Andi Metz
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εφημερεύω»
Ενεστώτας
Οριστική
εφημερεύω, εφημερεύεις, εφημερεύει, εφημερεύουμε, εφημερεύετε, εφημερεύουν (ή εφημερεύουνε)
Υποτακτική
να εφημερεύω, να εφημερεύεις, να εφημερεύει, να εφημερεύουμε, να εφημερεύετε, να εφημερεύουν (ή να εφημερεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εφημέρευε – β΄ πληθυντικό: εφημερεύετε
Μετοχή
εφημερεύοντας
Παρατατικός
Οριστική
εφημέρευα, εφημέρευες, εφημέρευε, εφημερεύαμε, εφημερεύατε, εφημέρευαν ή εφημερεύανε
Αόριστος
Οριστική
εφημέρευσα, εφημέρευσες, εφημέρευσε, εφημερεύσαμε, εφημερεύσατε, εφημέρευσαν ή εφημερεύσανε
Υποτακτική
να εφημερεύσω, να εφημερεύσεις, να εφημερεύσει, να εφημερεύσουμε, να εφημερεύσετε, να εφημερεύσουν (ή να εφημερεύσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εφημέρευσε – β΄ πληθυντικό: εφημερεύστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εφημερεύω, θα εφημερεύεις, θα εφημερεύει, θα εφημερεύουμε, θα εφημερεύετε, θα εφημερεύουν (ή θα εφημερεύουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εφημερεύσω, θα εφημερεύσεις, θα εφημερεύσει, θα εφημερεύσουμε, θα εφημερεύσετε, θα εφημερεύσουν (ή θα εφημερεύσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εφημερεύσει, θα έχεις εφημερεύσει, θα έχει εφημερεύσει, θα έχουμε εφημερεύσει, θα έχετε εφημερεύσει, θα έχουν(ε) εφημερεύσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εφημερεύσει, έχεις εφημερεύσει, έχει εφημερεύσει, έχουμε εφημερεύσει, έχετε εφημερεύσει, έχουν(ε) εφημερεύσει
Υποτακτική
να έχω εφημερεύσει, να έχεις εφημερεύσει, να έχει εφημερεύσει, να έχουμε εφημερεύσει, να έχετε εφημερεύσει, να έχουν(ε) εφημερεύσει
Μετοχή
έχοντας εφημερεύσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εφημερεύσει, είχες εφημερεύσει, είχε εφημερεύσει, είχαμε εφημερεύσει, είχατε εφημερεύσει, είχαν(ε) εφημερεύσει
Σημείωση: Ο τύπος εφημερεύων αποτελεί τη μετοχή
ενεστώτα του ρήματος εφημερεύω, η οποία χρειάζεται προσοχή τόσο στην κλίση
(όπου διατηρούνται ως επί το πλείστον οι αρχαίοι τύποι) όσο και στην ορθογραφία
των τριών γενών της. Συγκεκριμένα:
Ενικός
ο εφημερεύων, του εφημερεύοντος, τον εφημερεύοντα
η εφημερεύουσα, της εφημερεύουσας, την εφημερεύουσα
το εφημερεύον, του εφημερεύοντος, το εφημερεύον
Πληθυντικός
οι εφημερεύοντες, των εφημερευόντων, τους εφημερεύοντες
οι εφημερεύουσες, των εφημερευουσών, τις εφημερεύουσες
τα εφημερεύοντα, των εφημερευόντων, τα εφημερεύοντα
Σπάνια, σε πολύ επίσημο ύφος και σε στερεότυπες
φράσεις χρησιμοποιείται επίσης η λόγια γενική του θηλυκού σε -ης: εφημερευούσης
(π.χ. αναρρωτική άδεια εφημερευούσης μαίας).
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εφημερεύω»
Ενεστώτας
Οριστική
εφημερεύω, εφημερεύεις, εφημερεύει, εφημερεύουμε, εφημερεύετε, εφημερεύουν (ή εφημερεύουνε)
να εφημερεύω, να εφημερεύεις, να εφημερεύει, να εφημερεύουμε, να εφημερεύετε, να εφημερεύουν (ή να εφημερεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εφημέρευε – β΄ πληθυντικό: εφημερεύετε
Μετοχή
εφημερεύοντας
Παρατατικός
Οριστική
εφημέρευα, εφημέρευες, εφημέρευε, εφημερεύαμε, εφημερεύατε, εφημέρευαν ή εφημερεύανε
Αόριστος
Οριστική
εφημέρευσα, εφημέρευσες, εφημέρευσε, εφημερεύσαμε, εφημερεύσατε, εφημέρευσαν ή εφημερεύσανε
να εφημερεύσω, να εφημερεύσεις, να εφημερεύσει, να εφημερεύσουμε, να εφημερεύσετε, να εφημερεύσουν (ή να εφημερεύσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εφημέρευσε – β΄ πληθυντικό: εφημερεύστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εφημερεύω, θα εφημερεύεις, θα εφημερεύει, θα εφημερεύουμε, θα εφημερεύετε, θα εφημερεύουν (ή θα εφημερεύουνε)
Οριστική
θα εφημερεύσω, θα εφημερεύσεις, θα εφημερεύσει, θα εφημερεύσουμε, θα εφημερεύσετε, θα εφημερεύσουν (ή θα εφημερεύσουνε)
Οριστική
θα έχω εφημερεύσει, θα έχεις εφημερεύσει, θα έχει εφημερεύσει, θα έχουμε εφημερεύσει, θα έχετε εφημερεύσει, θα έχουν(ε) εφημερεύσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εφημερεύσει, έχεις εφημερεύσει, έχει εφημερεύσει, έχουμε εφημερεύσει, έχετε εφημερεύσει, έχουν(ε) εφημερεύσει
να έχω εφημερεύσει, να έχεις εφημερεύσει, να έχει εφημερεύσει, να έχουμε εφημερεύσει, να έχετε εφημερεύσει, να έχουν(ε) εφημερεύσει
Μετοχή
έχοντας εφημερεύσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εφημερεύσει, είχες εφημερεύσει, είχε εφημερεύσει, είχαμε εφημερεύσει, είχατε εφημερεύσει, είχαν(ε) εφημερεύσει
ο εφημερεύων, του εφημερεύοντος, τον εφημερεύοντα
η εφημερεύουσα, της εφημερεύουσας, την εφημερεύουσα
το εφημερεύον, του εφημερεύοντος, το εφημερεύον
οι εφημερεύοντες, των εφημερευόντων, τους εφημερεύοντες
οι εφημερεύουσες, των εφημερευουσών, τις εφημερεύουσες
τα εφημερεύοντα, των εφημερευόντων, τα εφημερεύοντα
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου