Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κρίνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Naxart Studio
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κρίνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κρίνω, κρίνεις, κρίνει, κρίνουμε, κρίνετε, κρίνουν (ή κρίνουνε)
Υποτακτική
να κρίνω, να κρίνεις, να κρίνει, να κρίνουμε, να κρίνετε, να κρίνουν (ή να κρίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κρίνε – β΄ πληθυντικό: κρίνετε
Μετοχή
κρίνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
έκρινα, έκρινες, έκρινε, κρίναμε, κρίνατε, έκριναν ή κρίνανε
Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται όταν τονίζεται.
 
Αόριστος
Οριστική
έκρινα, έκρινες, έκρινε, κρίναμε, κρίνατε, έκριναν ή κρίνανε
Υποτακτική
να κρίνω, να κρίνεις, να κρίνει, να κρίνουμε, να κρίνετε, να κρίνουν (ή να κρίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κρίνε – β΄ πληθυντικό: κρίνετε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κρίνω, θα κρίνεις, θα κρίνει, θα κρίνουμε, θα κρίνετε, θα κρίνουν (ή θα κρίνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κρίνω, θα κρίνεις, θα κρίνει, θα κρίνουμε, θα κρίνετε, θα κρίνουν (ή θα κρίνουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κρίνει, θα έχεις κρίνει, θα έχει κρίνει, θα έχουμε κρίνει, θα έχετε κρίνει, θα έχουν(ε) κρίνει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κρίνει, έχεις κρίνει, έχει κρίνει, έχουμε κρίνει, έχετε κρίνει, έχουν(ε) κρίνει
Υποτακτική
να έχω κρίνει, να έχεις κρίνει, να έχει κρίνει, να έχουμε κρίνει, να έχετε κρίνει, να έχουν(ε) κρίνει
Μετοχή
έχοντας κρίνει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κρίνει, είχες κρίνει, είχε κρίνει, είχαμε κρίνει, είχατε κρίνει, είχαν(ε) κρίνει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κρίνομαι, κρίνεσαι, κρίνεται, κρινόμαστε, κρίνεστε, κρίνονται
Υποτακτική
να κρίνομαι, να κρίνεσαι, να κρίνεται, να κρινόμαστε, να κρίνεστε, να κρίνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κρίνεστε
Μετοχή
κρινόμενος, κρινόμενη, κρινόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
κρινόμουν, κρινόσουν, κρινόταν, κρινόμαστε, κρινόσαστε, κρίνονταν
(& κρινόμουνα, κρινόσουνα, κρινότανε, κρινόμασταν, κρινόσασταν, κρινόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
κρίθηκα, κρίθηκες, κρίθηκε, κριθήκαμε, κριθήκατε, κρίθηκαν (ή κριθήκανε)
Υποτακτική
να κριθώ, να κριθείς, να κριθεί, να κριθούμε, να κριθείτε, να κριθούν (ή να κριθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: κρίσου β΄ πληθυντικό: κριθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κρίνομαι, θα κρίνεσαι, θα κρίνεται, θα κρινόμαστε, θα κρίνεστε, θα κρίνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κριθώ, θα κριθείς, θα κριθεί, θα κριθούμε, θα κριθείτε, θα κριθούν (ή θα κριθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κριθεί, θα έχεις κριθεί, θα έχει κριθεί, θα έχουμε κριθεί, θα έχετε κριθεί, θα έχουν(ε) κριθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κριθεί, έχεις κριθεί, έχει κριθεί, έχουμε κριθεί, έχετε κριθεί, έχουν(ε) κριθεί
Υποτακτική
να έχω κριθεί, να έχεις κριθεί, να έχει κριθεί, να έχουμε κριθεί, να έχετε κριθεί, να έχουν(ε) κριθεί
Μετοχή
κριμένος, κριμένη, κριμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κριθεί, είχες κριθεί, είχε κριθεί, είχαμε κριθεί, είχατε κριθεί, είχαν(ε) κριθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εξαιρώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Mangesh Bhagat
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εξαιρώ»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εξαιρώ, εξαιρείς, εξαιρεί, εξαιρούμε, εξαιρείτε, εξαιρούν (ή εξαιρούνε)
Υποτακτική
να εξαιρώ, να εξαιρείς, να εξαιρεί, να εξαιρούμε, να εξαιρείτε, να εξαιρούν (ή να εξαιρούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εξαίρει, β΄ πληθυντικό: εξαιρείτε 
Μετοχή
εξαιρώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
εξαιρούσα, εξαιρούσες, εξαιρούσε, εξαιρούσαμε, εξαιρούσατε, εξαιρούσαν (ή εξαιρούσανε)
 
Αόριστος
Οριστική
εξαίρεσα, εξαίρεσες, εξαίρεσε, εξαιρέσαμε, εξαιρέσατε, εξαίρεσαν (ή εξαιρέσανε)
Υποτακτική
να εξαιρέσω, να εξαιρέσεις, να εξαιρέσει, να εξαιρέσουμε, να εξαιρέσετε, να εξαιρέσουν (ή να εξαιρέσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εξαίρεσε, β΄ πληθυντικό: εξαιρέστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εξαιρώ, θα εξαιρείς, θα εξαιρεί, θα εξαιρούμε, θα εξαιρείτε, θα εξαιρούν (ή θα εξαιρούνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εξαιρέσω, θα εξαιρέσεις, θα εξαιρέσει, θα εξαιρέσουμε, θα εξαιρέσετε, θα εξαιρέσουν (ή θα εξαιρέσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εξαιρέσει, θα έχεις εξαιρέσει, θα έχει εξαιρέσει, θα έχουμε εξαιρέσει, θα έχετε εξαιρέσει, θα έχουν(ε) εξαιρέσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εξαιρέσει, έχεις εξαιρέσει, έχει εξαιρέσει, έχουμε εξαιρέσει, έχετε εξαιρέσει, έχουν(ε) εξαιρέσει
Υποτακτική
να έχω εξαιρέσει, να έχεις εξαιρέσει, να έχει εξαιρέσει, να έχουμε εξαιρέσει, να έχετε εξαιρέσει, να έχουν(ε) εξαιρέσει
Μετοχή
έχοντας εξαιρέσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εξαιρέσει, είχες εξαιρέσει, είχε εξαιρέσει, είχαμε εξαιρέσει, είχατε εξαιρέσει, είχαν(ε) εξαιρέσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εξαιρούμαι, εξαιρείσαι, εξαιρείται, εξαιρούμαστε, εξαιρείστε, εξαιρούνται
Υποτακτική
να εξαιρούμαι, να εξαιρείσαι, να εξαιρείται, να εξαιρούμαστε, να εξαιρείστε, να εξαιρούνται
Προστακτική
---
Μετοχή
εξαιρούμενος, εξαιρούμενη, εξαιρούμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
εξαιρούμουν, εξαιρούσουν, εξαιρούταν, εξαιρούμασταν ή εξαιρούμαστε, εξαιρούσαστε, εξαιρούνταν
 
Αόριστος
Οριστική
εξαιρέθηκα, εξαιρέθηκες, εξαιρέθηκε, εξαιρεθήκαμε, εξαιρεθήκατε, εξαιρέθηκαν ή εξαιρεθήκανε
Υποτακτική
να εξαιρεθώ, να εξαιρεθείς, να εξαιρεθεί, να εξαιρεθούμε, να εξαιρεθείτε, να εξαιρεθούν ή να εξαιρεθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: εξαιρέσου β΄ πληθυντικό: εξαιρεθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εξαιρούμαι, θα εξαιρείσαι, θα εξαιρείται, θα εξαιρούμαστε, θα εξαιρείστε, θα εξαιρούνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εξαιρεθώ, θα εξαιρεθείς, θα εξαιρεθεί, θα εξαιρεθούμε, θα εξαιρεθείτε, θα εξαιρεθούν ή θα εξαιρεθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εξαιρεθεί, θα έχεις εξαιρεθεί, θα έχει εξαιρεθεί, θα έχουμε εξαιρεθεί, θα έχετε εξαιρεθεί, θα έχουν(ε) εξαιρεθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εξαιρεθεί, έχεις εξαιρεθεί, έχει εξαιρεθεί, έχουμε εξαιρεθεί, έχετε εξαιρεθεί, έχουν(ε) εξαιρεθεί
Υποτακτική
να έχω εξαιρεθεί, να έχεις εξαιρεθεί, να έχει εξαιρεθεί, να έχουμε εξαιρεθεί, να έχετε εξαιρεθεί, να έχουν(ε) εξαιρεθεί
Μετοχή
εξαιρεμένος, εξαιρεμένη, εξαιρεμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εξαιρεθεί, είχες εξαιρεθεί, είχε εξαιρεθεί, είχαμε εξαιρεθεί, είχατε εξαιρεθεί, είχαν(ε) εξαιρεθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διαφυλάσσω / διαφυλάττω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Jonathan Davison
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διαφυλάσσω / διαφυλάττω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
διαφυλάσσω, διαφυλάσσεις, διαφυλάσσει, διαφυλάσσουμε, διαφυλάσσετε, διαφυλάσσουν (ή διαφυλάσσουνε)
& διαφυλάττω, διαφυλάττεις, διαφυλάττει, διαφυλάττουμε, διαφυλάττετε, διαφυλάττουν (ή διαφυλάττουνε)
Υποτακτική
να διαφυλάσσω, να διαφυλάσσεις, να διαφυλάσσει, να διαφυλάσσουμε, να διαφυλάσσετε, να διαφυλάσσουν (ή να διαφυλάσσουνε)
& να διαφυλάττω, να διαφυλάττεις, να διαφυλάττει, να διαφυλάττουμε, να διαφυλάττετε, να διαφυλάττουν (ή να διαφυλάττουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διαφύλασσε / διαφύλαττε – β΄ πληθυντικό: διαφυλάσσετε / διαφυλάττετε
Μετοχή
διαφυλάσσοντας / διαφυλάττοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
διαφύλασσα, διαφύλασσες, διαφύλασσε, διαφυλάσσαμε, διαφυλάσσατε, διαφύλασσαν ή διαφυλάσσανε
& διαφύλαττα, διαφύλαττες, διαφύλαττε, διαφυλάτταμε, διαφυλάττατε, διαφύλατταν ή διαφυλάττανε
 
Αόριστος
Οριστική
διαφύλαξα, διαφύλαξες, διαφύλαξε, διαφυλάξαμε, διαφυλάξατε, διαφύλαξαν ή διαφυλάξανε
Υποτακτική
να διαφυλάξω, να διαφυλάξεις, να διαφυλάξει, να διαφυλάξουμε, να διαφυλάξετε, να διαφυλάξουν (ή να διαφυλάξουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διαφύλαξε – β΄ πληθυντικό: διαφυλάξτε (ή διαφυλάξετε) 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαφυλάσσω, θα διαφυλάσσεις, θα διαφυλάσσει, θα διαφυλάσσουμε, θα διαφυλάσσετε, θα διαφυλάσσουν (ή θα διαφυλάσσουνε)
& θα διαφυλάττω, θα διαφυλάττεις, θα διαφυλάττει, θα διαφυλάττουμε, θα διαφυλάττετε, θα διαφυλάττουν (ή θα διαφυλάττουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαφυλάξω, θα διαφυλάξεις, θα διαφυλάξει, θα διαφυλάξουμε, θα διαφυλάξετε, θα διαφυλάξουν (ή θα διαφυλάξουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διαφυλάξει, θα έχεις διαφυλάξει, θα έχει διαφυλάξει, θα έχουμε διαφυλάξει, θα έχετε διαφυλάξει, θα έχουν(ε) διαφυλάξει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διαφυλάξει, έχεις διαφυλάξει, έχει διαφυλάξει, έχουμε διαφυλάξει, έχετε διαφυλάξει, έχουν(ε) διαφυλάξει
Υποτακτική
να έχω διαφυλάξει, να έχεις διαφυλάξει, να έχει διαφυλάξει, να έχουμε διαφυλάξει, να έχετε διαφυλάξει, να έχουν(ε) διαφυλάξει
Μετοχή
έχοντας διαφυλάξει  
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διαφυλάξει, είχες διαφυλάξει, είχε διαφυλάξει, είχαμε διαφυλάξει, είχατε διαφυλάξει, είχαν(ε) διαφυλάξει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
διαφυλάσσομαι, διαφυλάσσεσαι, διαφυλάσσεται, διαφυλασσόμαστε, διαφυλάσσεστε, διαφυλάσσονται
Υποτακτική
να διαφυλάσσομαι, να διαφυλάσσεσαι, να διαφυλάσσεται, να διαφυλασσόμαστε, να διαφυλάσσεστε, να διαφυλάσσονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: διαφυλάσσεστε
Μετοχή
διαφυλασσόμενος, διαφυλασσόμενη, διαφυλασσόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
διαφυλασσόμουν, διαφυλασσόσουν, διαφυλασσόταν, διαφυλασσόμαστε, διαφυλασσόσαστε, διαφυλάσσονταν
(& διαφυλασσόμουνα, διαφυλασσόσουνα, διαφυλασσότανε, διαφυλασσόμασταν, διαφυλασσόσασταν, διαφυλασσόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
διαφυλάχθηκα, διαφυλάχθηκες, διαφυλάχθηκε, διαφυλαχθήκαμε, διαφυλαχθήκατε, διαφυλάχθηκαν (ή διαφυλαχθήκανε)
& διαφυλάχτηκα, διαφυλάχτηκες, διαφυλάχτηκε, διαφυλαχτήκαμε, διαφυλαχτήκατε, διαφυλάχτηκαν (ή διαφυλαχτήκανε)
Υποτακτική
να διαφυλαχθώ, να διαφυλαχθείς, να διαφυλαχθεί, να διαφυλαχθούμε, να διαφυλαχθείτε, να διαφυλαχθούν (ή να διαφυλαχθούνε)
& να διαφυλαχτώ, να διαφυλαχτείς, να διαφυλαχτεί, να διαφυλαχτούμε, να διαφυλαχτείτε, να διαφυλαχτούν (ή να διαφυλαχτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: διαφυλάξου β΄ πληθυντικό: διαφυλαχθείτε (διαφυλαχτείτε)
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαφυλάσσομαι, θα διαφυλάσσεσαι, θα διαφυλάσσεται, θα διαφυλασσόμαστε, θα διαφυλάσσεστε, θα διαφυλάσσονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαφυλαχθώ, θα διαφυλαχθείς, θα διαφυλαχθεί, θα διαφυλαχθούμε, θα διαφυλαχθείτε, θα διαφυλαχθούν (ή θα διαφυλαχθούνε)
& θα διαφυλαχτώ, θα διαφυλαχτείς, θα διαφυλαχτεί, θα διαφυλαχτούμε, θα διαφυλαχτείτε, θα διαφυλαχτούν (ή θα διαφυλαχτούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διαφυλαχθεί, θα έχεις διαφυλαχθεί, θα έχει διαφυλαχθεί, θα έχουμε διαφυλαχθεί, θα έχετε διαφυλαχθεί, θα έχουν(ε) διαφυλαχθεί
& θα έχω διαφυλαχτεί, θα έχεις διαφυλαχτεί, θα έχει διαφυλαχτεί, θα έχουμε διαφυλαχτεί, θα έχετε διαφυλαχτεί, θα έχουν(ε) διαφυλαχτεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διαφυλαχθεί, έχεις διαφυλαχθεί, έχει διαφυλαχθεί, έχουμε διαφυλαχθεί, έχετε διαφυλαχθεί, έχουν(ε) διαφυλαχθεί
& έχω διαφυλαχτεί, έχεις διαφυλαχτεί, έχει διαφυλαχτεί, έχουμε διαφυλαχτεί, έχετε διαφυλαχτεί, έχουν(ε) διαφυλαχτεί
Υποτακτική
να έχω διαφυλαχθεί, να έχεις διαφυλαχθεί, να έχει διαφυλαχθεί, να έχουμε διαφυλαχθεί, να έχετε διαφυλαχθεί, να έχουν(ε) διαφυλαχθεί
& να έχω διαφυλαχτεί, να έχεις διαφυλαχτεί, να έχει διαφυλαχτεί, να έχουμε διαφυλαχτεί, να έχετε διαφυλαχτεί, να έχουν(ε) διαφυλαχτεί
Μετοχή
διαφυλαγμένος, διαφυλαγμένη, διαφυλαγμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διαφυλαχθεί, είχες διαφυλαχθεί, είχε διαφυλαχθεί, είχαμε διαφυλαχθεί, είχατε διαφυλαχθεί, είχαν(ε) διαφυλαχθεί
& είχα διαφυλαχτεί, είχες διαφυλαχτεί, είχε διαφυλαχτεί, είχαμε διαφυλαχτεί, είχατε διαφυλαχτεί, είχαν(ε) διαφυλαχτεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κοιμάμαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Soosh

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κοιμάμαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
κοιμάμαι (κοιμούμαι), κοιμάσαι, κοιμάται, κοιμόμαστε (κοιμούμαστε), κοιμάστε (κοιμόσαστε), κοιμούνται (κοιμόνται)  
Υποτακτική
να κοιμάμαι (να κοιμούμαι), να κοιμάσαι, να κοιμάται, να κοιμόμαστε (να κοιμούμαστε), να κοιμάστε (να κοιμόσαστε), να κοιμούνται (να κοιμόνται) 
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κοιμάστε
Μετοχή
κοιμώμενος, κοιμωμένη, κοιμώμενο (αρχαιοελληνικής προέλευσης) & κοιμούμενος, κοιμούμενη, κοιμούμενο (λογοτεχνικής χρήσης)     
 
Παρατατικός
Οριστική
κοιμόμουν, κοιμόσουν, κοιμόταν, κοιμόμαστε (ή κοιμούμαστε), κοιμόσαστε, κοιμόνταν (ή κοιμόντανε ή κοιμούνταν)
(& κοιμόμουνα, κοιμόσουνα, κοιμότανε, κοιμόμασταν, κοιμόσασταν, κοιμόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
κοιμήθηκα, κοιμήθηκες, κοιμήθηκε, κοιμηθήκαμε, κοιμηθήκατε, κοιμήθηκαν
Υποτακτική
να κοιμηθώ, να κοιμηθείς, να κοιμηθεί, να κοιμηθούμε, να κοιμηθείτε, να κοιμηθούν (ή να κοιμηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κοιμήσου, β΄ πληθυντικό: κοιμηθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κοιμάμαι (θα κοιμούμαι), θα κοιμάσαι, θα κοιμάται, θα κοιμόμαστε (θα κοιμούμαστε), θα κοιμάστε (θα κοιμόσαστε), θα κοιμούνται (θα κοιμόνται) 
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κοιμηθώ, θα κοιμηθείς, θα κοιμηθεί, θα κοιμηθούμε, θα κοιμηθείτε, θα κοιμηθούν ή θα κοιμηθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κοιμηθεί, θα έχεις κοιμηθεί, θα έχει κοιμηθεί, θα έχουμε κοιμηθεί, θα έχετε κοιμηθεί, θα έχουν(ε) κοιμηθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κοιμηθεί, έχεις κοιμηθεί, έχει κοιμηθεί, έχουμε κοιμηθεί, έχετε κοιμηθεί, έχουν(ε) κοιμηθεί
Υποτακτική
να έχω κοιμηθεί, να έχεις κοιμηθεί, να έχει κοιμηθεί, να έχουμε κοιμηθεί, να έχετε κοιμηθεί, να έχουν(ε) κοιμηθεί
Μετοχή
κοιμισμένος, κοιμισμένη, κοιμισμένο 
(Το αποθετικό ρήμα κοιμάμαι σχηματίζει τη μετοχή παρακειμένου σύμφωνα με τα ρήματα σε -ίζω π.χ. δροσισμένος, δροσισμένη, δροσισμένο)
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κοιμηθεί, είχες κοιμηθεί, είχε κοιμηθεί, είχαμε κοιμηθεί, είχατε κοιμηθεί, είχαν(ε) κοιμηθεί
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...