακτίζοιμι, λακτίζοις, λακτίζοι, λακτίζοιμεν, λακτίζοιτε, λακτίζοιεν
Προστακτική
---, λάκτιζε, λακτιζέτω, ---, λακτίζετε, λακτιζόντων (ή λακτιζέτωσαν)
Απαρέμφατο
λακτίζειν
Μετοχή
λακτίζων, λακτίζουσα, λακτίζον
Αόριστος
Οριστική
ἐλάκτισα, ἐλάκτισας, ἐλάκτισε(ν), ἐλακτίσαμεν, ἐλακτίσατε, ἐλάκτισαν
Υποτακτική
λακτίσω, λακτίσῃς, λακτίσῃ, λακτίσωμεν, λακτίσητε, λακτίσωσι(ν)
Ευκτική
λακτίσαιμι, λακτίσαις ή λακτίσειας, λακτίσαι ή λακτίσειε(ν), λακτίσαιμεν, λακτίσαιτε, λακτίσαιεν ή λακτίσειαν
Προστακτική
---, λάκτισον, λακτισάτω, ---, λακτίσατε, λακτισάντων (ή λακτισάτωσαν)
Απαρέμφατο
λακτίσαι
Μετοχή
λακτίσας, λακτίσασα, λακτίσαν
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐλακτίσθην, ἐλακτίσθης, ἐλακτίσθη, ἐλακτίσθημεν, ἐλακτίσθητε, ἐλακτίσθησαν
Υποτακτική
λακτισθῶ, λακτισθῇς, λακτισθῇ, λακτισθῶμεν, λακτισθῆτε, λακτισθῶσι(ν)
Ευκτική
λακτισθείην, λακτισθείης, λακτισθείη, λακτισθείημεν ή λακτισθεῖμεν, λακτισθείητε ή λακτισθεῖτε, λακτισθείησαν ή λακτισθεῖεν
Προστακτική
---, λακτίσθητι, λακτισθήτω, ---, λακτίσθητε, λακτισθέντων ή λακτισθήτωσαν
Απαρέμφατο
λακτισθῆναι
Μετοχή
λακτισθείς
λακτισθεῖσα
λακτισθέν
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λακτίζω»
[το -ι είναι βραχύχρονο]
Ενεστώτας
Οριστική
λακτίζω, λακτίζεις, λακτίζει, λακτίζομεν, λακτίζετε, λακτίζουσι(ν)
λακτίζω, λακτίζῃς, λακτίζῃ, λακτίζωμεν, λακτίζητε, λακτίζωσι(ν)
λακτίζοιμι, λακτίζοις, λακτίζοι, λακτίζοιμεν, λακτίζοιτε, λακτίζοιεν
Προστακτική
---, λάκτιζε, λακτιζέτω, ---, λακτίζετε, λακτιζόντων (ή λακτιζέτωσαν)
Απαρέμφατο
λακτίζειν
Μετοχή
λακτίζων, λακτίζουσα, λακτίζον
Οριστική
ἐλάκτισα, ἐλάκτισας, ἐλάκτισε(ν), ἐλακτίσαμεν, ἐλακτίσατε, ἐλάκτισαν
λακτίσω, λακτίσῃς, λακτίσῃ, λακτίσωμεν, λακτίσητε, λακτίσωσι(ν)
λακτίσαιμι, λακτίσαις ή λακτίσειας, λακτίσαι ή λακτίσειε(ν), λακτίσαιμεν, λακτίσαιτε, λακτίσαιεν ή λακτίσειαν
Προστακτική
---, λάκτισον, λακτισάτω, ---, λακτίσατε, λακτισάντων (ή λακτισάτωσαν)
Απαρέμφατο
λακτίσαι
Μετοχή
λακτίσας, λακτίσασα, λακτίσαν
Οριστική
ἐλακτίσθην, ἐλακτίσθης, ἐλακτίσθη, ἐλακτίσθημεν, ἐλακτίσθητε, ἐλακτίσθησαν
λακτισθῶ, λακτισθῇς, λακτισθῇ, λακτισθῶμεν, λακτισθῆτε, λακτισθῶσι(ν)
λακτισθείην, λακτισθείης, λακτισθείη, λακτισθείημεν ή λακτισθεῖμεν, λακτισθείητε ή λακτισθεῖτε, λακτισθείησαν ή λακτισθεῖεν
---, λακτίσθητι, λακτισθήτω, ---, λακτίσθητε, λακτισθέντων ή λακτισθήτωσαν
Απαρέμφατο
λακτισθῆναι
λακτισθείς
λακτισθεῖσα
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου