Anton Petter
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μέμφομαι»
(μέμφομαι: κατακρίνω, αποδίδω σε
κάποιον κάτι το αξιοκατάκριτο)
Ενεστώτας
Οριστική
μέμφομαι, μέμφεσαι, μέμφεται, μεμφόμαστε, μέμφεστε, μέμφονται
Υποτακτική
να μέμφομαι, να μέμφεσαι, να μέμφεται, να μεμφόμαστε, να μέμφεστε, να μέμφονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: μέμφεστε
Μετοχή
μεμφόμενος, μεμφόμενη, μεμφόμενο
Παρατατικός
Οριστική
μεμφόμουν, μεμφόσουν, μεμφόταν, μεμφόμαστε, μεμφόσαστε, μέμφονταν
(& μεμφόμουνα, μεμφόσουνα, μεμφότανε,
μεμφόμασταν, μεμφόσασταν, μεμφόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
μέμφθηκα, μέμφθηκες, μέμφθηκε, μεμφθήκαμε, μεμφθήκατε, μέμφθηκαν (ή μεμφθήκανε)
Υποτακτική
να μεμφθώ, να μεμφθείς, να μεμφθεί, να μεμφθούμε, να μεμφθείτε, να μεμφθούν (ή να μεμφθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: μέμψου – β΄ πληθυντικό: μεμφθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μέμφομαι, θα μέμφεσαι, θα μέμφεται, θα μεμφόμαστε, θα μέμφεστε, θα μέμφονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μεμφθώ, θα μεμφθείς, θα μεμφθεί, θα μεμφθούμε, θα μεμφθείτε, θα μεμφθούν (ή θα μεμφθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω μεμφθεί, θα έχεις μεμφθεί, θα έχει μεμφθεί, θα έχουμε μεμφθεί, θα έχετε μεμφθεί, θα έχουν(ε) μεμφθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μεμφθεί, έχεις μεμφθεί, έχει μεμφθεί, έχουμε μεμφθεί, έχετε μεμφθεί, έχουν(ε) μεμφθεί
Υποτακτική
να έχω μεμφθεί, να έχεις μεμφθεί, να έχει μεμφθεί, να έχουμε μεμφθεί, να έχετε μεμφθεί, να έχουν(ε) μεμφθεί
Μετοχή
---
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μεμφθεί, είχες μεμφθεί, είχε μεμφθεί, είχαμε μεμφθεί, είχατε μεμφθεί, είχαν(ε) μεμφθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μέμφομαι»
Οριστική
μέμφομαι, μέμφεσαι, μέμφεται, μεμφόμαστε, μέμφεστε, μέμφονται
να μέμφομαι, να μέμφεσαι, να μέμφεται, να μεμφόμαστε, να μέμφεστε, να μέμφονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: μέμφεστε
Μετοχή
μεμφόμενος, μεμφόμενη, μεμφόμενο
Παρατατικός
Οριστική
μεμφόμουν, μεμφόσουν, μεμφόταν, μεμφόμαστε, μεμφόσαστε, μέμφονταν
Αόριστος
Οριστική
μέμφθηκα, μέμφθηκες, μέμφθηκε, μεμφθήκαμε, μεμφθήκατε, μέμφθηκαν (ή μεμφθήκανε)
να μεμφθώ, να μεμφθείς, να μεμφθεί, να μεμφθούμε, να μεμφθείτε, να μεμφθούν (ή να μεμφθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: μέμψου – β΄ πληθυντικό: μεμφθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μέμφομαι, θα μέμφεσαι, θα μέμφεται, θα μεμφόμαστε, θα μέμφεστε, θα μέμφονται
Οριστική
θα μεμφθώ, θα μεμφθείς, θα μεμφθεί, θα μεμφθούμε, θα μεμφθείτε, θα μεμφθούν (ή θα μεμφθούνε)
Οριστική
θα έχω μεμφθεί, θα έχεις μεμφθεί, θα έχει μεμφθεί, θα έχουμε μεμφθεί, θα έχετε μεμφθεί, θα έχουν(ε) μεμφθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μεμφθεί, έχεις μεμφθεί, έχει μεμφθεί, έχουμε μεμφθεί, έχετε μεμφθεί, έχουν(ε) μεμφθεί
να έχω μεμφθεί, να έχεις μεμφθεί, να έχει μεμφθεί, να έχουμε μεμφθεί, να έχετε μεμφθεί, να έχουν(ε) μεμφθεί
Μετοχή
---
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μεμφθεί, είχες μεμφθεί, είχε μεμφθεί, είχαμε μεμφθεί, είχατε μεμφθεί, είχαν(ε) μεμφθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου