Jeff Stanford
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ιδιωτεύω»
ιδιωτεύω: σταματώ να καταπιάνομαι με τα κοινά
και αποσύρομαι στην ιδιωτική μου ζωή – ζω μόνος, μακριά από κοινωνικές σχέσεις –
σταματώ να εργάζομαι στο δημόσιο
Ενεστώτας
Οριστική
ιδιωτεύω, ιδιωτεύεις, ιδιωτεύει, ιδιωτεύουμε, ιδιωτεύετε, ιδιωτεύουν (ή ιδιωτεύουνε)
Υποτακτική
να ιδιωτεύω, να ιδιωτεύεις, να ιδιωτεύει, να ιδιωτεύουμε, να ιδιωτεύετε, να ιδιωτεύουν (ή να ιδιωτεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ιδιώτευε – β΄ πληθυντικό: ιδιωτεύετε
Μετοχή
ιδιωτεύοντας
Παρατατικός
Οριστική
ιδιώτευα, ιδιώτευες, ιδιώτευε, ιδιωτεύαμε, ιδιωτεύατε, ιδιώτευαν ή ιδιωτεύανε
Αόριστος
Οριστική
ιδιώτεψα, ιδιώτεψες, ιδιώτεψε, ιδιωτέψαμε, ιδιωτέψατε, ιδιώτεψαν ή ιδιωτέψανε
Υποτακτική
να ιδιωτέψω, να ιδιωτέψεις, να ιδιωτέψει, να ιδιωτέψουμε, να ιδιωτέψετε, να ιδιωτέψουν (ή να ιδιωτέψουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ιδιώτεψε – β΄ πληθυντικό: ιδιωτέψτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ιδιωτεύω, θα ιδιωτεύεις, θα ιδιωτεύει, θα ιδιωτεύουμε, θα ιδιωτεύετε, θα ιδιωτεύουν (ή θα ιδιωτεύουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ιδιωτέψω, θα ιδιωτέψεις, θα ιδιωτέψει, θα ιδιωτέψουμε, θα ιδιωτέψετε, θα ιδιωτέψουν (ή θα ιδιωτέψουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ιδιωτέψει, θα έχεις ιδιωτέψει, θα έχει ιδιωτέψει, θα έχουμε ιδιωτέψει, θα έχετε ιδιωτέψει, θα έχουν(ε) ιδιωτέψει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ιδιωτέψει, έχεις ιδιωτέψει, έχει ιδιωτέψει, έχουμε ιδιωτέψει, έχετε ιδιωτέψει, έχουν(ε) ιδιωτέψει
Υποτακτική
να έχω ιδιωτέψει, να έχεις ιδιωτέψει, να έχει ιδιωτέψει, να έχουμε ιδιωτέψει, να έχετε ιδιωτέψει, να έχουν(ε) ιδιωτέψει
Μετοχή
έχοντας ιδιωτέψει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ιδιωτέψει, είχες ιδιωτέψει, είχε ιδιωτέψει, είχαμε ιδιωτέψει, είχατε ιδιωτέψει, είχαν(ε) ιδιωτέψει
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ιδιωτεύω»
Ενεστώτας
Οριστική
ιδιωτεύω, ιδιωτεύεις, ιδιωτεύει, ιδιωτεύουμε, ιδιωτεύετε, ιδιωτεύουν (ή ιδιωτεύουνε)
να ιδιωτεύω, να ιδιωτεύεις, να ιδιωτεύει, να ιδιωτεύουμε, να ιδιωτεύετε, να ιδιωτεύουν (ή να ιδιωτεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ιδιώτευε – β΄ πληθυντικό: ιδιωτεύετε
Μετοχή
ιδιωτεύοντας
Παρατατικός
Οριστική
ιδιώτευα, ιδιώτευες, ιδιώτευε, ιδιωτεύαμε, ιδιωτεύατε, ιδιώτευαν ή ιδιωτεύανε
Αόριστος
Οριστική
ιδιώτεψα, ιδιώτεψες, ιδιώτεψε, ιδιωτέψαμε, ιδιωτέψατε, ιδιώτεψαν ή ιδιωτέψανε
να ιδιωτέψω, να ιδιωτέψεις, να ιδιωτέψει, να ιδιωτέψουμε, να ιδιωτέψετε, να ιδιωτέψουν (ή να ιδιωτέψουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ιδιώτεψε – β΄ πληθυντικό: ιδιωτέψτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ιδιωτεύω, θα ιδιωτεύεις, θα ιδιωτεύει, θα ιδιωτεύουμε, θα ιδιωτεύετε, θα ιδιωτεύουν (ή θα ιδιωτεύουνε)
Οριστική
θα ιδιωτέψω, θα ιδιωτέψεις, θα ιδιωτέψει, θα ιδιωτέψουμε, θα ιδιωτέψετε, θα ιδιωτέψουν (ή θα ιδιωτέψουνε)
Οριστική
θα έχω ιδιωτέψει, θα έχεις ιδιωτέψει, θα έχει ιδιωτέψει, θα έχουμε ιδιωτέψει, θα έχετε ιδιωτέψει, θα έχουν(ε) ιδιωτέψει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ιδιωτέψει, έχεις ιδιωτέψει, έχει ιδιωτέψει, έχουμε ιδιωτέψει, έχετε ιδιωτέψει, έχουν(ε) ιδιωτέψει
να έχω ιδιωτέψει, να έχεις ιδιωτέψει, να έχει ιδιωτέψει, να έχουμε ιδιωτέψει, να έχετε ιδιωτέψει, να έχουν(ε) ιδιωτέψει
Μετοχή
έχοντας ιδιωτέψει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ιδιωτέψει, είχες ιδιωτέψει, είχε ιδιωτέψει, είχαμε ιδιωτέψει, είχατε ιδιωτέψει, είχαν(ε) ιδιωτέψει
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου