Για τη συλλογή της Κικής Δημουλά Επί τα ίχνη (1963)
Η ματιά της, καθώς συναρτά τις εικόνες αυτές στον παλμό της ευαισθησίας της και στον πυρήνα του ποιητικού της στοχασμού, έχει μια ρεαλιστική οξύτητα που κάνει εντύπωση και που συχνά μας επιβάλλεται ποιητικά για την αμεσότητά της και την ολιγολογία της, για κάτι το σφιχτό και το έντονο, που επιτρέπει ακόμη και στην πεζολογία να ενεργήσει δραστικά, μέσα μας. Παράδειγμα, το ποίημα «Πώς έρχομαι σ’ επαφή το πρωί με το δρόμο μου», όπου κάθε περιγραφική λεπτομέρεια μετατρέπεται σε εύρημα με παράλληλη ποιητική σημασία: Εν πρώτοις / αναβιώνουν τα χθεσινά μου βήματα. / Δεξιά, το διαφιλονικούμενο οικόπεδο / κι ο πρώτος μορφασμός της μέρας. / Αριστερά, στην πόρτα / νεόδμητης πολυκατοικίας, / τα κοινόχρηστα: η θυρωρός κι η ατμόσφαιρά της. / Πιο πίσω η εντύπωση: σαγρέδες και απλίκες δίκην άνθους. / Και μέσα, / σε δυνατότητες τριών ή δύο δωματίων, / ή σε συναίσθημα υπογείου, / ο εσωτερικός της κόσμος / στεγασθείς / από εφάπαξ και εισοδήματα ονείρων. Το ποίημα προχωρεί με εξίσου επιτυχημένες «συστοιχίες παραλλήλων εικόνων», όπου η μια είναι πίνακας και η άλλη νόημα, και τελειώνει με την προβολή του απαραίτητου συνοικιακού ανθοπωλείου και φωτογραφείου, «για των μορφών την ανατύπωση: μια έγχρωμη σειρά – χρόνου εν πλω – μετά από μια αναμνηστική περιοδεία του – στη συνοικία μου».
Στο μεταξύ, χαράζεται μέσα μας ένας σαφέστατος κύκλος ζωής, όχι βέβαια ρόδινης. Η Δημουλά ανήκει στην εποχή της – δηλαδή στο σήμερα. Δεν αυταπατάται, ή τουλάχιστο δε θέλει να αυταπατάται. Αλλά, επειδή πολλές δυνάμεις μέσα της την ωθούν με πάθος προς τη ζωή, η προσγειωτική της ψυχολογία γίνεται αφορμή να αισθάνεται τη ζωή σαν κάτι το δυσάρεστο, σα μια κατάσταση που σε προκαλεί να την διασύρεις, να την ψέξεις, να τη σαρκάσεις. Αυτό κάνει και η Δημουλά, σε όλα της σχεδόν τα ποιήματα, και πραγματικά το πετυχαίνει. Δεν έχει, απλώς, διάθεση για σαρκασμό, νοιώθει την ανάγκη του. Κι αυτή η ανάγκη είναι η ποίησή της, συσσωρευμένη κάτω από αλλεπαλλήλους και γραφικά δοσμένους σαρκαστικούς μορφασμούς. Έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε το δέσιμό της με καθαρεύουσα και, ειδικά, με την καβαφική γλώσσα. Όμως, η εσώτατη φύση της Δημουλά είναι λυρική, κι όταν αυτός ο λυρισμός ισοζυγιάζεται με τη σαρκαστική της διάθεση, που – τι παράξενο, έχει βαθείς τόνους συμπόνιας για ό,τι σαρκάζει, μας δίνει απροσδόκητες ποιητικές παραστάσεις: Βρέχει... / μια κυρία εξέχει στη βροχή, / μόνη / πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι. / Κι είναι η βροχή σαν οίκτος, / κι είναι η κυρία αυτή / σα ράγισμα στη γυάλινη βροχή. Η Κική Δημουλά βαδίζει «επί τα ίχνη» του βαθύτερου εαυτού της με βήματα σταθερά, με μια περπατησιά που έχει και κομψότητα και χάρη και στοχασμό. Ο Παλαμάς δεν είναι που είπε κάποια περπατήματα μιλάνε / σα λογάκια, αργά, στοχαστικά;
Ανδρέας Καραντώνης, Μεσημβρινή, 8/11/1963
Η ματιά της, καθώς συναρτά τις εικόνες αυτές στον παλμό της ευαισθησίας της και στον πυρήνα του ποιητικού της στοχασμού, έχει μια ρεαλιστική οξύτητα που κάνει εντύπωση και που συχνά μας επιβάλλεται ποιητικά για την αμεσότητά της και την ολιγολογία της, για κάτι το σφιχτό και το έντονο, που επιτρέπει ακόμη και στην πεζολογία να ενεργήσει δραστικά, μέσα μας. Παράδειγμα, το ποίημα «Πώς έρχομαι σ’ επαφή το πρωί με το δρόμο μου», όπου κάθε περιγραφική λεπτομέρεια μετατρέπεται σε εύρημα με παράλληλη ποιητική σημασία: Εν πρώτοις / αναβιώνουν τα χθεσινά μου βήματα. / Δεξιά, το διαφιλονικούμενο οικόπεδο / κι ο πρώτος μορφασμός της μέρας. / Αριστερά, στην πόρτα / νεόδμητης πολυκατοικίας, / τα κοινόχρηστα: η θυρωρός κι η ατμόσφαιρά της. / Πιο πίσω η εντύπωση: σαγρέδες και απλίκες δίκην άνθους. / Και μέσα, / σε δυνατότητες τριών ή δύο δωματίων, / ή σε συναίσθημα υπογείου, / ο εσωτερικός της κόσμος / στεγασθείς / από εφάπαξ και εισοδήματα ονείρων. Το ποίημα προχωρεί με εξίσου επιτυχημένες «συστοιχίες παραλλήλων εικόνων», όπου η μια είναι πίνακας και η άλλη νόημα, και τελειώνει με την προβολή του απαραίτητου συνοικιακού ανθοπωλείου και φωτογραφείου, «για των μορφών την ανατύπωση: μια έγχρωμη σειρά – χρόνου εν πλω – μετά από μια αναμνηστική περιοδεία του – στη συνοικία μου».
Στο μεταξύ, χαράζεται μέσα μας ένας σαφέστατος κύκλος ζωής, όχι βέβαια ρόδινης. Η Δημουλά ανήκει στην εποχή της – δηλαδή στο σήμερα. Δεν αυταπατάται, ή τουλάχιστο δε θέλει να αυταπατάται. Αλλά, επειδή πολλές δυνάμεις μέσα της την ωθούν με πάθος προς τη ζωή, η προσγειωτική της ψυχολογία γίνεται αφορμή να αισθάνεται τη ζωή σαν κάτι το δυσάρεστο, σα μια κατάσταση που σε προκαλεί να την διασύρεις, να την ψέξεις, να τη σαρκάσεις. Αυτό κάνει και η Δημουλά, σε όλα της σχεδόν τα ποιήματα, και πραγματικά το πετυχαίνει. Δεν έχει, απλώς, διάθεση για σαρκασμό, νοιώθει την ανάγκη του. Κι αυτή η ανάγκη είναι η ποίησή της, συσσωρευμένη κάτω από αλλεπαλλήλους και γραφικά δοσμένους σαρκαστικούς μορφασμούς. Έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε το δέσιμό της με καθαρεύουσα και, ειδικά, με την καβαφική γλώσσα. Όμως, η εσώτατη φύση της Δημουλά είναι λυρική, κι όταν αυτός ο λυρισμός ισοζυγιάζεται με τη σαρκαστική της διάθεση, που – τι παράξενο, έχει βαθείς τόνους συμπόνιας για ό,τι σαρκάζει, μας δίνει απροσδόκητες ποιητικές παραστάσεις: Βρέχει... / μια κυρία εξέχει στη βροχή, / μόνη / πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι. / Κι είναι η βροχή σαν οίκτος, / κι είναι η κυρία αυτή / σα ράγισμα στη γυάλινη βροχή. Η Κική Δημουλά βαδίζει «επί τα ίχνη» του βαθύτερου εαυτού της με βήματα σταθερά, με μια περπατησιά που έχει και κομψότητα και χάρη και στοχασμό. Ο Παλαμάς δεν είναι που είπε κάποια περπατήματα μιλάνε / σα λογάκια, αργά, στοχαστικά;
Ανδρέας Καραντώνης, Μεσημβρινή, 8/11/1963
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου