Νέα ελληνικά : Αναλυτική κλίση
ρήματος «ενοικιάζω» Ενεργητική φωνή Ενεστώτας Οριστική ενοικιάζω , ενοικιάζεις, ενοικιάζει, ενοικιάζουμε, ενοικιάζετε,
ενοικιάζουν ή ενοικιάζουνε Υποτακτική να
ενοικιάζω, να ενοικιάζεις, να ενοικιάζει, να ενοικιάζουμε, να ενοικιάζετε, να ενοικιάζουν
ή να ενοικιάζουνε Προστατική β΄
ενικό: ενοικίαζε – β΄ πληθυντικό: ενοικιάζετε Μετοχή ενοικιάζοντας Παρατατικός Οριστική ενοικίαζα , ενοικίαζες, ενοικίαζε, ενοικιάζαμε, ενοικιάζατε,
ενοικίαζαν ή ενοικιάζανε Αόριστος Οριστική ενοικίασα , ενοικίασες, ενοικίασε, ενοικιάσαμε, ενοικιάσατε,
ενοικίασαν ή ενοικιάσανε Υποτακτική να
ενοικιάσω, να ενοικιάσεις, να ενοικιάσει, να ενοικιάσουμε, να ενοικιάσετε, να
ενοικιάσουν ή να ενοικιάσουνε Προστακτική β΄
ενικό: ενοικίασε – β΄ πληθυντικό: ενοικιάστε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα ενοικιάζω , θα ενοικιάζεις, θα ενοικιάζει, θα ενοικιάζουμε, θα
ενοικιάζετε, θα ενοικιάζουν ή θα ενοικιάζουνε Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα ενοικιάσω , θα ενοικιάσεις, θα ενοικιάσει, θα ενοικιάσουμε, θα
ενοικιάσετε, θα ενοικιάσουν ή θα ενοικιάσουνε Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω ενοικιάσει , θα έχεις
ενοικιάσει, θα έχει ενοικιάσει, θα έχουμε ενοικιάσει, θα έχετε ενοικιάσει, θα
έχουν(ε) ενοικιάσει Παρακείμενος Οριστική έχω ενοικιάσει , έχεις ενοικιάσει, έχει ενοικιάσει, έχουμε ενοικιάσει,
έχετε ενοικιάσει, έχουν(ε) ενοικιάσει Υποτακτική να
έχω ενοικιάσει, να έχεις ενοικιάσει, να έχει ενοικιάσει, να έχουμε ενοικιάσει,
να έχετε ενοικιάσει, να έχουν(ε) ενοικιάσει Μετοχή έχοντας
ενοικιάσει Υπερσυντέλικος Οριστική είχα ενοικιάσει , είχες ενοικιάσει, είχε ενοικιάσει, είχαμε ενοικιάσει, είχατε
ενοικιάσει, είχαν(ε) ενοικιάσει Παθητική φωνή Ενεστώτας Οριστική ενοικιάζομαι , ενοικιάζεσαι, ενοικιάζεται, ενοικιαζόμαστε,
ενοικιάζεστε, ενοικιάζονται Υποτακτική να
ενοικιάζομαι, να ενοικιάζεσαι, να ενοικιάζεται, να ενοικιαζόμαστε, να ενοικιάζεστε,
να ενοικιάζονται Προστακτική β΄
πληθυντικό: ενοικιάζεστε Μετοχή ενοικιαζόμενος,
ενοικιαζόμενη, ενοικιαζόμενο Παρατατικός Οριστική ενοικιαζόμουν , ενοικιαζόσουν, ενοικιαζόταν, ενοικιαζόμαστε,
ενοικιαζόσαστε, ενοικιάζονταν (&
ενοικιαζόμουνα, ενοικιαζόσουνα, ενοικιαζότανε, ενοικιαζόμασταν,
ενοικιαζόσασταν, ενοικιαζόντουσαν) Αόριστος Οριστική ενοικιάστηκα , ενοικιάστηκες, ενοικιάστηκε, ενοικιαστήκαμε, ενοικιαστήκατε,
ενοικιάστηκαν ή ενοικιαστήκανε Υποτακτική να
ενοικιαστώ, να ενοικιαστείς, να ενοικιαστεί, να ενοικιαστούμε, να ενοικιαστείτε,
να ενοικιαστούν ή να ενοικιαστούνε Προστακτική β΄
ενικό: ενοικιάσου - β΄ πληθυντικό: ενοικιαστείτε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα ενοικιάζομαι , θα ενοικιάζεσαι, θα ενοικιάζεται, θα ενοικιαζόμαστε, θα
ενοικιάζεστε, θα ενοικιάζονται Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα ενοικιαστώ , θα ενοικιαστείς, θα ενοικιαστεί, θα ενοικιαστούμε, θα
ενοικιαστείτε, θα ενοικιαστούν ή θα ενοικιαστούνε Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω ενοικιαστεί , θα έχεις
ενοικιαστεί, θα έχει ενοικιαστεί, θα έχουμε ενοικιαστεί, θα έχετε ενοικιαστεί,
θα έχουν(ε) ενοικιαστεί Παρακείμενος Οριστική έχω ενοικιαστεί , έχεις ενοικιαστεί, έχει ενοικιαστεί, έχουμε ενοικιαστεί,
έχετε ενοικιαστεί, έχουν(ε) ενοικιαστεί Υποτακτική να
έχω ενοικιαστεί, να έχεις ενοικιαστεί, να έχει ενοικιαστεί, να έχουμε
ενοικιαστεί, να έχετε ενοικιαστεί, να έχουν(ε) ενοικιαστεί Μετοχή ενοικιασμένος,
ενοικιασμένη, ενοικιασμένο Υπερσυντέλικος Οριστική είχα ενοικιαστεί , είχες ενοικιαστεί,
είχε ενοικιαστεί, είχαμε ενοικιαστεί, είχατε ενοικιαστεί, είχαν(ε) ενοικιαστεί
Ricky Barnard
Αρχαία Ελληνικά: Παραθετικά επιθέτων (Παραδείγματα κλίσης
ομαλών παραθετικών) Κανονικός
σχηματισμός μονολεκτικών παραθετικών Τα
μονολεκτικά παραθετικά των επιθέτων στην αρχαία ελληνική, όπως και στη νέα,
σχηματίζονται κανονικά από το θετικό, αφού στο θέμα (του αρσεν. γένους)
προστεθούν ορισμένες καταλήξεις που λέγονται παραθετικές
καταλήξεις . Οι πιο συνηθισμένες παραθετικές καταλήξεις είναι: για
το συγκριτικό: -τερος, -τέρα,
-τερον· για
το υπερθετικό: -τατος, -τάτη,
-τατον. Έτσι τα παραθετικά που
σχηματίζονται με τις παραπάνω καταλήξεις είναι δευτερόκλιτα επίθετα,
τρικατάληκτα με τρία γένη . Παραθετικά με τις καταλήξεις αυτές σχηματίζουν τα επίθετα της β΄ κλίσης : 1 . Τρικατάληκτα με 3 γένη (σε -ος, -η, -ον και
-ος, -α, -ον) Θετικός βαθμός : πτωχός- πτωχή - πτωχόν : Συγκριτικός βαθμός (πτωχότερος,
πτωχοτέρα, πτωχότερον) ὁ πτωχότερος - το ῦ πτωχοτέρου - τ ῷ
πρωχοτέρ ῳ - τό πτωχότερον -
( ὦ ) πτωχότερε ο ἱ πτωχότεροι - τ ῶ ν
πτωχοτέρων - το ῖ ς πτωχοτέροις -
τούς πτωχοτέρους - ( ὦ ) πτωχότεροι ἡ πτωχοτέρα - τ ῆ ς πτωχοτέρας - τ ῇ
πτωχοτέρ ᾳ - τήν πτωχοτέραν
- ( ὦ ) πτωχοτέρα α ἱ πτωχότεραι - τ ῶ ν
πτωχοτέρων - τα ῖ ς πτωχοτέραις -
τάς πτωχοτέρας - ( ὦ ) πτωχότεραι τό πτωχότερον - το ῦ πτωχοτέρου - τ ῷ πτωχοτέρ ῳ - τό πτωχότερον -
( ὦ ) πτωχότερον τά
πτωχότερα - τ ῶ ν πτωχοτέρων - το ῖ ς πτωχοτέροις - τά πτωχότερα - ( ὦ ) πτωχότερα Υπερθετικός βαθμός (πτωχότατος,
πτωχοτάτη, πτωχότατον) ὁ πτωχότατος - το ῦ πτωχοτάτου - τ ῷ
πτωχοτάτ ῳ - τόν πτωχότατον
- ( ὦ ) πτωχότατε ο ἱ πτωχότατοι - τ ῶ ν
πτωχοτάτων - το ῖ ς πτωχοτάτοις -
τούς πτωχοτάτους - ( ὦ ) πτωχότατοι ἡ πτωχοτάτη - τ ῆ ς πτωχοτάτης - τ ῇ
πτωχοτάτ ῃ - τήν πτωχοτάτην
- ( ὦ ) πτωχοτάτη α ἱ πτωχόταται - τ ῶ ν
πτωχοτάτων - τα ῖ ς πτωχοτάταις -
τάς πτωχοτάτας - ( ὦ ) πτωχόταται τό πτωχότατον - το ῦ πτωχοτάτου - τ ῷ πτωχοτάτ ῳ - τό πτωχότατον -
( ὦ ) πτωχότατον τά
πτωχότατα - τ ῶ ν πτωχοτάτων - το ῖ ς πτωχοτάτοις - τά πτωχότατα - ( ὦ ) πτωχότατα Θετικός βαθμός : σεμνός - σεμνή - σεμνόν Συγκριτικός βαθμός (σεμνότερος, σεμνοτέρα,
σεμνότερον) ὁ σεμνότερος - το ῦ σεμνοτέρου - τ ῷ σεμνοτέρ ῳ - τό σεμνότερον - ( ὦ ) σεμνότερε ο ἱ σεμνότεροι - τ ῶ ν σεμνοτέρων
- το ῖ ς σεμνοτέροις -
τούς σεμνοτέρους - ( ὦ ) σεμνότεροι ἡ σεμνοτέρα - τ ῆ ς σεμνοτέρας - τ ῇ σεμνοτέρ ᾳ - την σεμνοτέραν - ( ὦ ) σεμνοτέρα α ἱ σεμνότεραι - τ ῶ ν σεμνοτέρων
- τα ῖ ς σεμνοτέραις -
τάς σεμνοτέρας - ( ὦ ) σεμνότεραι τό σεμνότερον - το ῦ σεμνοτέρου - τ ῷ σεμνοτέρ ῳ - τό σεμνότερον -
( ὦ ) σεμνότερον τά
σεμνότερα - τ ῶ ν σεμνοτέρων - το ῖ ς σεμνοτέροις - τά σεμνότερα - ( ὦ ) σεμνότερα Υπερθετικός βαθμός (σεμνότατος, σεμνοτάτη,
σεμνότατον) ὁ σεμνότατος - το ῦ σεμνοτάτου - τ ῷ σεμνοτάτ ῳ - τόν σεμνότατον - ( ὦ ) σεμνότατε ο ἱ σεμνότατοι - τ ῶ ν σεμνοτάτων
- το ῖ ς σεμνοτάτοις -
τούς σεμνοτάτους - ( ὦ ) σεμνότατοι ἡ σεμνοτάτη - τ ῆ ς σεμνοτάτης - τ ῇ σεμνοτάτ ῃ - τήν σεμνοτάτην - ( ὦ ) σεμνοτάτη α ἱ σεμνόταται - τ ῶ ν σεμνοτάτων
- τα ῖ ς σεμνοτάταις -
τάς σεμνοτάτας - ( ὦ ) σεμνόταται τό σεμνότατον - το ῦ σεμνοτάτου - τ ῷ σεμνοτάτ ῳ - τό σεμνότατον -
( ὦ ) σεμνότατον τά
σεμνότατα - τ ῶ ν σεμνοτάτων - το ῖ ς σεμνοτάτοις - τά σεμνότατα - ( ὦ ) σεμνότατα Θετικός βαθμός : ἁ γνός - ἁ γνή - ἁ γνόν Συγκριτικός βαθμός ( ἁ γνότερος, ἁ γνοτέρα, ἁ γνότερον) ὁ ἁ γνότερος - το ῦ ἁ γνοτέρου - τ ῷ ἁ γνοτέρ ῳ - τό ἁ γνότερον - ( ὦ ) ἁ γνότερε ο ἱ ἁ γνότεροι - τ ῶ ν ἁ γνοτέρων - το ῖ ς ἁ γνοτέροις - τούς ἁ γνοτέρους - ( ὦ ) ἁ γνότεροι ἡ ἁ γνοτέρα - τ ῆ ς ἁ γνοτέρας - τ ῇ ἁ γνοτέρ ᾳ - τήν ἁ γνοτέραν - ( ὦ ) ἁ γνοτέρα α ἱ ἁ γνότεραι - τ ῶ ν ἁ γνοτέρων - τα ῖ ς ἁ γνοτέραις - τάς ἁ γνοτέρας - ( ὦ ) ἁ γνότεραι τό ἁ γνότερον - το ῦ ἁ γνοτέρου - τ ῷ ἁ γνοτέρ ῳ - τό ἁ γνότερον - ( ὦ ) ἁ γνότερον τά
ἁ γνότερα - τ ῶ ν ἁ γνοτέρων - το ῖ ς ἁ γνοτέροις - τά ἁ γνότερα
- ( ὦ ) ἁ γνότερα Υπερθετικός βαθμός ( ἁ γνότατος, ἁ γνοτάτη, ἁ γνότατον) ὁ ἁ γνότατος - το ῦ ἁ γνοτάτου - τ ῷ ἁ γνοτάτ ῳ - τόν ἁ γνότατον - ( ὦ ) ἁ γνότατε ο ἱ ἁ γνότατοι - τ ῶ ν ἁ γνοτάτων - το ῖ ς ἁ γνοτάτοις - τούς ἁ γνοτάτους - ( ὦ ) ἁ γνότατοι ἡ ἁ γνοτάτη - τ ῆ ς ἁ γνοτάτης - τ ῇ ἁ γνοτάτ ῃ - τήν ἁ γνοτάτην - ( ὦ ) ἁ γνοτάτη α ἱ ἁ γνόταται - τ ῶ ν ἁ γνοτάτων - τα ῖ ς ἁ γνοτάταις - τάς ἁ γνοτάτας - ( ὦ ) ἁ γνόταται τό ἁ γνότατον - το ῦ ἁ γνοτάτου - τ ῷ ἁ γνοτάτ ῳ - τό ἁ γνότατον - ( ὦ ) ἁ γνότατον τά
ἁ γνότατα - τ ῶ ν ἁ γνοτάτων - το ῖ ς ἁ γνοτάτοις - τά ἁ γνότατα
- ( ὦ ) ἁ γνότατα Θετικός βαθμός : ὁ μαλός - ὁ μαλή - ὁ μαλόν (το –α βραχύχρονο) Συγκριτικός βαθμός ( ὁ μαλώτερος, ὁ μαλωτέρα, ὁ μαλώτερον) ὁ ὁ μαλώτερος - το ῦ ὁ μαλωτέρου - τ ῷ ὁ μαλωτέρ ῳ - τό ὁ μαλώτερον - ( ὦ ) ὁ μαλώτερε ο ἱ ὁ μαλώτεροι - τ ῶ ν ὁ μαλωτέρων - το ῖ ς ὁ μαλωτέροις - τούς ὁ μαλωτέρους - ( ὦ ) ὁ μαλώτεροι ἡ ὁ μαλωτέρα - τ ῆ ς ὁ μαλωτέρας - τ ῇ ὁ μαλωτέρ ᾳ - τήν ὁ μαλωτέραν - ( ὦ ) ὁ μαλωτέρα α ἱ ὁ μαλώτεραι - τ ῶ ν ὁ μαλωτέρων - τα ῖ ς ὁ μαλωτέραις - τάς ὁ μαλωτέρας - ( ὦ ) ὁ μαλώτεραι τό ὁ μαλώτερον - το ῦ ὁ μαλωτέρου - τ ῷ ὁ μαλωτέρ ῳ - τό ὁ μαλώτερον - ( ὦ ) ὁ μαλώτερον τά
ὁ μαλώτερα - τ ῶ ν ὁ μαλωτέρων - το ῖ ς ὁ μαλωτέροις - τά ὁ μαλώτερα
- ( ὦ ) ὁ μαλώτερα Υπερθετικός βαθμός ( ὁ μαλώτατος, ὁ μαλωτάτη, ὁ μαλώτατον) ὁ ὁ μαλώτατος - το ῦ ὁ μαλωτάτου - τ ῷ ὁ μαλωτάτ ῳ - τόν ὁ μαλώτατον - ( ὦ ) ὁ μαλώτατε ο ἱ ὁ μαλώτατοι - τ ῶ ν ὁ μαλωτάτων - το ῖ ς ὁ μαλωτάτοις - τούς ὁ μαλωτάτους - ( ὦ ) ὁ μαλώτατοι ἡ ὁ μαλωτάτη - τ ῆ ς ὁ μαλωτάτης - τ ῇ ὁ μαλωτάτ ῃ - τήν ὁ μαλωτάτην - ( ὦ ) ὁ μαλωτάτη α ἱ ὁ μαλώταται - τ ῶ ν ὁ μαλωτάτων - τα ῖ ς ὁ μαλωτάταις - τάς ὁ μαλωτάτας - ( ὦ ) ὁ μαλώταται τό ὁ μαλώτατον - το ῦ ὁ μαλωτάτου - τ ῷ ὁ μαλωτάτ ῳ - τό ὁ μαλώτατον - ( ὦ ) ὁ μαλώτατον τά
ὁ μαλώτατα - τ ῶ ν ὁ μαλωτάτων - το ῖ ς ὁ μαλωτάτοις - τά ὁ μαλώτατα
- ( ὦ ) ὁ μαλώτατα Θετικός βαθμός : ε ὔ φορος-
ε ὔ φορη - ε ὔ φορον : Συγκριτικός βαθμός (ε ὐ φορώτερος, ε ὐ φορωτέρα, ε ὐ φορώτερον) ὁ ε ὐ φορώτερος - το ῦ ε ὐ φορωτέρου - τ ῷ ε ὐ φορωτέρ ῳ - τό ε ὐ φορώτερον - ( ὦ ) ε ὐ φορώτερε ο ἱ ε ὐ φορώτεροι - τ ῶ ν ε ὐ φορωτέρων - το ῖ ς ε ὐ φορωτέροις - τούς
ε ὐ φορωτέρους - ( ὦ ) ε ὐ φορώτεροι ἡ ε ὐ φορωτέρα - τ ῆ ς ε ὐ φορωτέρας - τ ῇ ε ὐ φορωτέρ ᾳ - τήν ε ὐ φορωτέραν - ( ὦ ) ε ὐ φορωτέρα α ἱ ε ὐ φορώτεραι - τ ῶ ν ε ὐ φορωτέρων - τα ῖ ς ε ὐ φορωτέραις - τάς ε ὐ φορωτέρας - ( ὦ ) ε ὐ φορώτεραι τό ε ὐ φορώτερον - το ῦ ε ὐ φορωτέρου - τ ῷ ε ὐ φορωτέρ ῳ - τό ε ὐ φορώτερον - ( ὦ ) ε ὐ φορώτερον τά
ε ὐ φορώτερα - τ ῶ ν ε ὐ φορωτέρων - το ῖ ς ε ὐ φορωτέροις - τά ε ὐ φορώτερα - ( ὦ ) ε ὐ φορώτερα Υπερθετικός βαθμός (πτωχότατος,
πτωχοτάτη, πτωχότατον) ὁ ε ὐ φορώτατος - το ῦ ε ὐ φορωτάτου - τ ῷ ε ὐ φορωτάτ ῳ - τόν ε ὐ φορώτατον - ( ὦ ) ευφορώτατε ο ἱ ε ὐ φορώτατοι - τ ῶ ν ε ὐ φορωτάτων - το ῖ ς ε ὐ φορωτάτοις - τούς
ε ὐ φορωτάτους - ( ὦ ) ε ὐ φορώτατοι ἡ ε ὐ φορωτάτη - τ ῆ ς ε ὐ φορωτάτης - τ ῇ ε ὐ φορωτάτ ῃ - τήν ε ὐ φορωτάτην - ( ὦ ) ε ὐ φορωτάτη α ἱ ε ὐ φορώταται - τ ῶ ν ε ὐ φορωτάτων - τα ῖ ς ε ὐ φορωτάταις - τάς ε ὐ φορωτάτας - ( ὦ ) ε ὐ φορώταται τό ε ὐ φορώτατον - το ῦ ε ὐ φορωτάτου - τ ῷ ε ὐ φορωτάτ ῳ - τό ε ὐ φορώτατον - ( ὦ ) ε ὐ φορώτατον τά
ε ὐ φορώτατα - τ ῶ ν ε ὐ φορωτάτων - το ῖ ς ε ὐ φορωτάτοις - τά ε ὐ φορώτατα - ( ὦ ) ε ὐ φορώτατα Θετικός βαθμός : νέος - νέα - νέον Συγκριτικός βαθμός (νεώτερος, νεωτέρα,
νεώτερον) ὁ νεώτερος - το ῦ νεωτέρου - τ ῷ νεωτέρ ῳ - τό νεώτερον - ( ὦ ) νεώτερε ο ἱ νεώτεροι - τ ῶ ν νεωτέρων - το ῖ ς νεωτέροις - τούς νεωτέρους - ( ὦ ) νεώτεροι ἡ νεωτέρα - τ ῆ ς νεωτέρας - τ ῇ νεωτέρ ᾳ - την νεωτέραν - ( ὦ ) νεωτέρα α ἱ νεώτεραι - τ ῶ ν νεωτέρων - τα ῖ ς νεωτέραις - τάς νεωτέρας - ( ὦ ) νεώτεραι τό νεώτερον - το ῦ νεωτέρου - τ ῷ νεωτέρ ῳ - τό νεώτερον - ( ὦ ) νεώτερον τά νεώτερα - τ ῶ ν νεωτέρων - το ῖ ς νεωτέροις - τά νεώτερα - ( ὦ ) νεώτερα Υπερθετικός βαθμός (νεώτατος, νεωτάτη,
νεώτατον) ὁ νεώτατος - το ῦ νεωτάτου - τ ῷ νεωτάτ ῳ - τόν νεώτατον - ( ὦ ) νεώτατε ο ἱ νεώτατοι - τ ῶ ν νεωτάτων - το ῖ ς νεωτάτοις - τούς νεωτάτους - ( ὦ ) νεώτατοι ἡ νεωτάτη - τ ῆ ς νεωτάτης - τ ῇ νεωτάτ ῃ - τήν νεωτάτην - ( ὦ ) νεωτάτη α ἱ νεώταται - τ ῶ ν νεωτάτων - τα ῖ ς νεωτάταις - τάς νεωτάτας - ( ὦ ) νεώταται τό νεώτατον - το ῦ νεωτάτου - τ ῷ νεωτάτ ῳ - τό νεώτατον - ( ὦ ) νεώτατον τά
νεώτατα - τ ῶ ν νεωτάτων - το ῖ ς νεωτάτοις - τά νεώτατα - ( ὦ ) νεώτατα Θετικός βαθμός : γεννα ῖ ος
- γενναία - γεννα ῖ ον Συγκριτικός βαθμός (γενναιότερος, γενναιοτέρα,
γενναιότερον) ὁ γενναιότερος - το ῦ γενναιοτέρου - τ ῷ γενναιοτέρ ῳ - τό γενναιότερον - ( ὦ ) γενναιότερε ο ἱ γενναιότεροι - τ ῶ ν γενναιοτέρων
- το ῖ ς γενναιοτέροις -
τούς γενναιοτέρους - ( ὦ ) γενναιότεροι ἡ γενναιοτέρα - τ ῆ ς γενναιοτέρας - τ ῇ γενναιοτέρ ᾳ - τήν γενναιοτέραν - ( ὦ ) γενναιοτέρα α ἱ γενναιότεραι - τ ῶ ν γενναιοτέρων
- τα ῖ ς γενναιοτέραις -
τάς γενναιοτέρας - ( ὦ ) γενναιότεραι τό γενναιότερον - το ῦ γενναιοτέρου - τ ῷ γενναιοτέρ ῳ - τό γενναιότερον
- ( ὦ ) γενναιότερον τά
γενναιότερα - τ ῶ ν γενναιοτέρων -
το ῖ ς γενναιοτέροις -
τά γενναιότερα - ( ὦ ) γενναιότερα Υπερθετικός βαθμός (γενναιότατος, γενναιοτάτη,
γενναιότατον) ὁ γενναιότατος - το ῦ γενναιοτάτου - τ ῷ γενναιοτάτ ῳ - τόν γενναιότατον - ( ὦ ) γενναιότατε ο ἱ γενναιότατοι - τ ῶ ν γενναιοτάτων
- το ῖ ς γενναιοτάτοις -
τούς γενναιοτάτους - ( ὦ ) γενναιότατοι ἡ γενναιοτάτη - τ ῆ ς γενναιοτάτης - τ ῇ γενναιοτάτ ῃ - τήν γενναιοτάτην - ( ὦ ) γενναιοτάτη α ἱ γενναιόταται - τ ῶ ν γενναιοτάτων
- τα ῖ ς γενναιοτάταις -
τάς γενναιοτάτας - ( ὦ ) γενναιόταται τό γενναιότατον - το ῦ γενναιοτάτου - τ ῷ γενναιοτάτ ῳ - τό γενναιότατον
- ( ὦ ) γενναιότατον τά
γενναιότατα - τ ῶ ν γενναιοτάτων -
το ῖ ς γενναιοτάτοις –
τά γενναιότατα - ( ὦ ) γενναιότατα Θετικός βαθμός : ἄ ξιος - ἀ ξία - ἄ ξιον Συγκριτικός βαθμός ( ἀ ξιώτερος, ἀ ξιωτέρα, ἀ ξιώτερον) ὁ ἀ ξιώτερος - το ῦ ἀ ξιωτέρου - τ ῷ ἀ ξιωτέρ ῳ - τό ἀ ξιώτερον - ( ὦ ) ἀ ξιώτερε ο ἱ ἀ ξιώτεροι - τ ῶ ν ἀ ξιωτέρων - το ῖ ς ἀ ξιωτέροις - τούς ἀ ξιωτέρους - ( ὦ ) ἀ ξιώτεροι ἡ ἀ ξιωτέρα - τ ῆ ς ἀ ξιωτέρας - τ ῇ ἀ ξιωτέρ ᾳ - τήν ἀ ξιωτέραν - ( ὦ ) ἀ ξιωτέρα α ἱ ἀ ξιώτεραι - τ ῶ ν ἀ ξιωτέρων - τα ῖ ς ἀ ξιωτέραις - τάς ἀ ξιωτέρας - ( ὦ ) ἀ ξιώτεραι τό ἀ ξιώτερον - το ῦ ἀ ξιωτέρου - τ ῷ ἀ ξιωτέρ ῳ - τό ἀ ξιώτερον - ( ὦ ) ἀ ξιώτερον τά
ἀ ξιώτερα - τ ῶ ν ἀ ξιωτέρων - το ῖ ς ἀ ξιωτέροις - τά ἀ ξιώτερα
- ( ὦ ) ἀ ξιώτερα Υπερθετικός βαθμός ( ἀ ξιώτατος, ἀ ξιωτάτη, ἀ ξιώτατον) ὁ ἀ ξιώτατος - το ῦ ἀ ξιωτάτου - τ ῷ ἀ ξιωτάτ ῳ - τόν ἀ ξιώτατον - ( ὦ ) ἀ ξιώτατε ο ἱ ἀ ξιώτατοι - τ ῶ ν ἀ ξιωτάτων - το ῖ ς ἀ ξιωτάτοις - τούς ἀ ξιωτάτους - ( ὦ ) ἀ ξιώτατοι ἡ ἀ ξιωτάτη - τ ῆ ς ἀ ξιωτάτης - τ ῇ ἀ ξιωτάτ ῃ - τήν ἀ ξιωτάτην - ( ὦ ) ἀ ξιωτάτη α ἱ ἀ ξιώταται - τ ῶ ν ἀ ξιωτάτων - τα ῖ ς ἀ ξιωτάταις - τάς ἀ ξιωτάτας - ( ὦ ) ἀ ξιώταται τό ἀ ξιώτατον - το ῦ ἀ ξιώτάτου - τ ῷ ἀ ξιωτάτ ῳ - τό ἀ ξιώτατον - ( ὦ ) ἀ ξιώτατον τά
ἀ ξιώτατα - τ ῶ ν ἀ ξιωτάτων - το ῖ ς ἀ ξιωτάτοις - τά ἀ ξιώτατα
- ( ὦ ) ἀ ξιώτατα Θετικός βαθμός : ὡ ρα ῖ ος - ὡ ραία - ὡ ρα ῖ ον Συγκριτικός βαθμός ( ὡ ραιότερος, ὡ ραιοτέρα, ὡ ραιότερον) ὁ ὡ ραιότερος - το ῦ ὡ ραιοτέρου - τ ῷ ὡ ραιοτέρ ῳ - τό ὡ ραιότερον - ( ὦ ) ὡ ραιότερε ο ἱ ὡ ραιότεροι - τ ῶ ν ὡ ραιοτέρων - το ῖ ς ὡ ραιοτέροις - τούς ὡ ραιοτέρους - ( ὦ ) ὡ ραιότεροι ἡ ὡ ραιοτέρα - τ ῆ ς ὡ ραιοτέρας - τ ῇ ὡ ραιοτέρ ᾳ - τήν ὡ ραιοτέραν - ( ὦ ) ὡ ραιοτέρα α ἱ ὡ ραιότεραι - τ ῶ ν ὡ ραιοτέρων - τα ῖ ς ὡ ραιοτέραις - τάς ὡ ραιοτέρας - ( ὦ ) ὡ ραιότεραι τό ὡ ραιότερον - το ῦ ὡ ραιοτέρου - τ ῷ ὡ ραιοτέρ ῳ - τό ὡ ραιότερον - ( ὦ ) ὡ ραιότερον τά
ὡ ραιότερα - τ ῶ ν ὡ ραιοτέρων - το ῖ ς ὡ ραιοτέροις - τά ὡ ραιότερα
- ( ὦ ) ὡ ραιότερα Υπερθετικός βαθμός ( ὡ ραιότατος, ὡ ραιοτάτη, ὡ ραιότατον) ὁ ὡ ραιότατος - το ῦ ὡ ραιοτάτου - τ ῷ ὡ ραιοτάτ ῳ - τόν ὡ ραιότατον - ( ὦ ) ὡ ραιότατε ο ἱ ὡ ραιότατοι - τ ῶ ν ὡ ραιοτάτων - το ῖ ς ὡ ραιοτάτοις - τούς ὡ ραιοτάτους - ( ὦ ) ὡ ραιότατοι ἡ ὡ ραιοτάτη - τ ῆ ς ὡ ραιοτάτης - τ ῇ ὡ ραιοτάτ ῃ - τήν ὡ ραιοτάτην - ( ὦ ) ὡ ραιοτάτη α ἱ ὡ ραιόταται - τ ῶ ν ὡ ραιοτάτων - τα ῖ ς ὡ ραιοτάταις - τάς ὡ ραιοτάτας - ( ὦ ) ὡ ραιόταται τό ὡ ραιότατον - το ῦ ὡ ραιοτάτου - τ ῷ ὡ ραιοτάτ ῳ - τό ὡ ραιότατον - ( ὦ ) ὡ ραιότατον τά
ὡ ραιότατα - τ ῶ ν ὡ ραιοτάτων - το ῖ ς ὡ ραιοτάτοις – τά ὡ ραιότατα
- ( ὦ ) ὡ ραιότατα 2 . Δικατάληκτα με
τρία γένη (σε -ος, -ον) Θετικός βαθμός : ἔ νδοξος - ἔ νδοξος - ἔ νδοξον Συγκριτικός βαθμός ( ἐ νδοξότερος, ἐ νδοξοτέρα, ἐ νδοξότερον) ὁ ἐ νδοξότερος - το ῦ ἐ νδοξοτέρου - τ ῷ ἐ νδοξοτέρ ῳ - τό ἐ νδοξότερον - ( ὦ ) ἐ νδοξότερε ο ἱ ἐ νδοξότεροι - τ ῶ ν ἐ νδοξοτέρων - το ῖ ς ἐ νδοξοτέροις - τούς
ἐ νδοξοτέρους - ( ὦ ) ἐ νδοξότεροι ἡ ἐ νδοξοτέρα - τ ῆ ς ἐ νδοξοτέρας - τ ῇ ἐ νδοξοτέρ ᾳ - τήν ἐ νδοξοτέραν - ( ὦ ) ἐ νδοξοτέρα α ἱ ἐ νδοξότεραι - τ ῶ ν ἐ νδοξοτέρων - τα ῖ ς ἐ νδοξοτέραις - τάς ἐ νδοξοτέρας - ( ὦ ) ἐ νδοξότεραι τό ἐ νδοξότερον - το ῦ ἐ νδοξοτέρου - τ ῷ ἐ νδοξοτέρ ῳ - τό ἐ νδοξότερον - ( ὦ ) ἐ νδοξότερον τά
ἐ νδοξότερα - τ ῶ ν ἐ νδοξοτέρων - το ῖ ς ἐ νδοξοτέροις - τά ἐ νδοξότερα
- ( ὦ ) ἐ νδοξότερα Υπερθετικός βαθμός ( ἐ νδοξότατος, ἐ νδοξοτάτη, ἐ νδοξότατον) ὁ ἐ νδοξότατος - το ῦ ἐ νδοξοτάτου - τ ῷ ἐ νδοξοτάτ ῳ - τόν ἐ νδοξότατον - ( ὦ ) ἐ νδοξότατε ο ἱ ἐ νδοξότατοι - τ ῶ ν ἐ νδοξοτάτων - το ῖ ς ἐ νδοξοτάτοις - τούς
ἐ νδοξοτάτους - ( ὦ ) ἐ νδοξότατοι ἡ ἐ νδοξοτάτη - τ ῆ ς ἐ νδοξοτάτης - τ ῇ ἐ νδοξοτάτ ῃ - τήν ἐ νδοξοτάτην - ( ὦ ) ἐ νδοξοτάτη α ἱ ἐ νδοξόταται - τ ῶ ν ἐ νδοξοτάτων - τα ῖ ς ἐ νδοξοτάταις - τάς ἐ νδοξοτάτας - ( ὦ ) ἐ νδοξόταται τό ἐ νδοξότατον - το ῦ ἐ νδοξοτάτου - τ ῷ ἐ νδοξοτάτ ῳ - τό ἐ νδοξότατον - ( ὦ ) ἐ νδοξότατον τά
ἐ νδοξότατα - τ ῶ ν ἐ νδοξοτάτων - το ῖ ς ἐ νδοξοτάτοις - τά ἐ νδοξότατα
- ( ὦ ) ἐ νδοξότατα Θετικός βαθμός : ε ὔ ψυχος - ε ὔ ψυχος - ε ὔ ψυχον (το –υ μακρόχρονο) Συγκριτικός βαθμός (ε ὐ ψυχότερος, ε ὐ ψυχοτέρα, ε ὐ ψυχότερον) ὁ ε ὐ ψυχότερος - το ῦ ε ὐ ψυχοτέρου - τ ῷ ε ὐ ψυχοτέρ ῳ - τό ε ὐ ψυχότερον - ( ὦ ) ε ὐ ψυχότερε ο ἱ ε ὐ ψυχότεροι - τ ῶ ν ε ὐ ψυχοτέρων - το ῖ ς ε ὐ ψυχοτέροις - τούς ε ὐ ψυχοτέρους - ( ὦ ) ε ὐ ψυχότεροι ἡ ε ὐ ψυχοτέρα - τ ῆ ς ε ὐ ψυχοτέρας - τ ῇ ε ὐ ψυχοτέρ ᾳ - τήν ε ὐ ψυχοτέραν - ( ὦ ) ε ὐ ψυχοτέρα α ἱ ε ὐ ψυχότεραι - τ ῶ ν ε ὐ ψυχοτέρων - τα ῖ ς ε ὐ ψυχοτέραις - τάς ε ὐ ψυχοτέρας - ( ὦ ) ε ὐ ψυχότεραι τό ε ὐ ψυχότερον - το ῦ ε ὐ ψυχοτέρου - τ ῷ ε ὐ ψυχοτέρ ῳ - τό ε ὐ ψυχότερον - ( ὦ ) ε ὐ ψυχότερον τά
ε ὐ ψυχότερα - τ ῶ ν ε ὐ ψυχοτέρων - το ῖ ς ε ὐ ψυχοτέροις - τά ε ὐ ψυχότερα - ( ὦ ) ε ὐ ψυχότερα Υπερθετικός βαθμός (ε ὐ ψυχότατος, ε ὐ ψυχοτάτη, ε ὐ ψυχότατον) ὁ ε ὐ ψυχότατος - το ῦ ε ὐ ψυχοτάτου - τ ῷ ε ὐ ψυχοτάτ ῳ - τόν ε ὐ ψυχότατον - ( ὦ ) ε ὐ ψυχότατε ο ἱ ε ὐ ψυχότατοι - τ ῶ ν ε ὐ ψυχοτάτων - το ῖ ς ε ὐ ψυχοτάτοις - τούς ε ὐ ψυχοτάτους - ( ὦ ) ε ὐ ψυχότατοι ἡ ε ὐ ψυχοτάτη - τ ῆ ς ε ὐ ψυχοτάτης - τ ῇ ε ὐ ψυχοτάτ ῃ - τήν ε ὐ ψυχοτάτην - ( ὦ ) ε ὐ ψυχοτάτη α ἱ ε ὐ ψυχόταται - τ ῶ ν ε ὐ ψυχοτάτων - τα ῖ ς ε ὐ ψυχοτάταις - τάς ε ὐ ψυχοτάτας - ( ὦ ) ε ὐ ψυχόταται τό ε ὐ ψυχότατον - το ῦ ε ὐ ψυχοτάτου - τ ῷ ε ὐ ψυχοτάτ ῳ - τό ε ὐ ψυχότατον - ( ὦ ) ε ὐ ψυχότατον τά
ε ὐ ψυχότατα - τ ῶ ν ε ὐ ψυχοτάτων - το ῖ ς ε ὐ ψυχοτάτοις - τά ε ὐ ψυχότατα - ( ὦ ) ε ὐ ψυχότατα Παραθετικά
με τις καταλήξεις αυτές σχηματίζουν τα επίθετα της γ΄ κλίσης : 1 . Τρικατάληκτα
φωνηεντόληκτα (σε -υς, -εια, -υ) Θετικός
βαθμός : ε ὐ ρύς- ε ὐ ρε ῖ α- ε ὐ ρύ Συγκριτικός
βαθμός (ε ὐ ρύτερος, ε ὐ ρυτέρα, ε ὐ ρύτερον) ὁ ε ὐ ρύτερος - το ῦ ε ὐ ρυτέρου - τ ῷ ε ὐ ρυτέρ ῳ - τό ε ὐ ρύτερον - ( ὦ ) ε ὐ ρύτερε ο ἱ ε ὐ ρύτεροι - τ ῶ ν ε ὐ ρυτέρων - το ῖ ς ε ὐ ρυτέροις - τούς ε ὐ ρυτέρους - ( ὦ ) ε ὐ ρύτεροι ἡ ε ὐ ρυτέρα - τ ῆ ς ε ὐ ρυτέρας - τ ῇ ε ὐ ρυτέρ ᾳ - τήν ε ὐ ρυτέραν - ( ὦ ) ε ὐ ρυτέρα α ἱ ε ὐ ρύτεραι - τ ῶ ν ε ὐ ρυτέρων - τα ῖ ς ε ὐ ρυτέραις - τάς ε ὐ ρυτέρας - ( ὦ ) ε ὐ ρύτεραι τό ε ὐ ρύτερον - το ῦ ε ὐ ρυτέρου - τ ῷ ε ὐ ρυτέρ ῳ - τό ε ὐ ρύτερον - ( ὦ ) ε ὐ ρύτερον τά
ε ὐ ρύτερα - τ ῶ ν ε ὐ ρυτέρων - το ῖ ς ε ὐ ρυτέροις - τά ε ὐ ρύτερα - ( ὦ ) ε ὐ ρύτερα Υπερθετικός βαθμός (ε ὐ ρύτατος, ε ὐ ρυτάτη, ε ὐ ρύτατον) ὁ ε ὐ ρύτατος - το ῦ ε ὐ ρυτάτου - τ ῷ ε ὐ ρυτάτ ῳ - τόν ε ὐ ρύτατον - ( ὦ ) ε ὐ ρύτατε ο ἱ ε ὐ ρύτατοι - τ ῶ ν ε ὐ ρυτάτων - το ῖ ς ε ὐ ρυτάτοις - τούς ε ὐ ρυτάτους - ( ὦ ) ε ὐ ρύτατοι ἡ ε ὐ ρυτάτη - τ ῆ ς ε ὐ ρυτάτης - τ ῇ ε ὐ ρυτάτ ῃ - τήν ε ὐ ρυτάτην - ( ὦ ) ε ὐ ρυτάτη α ἱ ε ὐ ρύταται - τ ῶ ν ε ὐ ρυτάτων - τα ῖ ς ε ὐ ρυτάταις - τάς ε ὐ ρυτάτας - ( ὦ ) ε ὐ ρύταται τό ε ὐ ρύτατον - το ῦ ε ὐ ρυτάτου - τ ῷ ε ὐ ρυτάτ ῳ - τό ε ὐ ρύτατον - ( ὦ ) ε ὐ ρύτατον τά
ε ὐ ρύτατα - τ ῶ ν ε ὐ ρυτάτων - το ῖ ς ε ὐ ρυτάτοις - τά ε ὐ ρύτατα - ( ὦ ) ε ὐ ρύτατα Θετικός βαθμός : βαθύς- βαθε ῖ α- βαθύ Συγκριτικός
βαθμός (βαθύτερος, βαθυτέρα, βαθύτερον) ὁ βαθύτερος - το ῦ βαθυτέρου - τ ῷ βαθυτέρ ῳ - τό βαθύτερον - ( ὦ ) βαθύτερε ο ἱ βαθύτεροι - τ ῶ ν βαθυτέρων - το ῖ ς βαθυτέροις - τούς βαθυτέρους - ( ὦ ) βαθύτεροι ἡ βαθυτέρα - τ ῆ ς βαθυτέρας - τ ῇ βαθυτέρ ᾳ - τήν βαθυτέραν - ( ὦ ) βαθυτέρα α ἱ βαθύτεραι - τ ῶ ν βαθυτέρων - τα ῖ ς βαθυτέραις - τάς βαθυτέρας - ( ὦ ) βαθύτεραι τό βαθύτερον - το ῦ βαθυτέρου - τ ῷ βαθυτέρ ῳ - τό βαθύτερον -
( ὦ ) βαθύτερον τά
βαθύτερα - τ ῶ ν βαθυτέρων - το ῖ ς βαθυτέροις - τά βαθύτερα - ( ὦ ) βαθύτερα Υπερθετικός βαθμός (βαθύτατος, βαθυτάτη,
βαθύτατον) ὁ βαθύτατος - το ῦ βαθυτάτου - τ ῷ βαθυτάτ ῳ - τόν βαθύτατον - ( ὦ ) βαθύτατε ο ἱ βαθύτατοι - τ ῶ ν βαθυτάτων - το ῖ ς βαθυτάτοις - τούς βαθυτάτους - ( ὦ ) βαθύτατοι ἡ βαθυτάτη - τ ῆ ς βαθυτάτης - τ ῇ βαθυτάτ ῃ - τήν βαθυτάτην - ( ὦ ) βαθυτάτη α ἱ βαθύταται - τ ῶ ν βαθυτάτων - τα ῖ ς βαθυτάταις - τάς βαθυτάτας - ( ὦ ) βαθύταται τό βαθύτατον - το ῦ βαθυτάτου - τ ῷ βαθυτάτ ῳ - τό βαθύτατον -
( ὦ ) βαθύτατον τά
βαθύτατα - τ ῶ ν βαθυτάτων - το ῖ ς βαθυτάτοις - τά βαθύτατα - ( ὦ ) βαθύτατα 2 . Σιγμόληκτα
δικατάληκτα (αρσ. και θηλ. σε -ης, ουδ. σε -ες) Θετικός
βαθμός : ε ὐ σεβής- ε ὐ σεβής- ε ὐ σεβές Συγκριτικός
βαθμός (ε ὐ σεβέστερος, ε ὐ σεβεστέρα, ε ὐ σεβέστερον) ὁ ε ὐ σεβέστερος - το ῦ ε ὐ σεβεστέρου - τ ῷ ε ὐ σεβεστέρ ῳ - τό ε ὐ σεβέστερον - ( ὦ ) ε ὐ σεβέστερε ο ἱ ε ὐ σεβέστεροι - τ ῶ ν ε ὐ σεβεστέρων - το ῖ ς ε ὐ σεβεστέροις - τούς
ε ὐ σεβεστέρους - ( ὦ ) ε ὐ σεβέστεροι ἡ ε ὐ σεβεστέρα - τ ῆ ς ε ὐ σεβεστέρας - τ ῇ ε ὐ σεβεστέρ ᾳ - τήν ε ὐ σεβεστέραν - ( ὦ ) ε ὐ σεβεστέρα α ἱ ε ὐ σεβέστεραι - τ ῶ ν ε ὐ σεβεστέρων - τα ῖ ς ε ὐ σεβεστέραις - τάς
ε ὐ σεβεστέρας - ( ὦ ) ε ὐ σεβέστεραι τό ε ὐ σεβέστερον - το ῦ ε ὐ σεβεστέρου - τ ῷ ε ὐ σεβεστέρ ῳ - τό ε ὐ σεβέστερον - ( ὦ ) ε ὐ σεβέστερον τά
ε ὐ σεβέστερα - τ ῶ ν ε ὐ σεβεστέρων - το ῖ ς ε ὐ σεβεστέροις - τά ε ὐ σεβέστερα - ( ὦ ) ε ὐ σεβέστερα Υπερθετικός βαθμός (ε ὐ σεβέστατος, ε ὐ σεβεστάτη, ε ὐ σεβέστατον) ὁ ε ὐ σεβέστατος - το ῦ ε ὐ σεβεστάτου - τ ῷ ε ὐ σεβεστάτ ῳ - τόν ε ὐ σεβέστατον - ( ὦ ) ε ὐ σεβέστατε ο ἱ ε ὐ σεβέστατοι - τ ῶ ν ε ὐ σεβεστάτων - το ῖ ς ε ὐ σεβεστάτοις - τούς
ε ὐ σεβεστάτους - ( ὦ ) ε ὐ σεβέστατοι ἡ ε ὐ σεβεστάτη - τ ῆ ς ε ὐ σεβεστάτης - τ ῇ ε ὐ σεβεστάτ ῃ - τήν ε ὐ σεβεστάτην - ( ὦ ) ε ὐ σεβεστάτη α ἱ ε ὐ σεβέσταται - τ ῶ ν ε ὐ σεβεστάτων - τα ῖ ς ε ὐ σεβεστάταις - τάς
ε ὐ σεβεστάτας - ( ὦ ) ε ὐ σεβέσταται τό ε ὐ σεβέστατον - το ῦ ε ὐ σεβεστάτου - τ ῷ ε ὐ σεβεστάτ ῳ - τό ε ὐ σεβέστατον - ( ὦ ) ε ὐ σεβέστατον τά
ε ὐ σεβέστατα - τ ῶ ν ε ὐ σεβεστάτων - το ῖ ς ε ὐ σεβεστάτοις - τά ε ὐ σεβέστατα - ( ὦ ) ε ὐ σεβέστατα Θετικός βαθμός : ἀ ληθής- ἀ ληθής- ἀ ληθές Συγκριτικός
βαθμός ( ἀ ληθέστερος, ἀ ληθεστέρα, ἀ ληθέστερον) ὁ ἀ ληθέστερος - το ῦ ἀ ληθεστέρου - τ ῷ ἀ ληθεστέρ ῳ - τό ἀ ληθέστερον - ( ὦ ) ἀ ληθέστερε ο ἱ ἀ ληθέστεροι - τ ῶ ν ἀ ληθεστέρων - το ῖ ς ἀ ληθεστέροις - τούς
ἀ ληθεστέρους - ( ὦ ) ἀ ληθέστεροι ἡ ἀ ληθεστέρα - τ ῆ ς ἀ ληθεστέρας - τ ῇ ἀ ληθεστέρ ᾳ - τήν ἀ ληθεστέραν - ( ὦ ) ἀ ληθεστέρα α ἱ ἀ ληθέστεραι - τ ῶ ν ἀ ληθεστέρων - τα ῖ ς ἀ ληθεστέραις - τάς ἀ ληθεστέρας - ( ὦ ) ἀ ληθέστεραι τό ἀ ληθέστερον - το ῦ ἀ ληθεστέρου - τ ῷ ἀ ληθεστέρ ῳ - τό ἀ ληθέστερον - ( ὦ ) ἀ ληθέστερον τά
ἀ ληθέστερα - τ ῶ ν ἀ ληθεστέρων - το ῖ ς ἀ ληθεστέροις - τά ἀ ληθέστερα
- ( ὦ ) ἀ ληθέστερα Υπερθετικός βαθμός ( ἀ ληθέστατος, ἀ ληθεστάτη, ἀ ληθέστατον) ὁ ἀ ληθέστατος - το ῦ ἀ ληθεστάτου - τ ῷ ἀ ληθεστάτ ῳ - τόν ἀ ληθέστατον - ( ὦ ) ἀ ληθέστατε ο ἱ ἀ ληθέστατοι - τ ῶ ν ἀ ληθεστάτων - το ῖ ς ἀ ληθεστάτοις - τούς
ἀ ληθεστάτους - ( ὦ ) ἀ ληθέστατοι ἡ ἀ ληθεστάτη - τ ῆ ς ἀ ληθεστάτης - τ ῇ ἀ ληθεστάτ ῃ - τήν ἀ ληθεεστάτην - ( ὦ ) ἀ ληθεεστάτη α ἱ ἀ ληθέσταται - τ ῶ ν ἀ ληθεστάτων - τα ῖ ς ἀ ληθεστάταις - τάς ἀ ληθεστάτας - ( ὦ ) ἀ ληθέσταται τό ἀ ληθέστατον - το ῦ ἀ ληθεστάτου - τ ῷ ἀ ληθεστάτ ῳ - τό ἀ ληθέστατον - ( ὦ ) ἀ ληθέστατον τά
ἀ ληθέστατα - τ ῶ ν ἀ ληθεστάτων - το ῖ ς ἀ ληθεστάτοις - τά ἀ ληθέστατα
- ( ὦ ) ἀ ληθέστατα Κατά
τα παραθετικά των σιγμόληκτων επιθέτων σε -ης, -ες ( ἀ ληθής, ἀ ληθέσ-τερος, ἀ ληθέσ-τατος) σχηματίζουν τα
παραθετικά τους τα τριτόκλιτα
επίθετα σε -ων, -ον (γεν. -ονος ) ὁ , ἡ ε ὐ σχήμων, τ ὸ ε ὔ σχημον· ὁ , ἡ ἐ λεήμων, τ ὸ ἐ λε ῆ μον·, καθώς και τα
επίθετα ἄ κρατος (=αυτός που δεν
έχει ανακατευτεί με άλλον, ανόθευτος), ἄ σμενος (=
ευχαριστημένος), ἐ ρρωμένος (= δυνατός) και πένης . Θετικός βαθμός : ἐ λεήμων- ἐ λεήμων- ἐ λε ῆ μον Συγκριτικός
βαθμός ( ἐ λεημονέστερος, ἐ λεημονεστέρα, ἐ λεημονέστερον) ὁ ἐ λεημονέστερος - το ῦ ἐ λεημονεστέρου - τ ῷ ἐ λεημονεστέρ ῳ - τό ἐ λεημονέστερον - ( ὦ ) ἐ λεημονέστερε ο ἱ ἐ λεημονέστεροι - τ ῶ ν ἐ λεημονεστέρων - το ῖ ς ἐ λεημονεστέροις -
τούς ἐ λεημονεστέρους - ( ὦ ) ἐ λεημονέστεροι ἡ ἐ λεημονεστέρα - τ ῆ ς ἐ λεημονεστέρας - τ ῇ ἐ λεημονεστέρ ᾳ - τήν ἐ λεημονεστέραν - ( ὦ ) ἐ λεημονεστέρα α ἱ ἐ λεημονέστεραι - τ ῶ ν ἐ λεημονεστέρων - τα ῖ ς ἐ λεημονεστέραις -
τάς ἐ λεημονεστέρας - ( ὦ ) ἐ λεημονέστεραι τό ἐ λεημονέστερον - το ῦ ἐ λεημονεστέρου - τ ῷ ἐ λεημονεστέρ ῳ - τό ἐ λεημονέστερον - ( ὦ ) ἐ λεημονέστερον τά
ἐ λεημονέστερα - τ ῶ ν ἐ λεημονεστέρων - το ῖ ς ἐ λεημονεστέροις - τά ἐ λεημονέστερα - ( ὦ ) ἐ λεημονέστερα Υπερθετικός βαθμός ( ἐ λεημονέστατος, ἐ λεημονεστάτη,
ἐ λεημονέστατον) ὁ ἐ λεημονέστατος - το ῦ ἐ λεημονεστάτου - τ ῷ ἐ λεημονεστάτ ῳ - τόν ἐ λεημονέστατον - ( ὦ ) ἐ λεημονέστατε ο ἱ ἐ λεημονέστατοι - τ ῶ ν ἐ λεημονεστάτων - το ῖ ς ἐ λεημονεστάτοις -
τούς ἐ λεημονεστάτους - ( ὦ ) ἐ λεημονέστατοι ἡ ἐ λεημονεστάτη - τ ῆ ς ἐ λεημονεστάτης - τ ῇ ἐ λεημονεστάτ ῃ - τήν ἐ λεημονεστάτην - ( ὦ ) ἐ λεημονεστάτη α ἱ ἐ λεημονέσταται - τ ῶ ν ἐ λεημονεστάτων - τα ῖ ς ἐ λεημονεστάταις -
τάς ἐ λεημονεστάτας - ( ὦ ) ἐ λεημονέσταται τό ἐ λεημονέστατον - το ῦ ἐ λεημονεστάτου - τ ῷ ἐ λεημονεστάτ ῳ - τό ἐ λεημονέστατον - ( ὦ ) ἐ λεημονέστατον τά
ἐ λεημονέστατα - τ ῶ ν ἐ λεημονεστάτων - το ῖ ς ἐ λεημονεστάτοις - τά ἐ λεημονέστατα - ( ὦ ) ἐ λεημονέστατα Θετικός βαθμός : σώφρων- σώφρων- σ ῶ φρον Συγκριτικός
βαθμός (σωφρονέστερος, σωφρονεστέρα, σωφρονέστερον) ὁ σωφρονέστερος - το ῦ σωφρονεστέρου - τ ῷ σωφρονεστέρ ῳ - τό σωφρονέστερον - ( ὦ ) σωφρονέστερε ο ἱ σωφρονέστεροι - τ ῶ ν σωφρονεστέρων
- το ῖ ς σωφρονεστέροις -
τούς σωφρονεστέρους - ( ὦ ) σωφρονέστεροι ἡ σωφρονεστέρα - τ ῆ ς σωφρονεστέρας - τ ῇ σωφρονεστέρ ᾳ - τήν σωφρονεστέραν - ( ὦ ) σωφρονεστέρα α ἱ σωφρονέστεραι - τ ῶ ν σωφρονεστέρων
- τα ῖ ς σωφρονεστέραις -
τάς σωφρονεστέρας - ( ὦ ) σωφρονέστεραι τό σωφρονέστερον - το ῦ σωφρονεστέρου - τ ῷ σωφρονεστέρ ῳ - τό σωφρονέστερον - ( ὦ ) σωφρονέστερον τά
σωφρονέστερα - τ ῶ ν σωφρονεστέρων -
το ῖ ς σωφρονεστέροις -
τά σωφρονέστερα - ( ὦ ) σωφρονέστερα Υπερθετικός βαθμός (σωφρονέστατος, σωφρονεστάτη,
σωφρονέστατον) ὁ σωφρονέστατος - το ῦ σωφρονεστάτου - τ ῷ σωφρονεστάτ ῳ - τόν σωφρονέστατον - ( ὦ ) σωφρονέστατε ο ἱ σωφρονέστατοι - τ ῶ ν σωφρονεστάτων
- το ῖ ς σωφρονεστάτοις -
τούς σωφρονεστάτους - ( ὦ ) σωφρονέστατοι ἡ σωφρονεστάτη - τ ῆ ς σωφρονεστάτης - τ ῇ σωφρονεστάτ ῃ - τήν σωφρονεστάτην - ( ὦ ) σωφρονεστάτη α ἱ σωφρονέσταται - τ ῶ ν σωφρονεστάτων
- τα ῖ ς σωφρονεστάταις -
τάς σωφρονεστάτας - ( ὦ ) σωφρονέσταται τό σωφρονέστατον - το ῦ σωφρονεστάτου - τ ῷ σωφρονεστάτ ῳ - τό σωφρονέστατον - ( ὦ ) σωφρονέστατον τά
σωφρονέστατα - τ ῶ ν σωφρονεστάτων -
το ῖ ς σωφρονεστάτοις -
τά σωφρονέστατα - ( ὦ ) σωφρονέστατα 3 . Δικατάληκτα
αφωνόληκτα σε -ις, -ι Θετικός
βαθμός: ε ὔ χαρις- ε ὔ χαρις- ε ὔ χαρι Συγκριτικός
βαθμός (ε ὐ χαρίστερος, ε ὐ χαριστέρα, ε ὐ χαρίστερον) ὁ ε ὐ χαρίστερος - το ῦ ε ὐ χαριστέρου - τ ῷ ε ὐ χαριστέρ ῳ - τό ε ὐ χαρίστερον - ( ὦ ) ε ὐ χαρίστερε ο ἱ ε ὐ χαρίστεροι - τ ῶ ν ε ὐ χαριστέρων - το ῖ ς ε ὐ χαριστέροις - τούς
ε ὐ χαριστέρους - ( ὦ ) ε ὐ χαρίστεροι ἡ ε ὐ χαριστέρα - τ ῆ ς ε ὐ χαριστέρας - τ ῇ ε ὐ χαριστέρ ᾳ - τήν ε ὐ χαριστέραν - ( ὦ ) ε ὐ χαριστέρα α ἱ ε ὐ χαρίστεραι - τ ῶ ν ε ὐ χαριστέρων - τα ῖ ς ε ὐ χαριστέραις - τάς
ε ὐ χαριστέρας - ( ὦ ) ε ὐ χαρίστεραι τό ε ὐ χαρίστερον - το ῦ ε ὐ χαριστέρου - τ ῷ ε ὐ χαριστέρ ῳ - τό ε ὐ χαρίστερον - ( ὦ ) ε ὐ χαρίστερον τά
ε ὐ χαρίστερα - τ ῶ ν ε ὐ χαριστέρων - το ῖ ς ε ὐ χαριστέροις - τά ε ὐ χαρίστερα - ( ὦ ) ε ὐ χαρίστερα Υπερθετικός βαθμός (ε ὐ χαρίστατος, ε ὐ χαριστάτη, ε ὐ χαρίστατον) ὁ ε ὐ χαρίστατος - το ῦ ε ὐ χαριστάτου - τ ῷ ε ὐ χαριστάτ ῳ - τόν ε ὐ χαρίστατον - ( ὦ ) ε ὐ χαρίστατε ο ἱ ε ὐ χαρίστατοι - τ ῶ ν ε ὐ χαριστάτων - το ῖ ς ε ὐ χαριστάτοις - τούς
ε ὐ χαριστάτους - ( ὦ ) ε ὐ χαρίστατοι ἡ ε ὐ χαριστάτη - τ ῆ ς ε ὐ χαριστάτης - τ ῇ ε ὐ χαριστάτ ῃ - τήν ε ὐ χαριστάτην - ( ὦ ) ε ὐ χαριστάτη α ἱ ε ὐ χαρίσταται - τ ῶ ν ε ὐ χαριστάτων - τα ῖ ς ε ὐ χαριστάταις - τάς
ε ὐ χαριστάτας - ( ὦ ) ε ὐ χαρίσταται τό ε ὐ χαρίστατον - το ῦ ε ὐ χαριστάτου - τ ῷ ε ὐ χαριστάτ ῳ - τό ε ὐ χαρίστατον - ( ὦ ) ε ὐ χαρίστατον τά
ε ὐ χαρίστατα - τ ῶ ν ευχαριστάτων - το ῖ ς ευχαριστάτοις
- τά ε ὐ χαρίστατα - ( ὦ ) ε ὐ χαρίστατα 4 . Τρικατάληκτα
αφωνόληκτα σε -εις, -εσσα, -εν Θετικός
βαθμός : χαρίεις- χαρίεσσα- χαρίεν Συγκριτικός
βαθμός (χαριέστερος, χαριεστέρα, χαριέστερον) ὁ χαριέστερος - το ῦ χαριεστέρου - τ ῷ χαριεστέρ ῳ - τό χαριέστερον - ( ὦ ) χαριέστερε ο ἱ χαριέστεροι - τ ῶ ν χαριεστέρων - το ῖ ς χαριεστέροις - τούς χαριεστέρους
- ( ὦ ) χαριέστεροι ἡ χαριεστέρα - τ ῆ ς χαριεστέρας - τ ῇ χαριεστέρ ᾳ - τήν χαριεστέραν - ( ὦ ) χαριεστέρα α ἱ χαριέστεραι - τ ῶ ν χαριεστέρων - τα ῖ ς χαριεστέραις - τάς χαριεστέρας
- ( ὦ ) χαριέστεραι τό
χαριέστερον - το ῦ χαριεστέρου - τ ῷ χαριεστέρ ῳ - τό χαριέστερον - ( ὦ ) χαριέστερον τά χαριέστερα - τ ῶ ν χαριεστέρων - το ῖ ς χαριεστέροις - τά χαριέστερα
- ( ὦ ) χαριέστερα Υπερθετικός βαθμός (χαριέστατος, χαριεστάτη, χαριέστατον) ὁ χαριέστατος - το ῦ χαριεστάτου - τ ῷ χαριεστάτ ῳ - τόν χαριέστατον - ( ὦ ) χαριέστατε ο ἱ χαριέστατοι - τ ῶ ν χαριεστάτων - το ῖ ς χαριεστάτοις - τούς χαριεστάτους
- ( ὦ ) χαριέστατοι ἡ χαριεστάτη - τ ῆ ς χαριεστάτης - τ ῇ χαριεστάτ ῃ - τήν χαριεστάτην - ( ὦ ) χαριεστάτη α ἱ χαριέσταται - τ ῶ ν χαριεστάτων - τα ῖ ς χαριεστάταις - τάς χαριεστάτας
- ( ὦ ) χαριέσταται τό
χαριέστατον - το ῦ χαριεστάτου - τ ῷ χαριεστάτ ῳ - τό χαριέστατον - ( ὦ ) χαριέστατον τά χαριέστατα - τ ῶ ν χαριεστάτων - το ῖ ς χαριεστάτοις - τά χαριέστατα
- ( ὦ ) χαριέστατα 5 . Τρικατάληκτα ενρινόληκτα σε -ας, -αινα, -αν
Θετικός βαθμός : μέλας – μέλαινα –
μέλαν Συγκριτικός βαθμός (μελάντερος, μελαντέρα, μελάντερον) ὁ μελάντερος - το ῦ μελαντέρου - τ ῷ μελαντέρ ῳ - τό μελάντερον - ( ὦ ) μελάντερε ο ἱ μελάντεροι - τ ῶ ν μελαντέρων - το ῖ ς μελαντέροις - τούς μελαντέρους - ( ὦ ) μελάντεροι ἡ μελαντέρα - τ ῆ ς μελαντέρας - τ ῇ μελαντέρ ᾳ - τήν μελαντέραν - ( ὦ ) μελαντέρα α ἱ μελάντεραι - τ ῶ ν μελαντέρων - τα ῖ ς μελαντέραις - τάς μελαντέρας - ( ὦ ) μελάντεραι τό
μελάντερον - το ῦ μελαντέρου - τ ῷ μελαντέρ ῳ - τό μελάντερον - ( ὦ ) μελάντερον τά μελάντερα - τ ῶ ν μελαντέρων - το ῖ ς μελαντέροις - τά μελάντερα - ( ὦ ) μελάντερα Υπερθετικός βαθμός (μελάντατος, μελαντάτη, μελάντατον) ὁ μελάντατος - το ῦ μελαντάτου - τ ῷ μελαντάτ ῳ - τόν μελάντατον - ( ὦ ) μελάντατε ο ἱ μελάντατοι - τ ῶ ν μελαντάτων - το ῖ ς μελαντάτοις - τούς μελαντάτους - ( ὦ ) μελάντατοι ἡ μελαντάτη - τ ῆ ς μελαντάτης - τ ῇ μελαντάτ ῃ - τήν μελαντάτην - ( ὦ ) μελαντάτη α ἱ μελάνταται - τ ῶ ν μελαντάτων - τα ῖ ς μελαντάταις - τάς μελαντάτας - ( ὦ ) μελάνταται τό
μελάντατον - το ῦ μελαντάτου - τ ῷ μελαντάτ ῳ - τό μελάντατον - ( ὦ ) μελάντατον τά μελάντατα - τ ῶ ν μελαντάτων - το ῖ ς μελαντάτοις - τά μελάντατα - ( ὦ ) μελάντατα