Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κική Δημουλά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κική Δημουλά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κική Δημουλά (1931)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Νίκος Εγγονόπουλος

Κική Δημουλά (1931)

Η ποιήτρια, ευαίσθητη στα ερεθίσματα της καθημερινότητας, μπορεί με τη γλωσσική άνεση που τη διακρίνει να μετατρέπει σε εικόνες το χρόνο της μνήμης χρησιμοποιώντας νεολογισμούς και αντιπαραθέτοντας το συναίσθημα στη λογική.
Η ποιήτρια συνομιλεί με τη φθορά, τη ματαιότητα, το κενό, ενώ από τα ωραιότερα ποιήματά της είναι αυτά που συνθέτει με αφορμή φωτογραφίες. Οι φωτογραφίες στην ποίησή της, όπως γράφει ο κριτικός Κώστας Παπαγεωργίου, συχνά αποκτούν την ιδιότητα ενός κειμένου, γίνονται «αναγνώσιμες» συνδέοντας το παρόν με το παρελθόν.
Βασικά χαρακτηριστικά της ποίησής της είναι α) η αυστηρή οργάνωση του ποιήματος που δεν περιορίζεται σε μια στατική και αντικειμενική απεικόνιση του εξωτερικού κόσμου, αλλά προσπαθεί να τον αναπλάσει με δημιουργική φαντασία, β) γλώσσα μεικτή, λιτή και απαλλαγμένη από κάθε συναισθηματική φόρτιση και γ) θεματικό της περιεχόμενο είναι τα προβλήματα του ανθρώπου, που έχουν σχέση με την καθημερινή τριβή και φθορά, το θάνατο, την αγωνία της ύπαρξης.
Σε μια ομιλία της για την ποίηση η Δημουλά όρισε ως εξής το ποίημα: «Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα.»

Κική Δημουλά

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Νίκος Εγγονόπουλος

Κική Δημουλά

Εργοβιογραφικά στοιχεία

Η Κική Δημουλά (Κική Ράδου) γεννήθηκε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1931. Το 1954 παντρεύτηκε τον ποιητή και πολιτικό μηχανικό Άθω Δημουλά και απέκτησαν δύο παιδιά. Έζησαν μαζί 31 χρόνια (το 1985 έχασε το σύζυγό της). Εργάστηκε για 25 χρόνια στην Τράπεζα της Ελλάδος (από το 1949 ως το 1974). Τιμήθηκε δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1972 και 1989), ενώ το 2001 έλαβε το Αριστείο των Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών και το Χρυσό Σταυρό Τιμής. Το 2002 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (η τρίτη γυναίκα ακαδημαϊκός μαζί με τη Γαλάτεια Σαράντη και την Αγγελική Λαΐου) και είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Εξέδωσε τις ακόλουθες ποιητικές συλλογές: Ποιήματα (1952), Έρεβος (1956), Ερήμην (1958), Επί τα ίχνη (Εύφημη μνεία από την Ομάδα των Δώδεκα 1963), Το λίγο του κόσμου (Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1971), Το τελευταίο σώμα μου (1981), Χαίρε Ποτέ (Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1988), Η εφηβεία της λήθης (Βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη 1994), Ποιήματα (συγκεντρωτική έκδοση 1998), Ενός λεπτού μαζί (1998), Ήχος απομακρύνσεων (2001), Ο φιλοπαίγμων μύθος (Κείμενο που εκφώνησε κατά την υποδοχή της στην Ακαδημία Αθηνών στις 11 Νοεμβρίου 2003), Χλόη θερμοκηπίου (2005), Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως (2007).
Επίσης: Εκτός σχεδίου, (2004) (Πεζά κείμενα γραμμένα για το περιοδικό της τράπεζας στην οποία εργαζόταν επί σειρά ετών). Cd με ποιήματα της Κικής Δημουλά:
1) Κική Δημουλά: Στην αγκαλιά της άκρης: Συνθέτης: Θάνος Μικρούτσικος
2) Ο πληθυντικός αριθμός - Ποιήματα της Κ. Δημουλά, Συνθέτης: Νίκος Ξανθούλης, ερμηνεύτρια: Σοφία Μιχαηλίδη.

Η Κική Δημουλά ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά Ελλήνων ποιητών και η ποίησή της συγκεντρώνει μερικά από τα βασικά γνωρίσματα της ποίησης αυτής της γενιάς, τόσο σε θεματικό όσο και σε γλωσσικό επίπεδο: τον έρωτα, την εσωστρέφεια και τον υπαρξιακό προβληματισμό επενδυμένα με ένα λόγο λιτό και καθημερινό, συχνά ειρωνικό. Η Δημουλά έχει προσωπικό ποιητικό ιδίωμα, με ιδιαίτερο γνώρισμα την επαναστατική χρήση λέξεων και φράσεων. Λέξεις, συνήθως κοινότοπες, κατασκευασμένες με ευτελή υλικά, επιστρατεύονται για να μεταδώσουν συνειρμικά με τη χρήση του υπερρεαλισμού δυνατές εντυπώσεις και συναισθήματα. Απροσδόκητοι συνδυασμοί λέξεων ή φράσεων, λεκτικά παιχνίδια, νεολογισμοί, σχήματα οξύμωρα και παρά προσδοκίαν φορτίζουν το ποίημα με ιδιαίτερο νοηματικό βάρος. Το λεξιλόγιό της είναι απλό, σχεδόν λαϊκό, η γλώσσα πεζολογική, ευέλικτη, παιγνιώδης, αποφθεγματική. Οι στίχοι είναι μονολεκτικοί, διάστικτοι με λόγιες και εκκλησιαστικές εκφράσεις, οι στροφές άνισες, η δομή προσωπική, η σύνταξη επαναστατική: τα άψυχα υποκείμενα συνδυάζονται με έμψυχα αντικείμενα κι οι αφηρημένες έννοιες γίνονται υποκείμενα ενεργειών.

Η κριτική για το έργο της

«Στην ποίηση της Κικής Δημουλά, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο η ποιήτρια ‘πολιορκεί’ το εκάστοτε ερέθισμα που, κατά την κρίση ή τη διαίσθησή της, μπορεί ν’ αποτελέσει τον πυρήνα ενός ποιήματος. Το πώς, δηλαδή, κινητοποιείται από το τυχαίο και το συμπτωματικό, που υποπίπτει στην αντίληψή της -υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ν’ ανταποκρίνονται στη διαρκώς εν εγρηγόρσει ευρισκόμενη αισθαντικότητά της - και αποδέχεται, αφήνεται μάλλον, στο ανοιχτό ενδεχόμενο μιας προσωπικής περιπέτειας σ’ έναν χώρο που η λογική και το συναίσθημα αντιπαρατίθενται, χρησιμοποιώντας τρόπους απρόβλεπτους, καθώς βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιδιότυπη περίπτωση συναισθηματοποίησης της λογικής και εκλογίκευσης του συναισθήματος […]. Χρονικογράφος του εφήμερου, μοιάζει να περιφέρεται επιζητώντας την προσωπική της παραμυθία και τον κατευνασμό των αισθημάτων της, ανακαλύπτοντας πρόσκαιρες αναζωογονητικές αντιστοιχίες ανάμεσα σε τρέχοντα συμβάντα, σε φευγαλέες ή μόνιμες καταστάσεις του κόσμου που την περιβάλλει από τη μια και σε πτυχές της διάθεσής της - του έρμαιου ψυχισμού από την άλλη. Γιατί το ‘νέο’ είναι οριστικά καταργημένο, και για να φανεί κάτι καινούριο χρειάζεται τη θαυματουργή διαμεσολάβηση της ψευδαίσθησης […]».

(Κ.Γ. Παπαγεωργίου, “Κική Δημουλά”, Η Ελληνική Ποίηση- Ανθολογία-Γραμματολογία Στ΄ (Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά), Σοκόλης, Αθήνα, 2002, σελ. 148-153)

«Η Κική Δημουλά […] μιλάει για και με τη λύπη της, ζει αθόρυβα και μοναχικά, ζει στον ήχο της “ορθόδοξης ερημιάς” (Από το Λίγο του κόσμου). Ο χρόνος περνά στην ποίηση της μέσα από τη μνήμη ως ανάμνηση, που μακραίνει τη χρονική ύπαρξη του ανθρώπου με την αναβίωση του παρελθόντος. Ο νους επιστρατεύει, πλησιάζει και συρράπτει την εσωτερική χρονικότητα του ανθρώπου, που στη Δημουλά γίνεται ποιητική χρονικότητα, άλλοτε κοντά στο παρόν και άλλοτε με κατεύθυνση την αιωνιότητα. Η ποίηση της βγαίνει από την απλή καθημερινότητα, η ζωή γίνεται ποίηση, οι λέξεις της είναι καθημερινές και απλές, που με την αναδόμηση, με την επανάληψη και την αιφνίδια ανατροπή γίνονται ποιητικές. Η Κική Δημουλά ποιεί ποίηση του εσωτερικού χώρου, ξεκινάει από πράγματα που κάποιος άλλος δεν θα παρατηρούσε, βγάζει από την αφάνεια τα ασήμαντα και με μια ασοβάρευτη απλή γλώσσα μιλάει για πολύ σοβαρά πράγματα, για τον έρωτα, για τη ζωή και το θάνατο, για τη γυναικεία ψυχολογία. Η ποίηση της κινείται ανάμεσα στον αρνητικό και θετικό πόλο, συχνά εντοπίζεται στο έργο της υπαρξιακή αγωνία […]. Η γλώσσα της είναι μικτή και το λεξιλόγιο της αντλείται από τη λαϊκή λέξη ως τη λόγια με απροσδόκητες συνάψεις, “όρθια μπρος στο μεσίστιο μέλλον μου” (Ερήμην), “Λερώνει στους απάνω δρόμους ένα βρώμικο σύννεφο” (Το λίγο του κόσμου), τα ποιήματά της είναι άλλοτε αυστηρής και άλλοτε ελλιπούς ισορροπίας».

(Χρ. Αργυροπούλου, “Φιλολογική διαδρομή στην ανθολογημένη ποίηση της Κ. Δημουλά”, Φιλολογική, 18, 2000, σελ. 40-41)

«Ο χώρος, με την ευρύτερη και τη στενότερη έννοια του όρου, είναι ένας από τους πλέον σημαντικούς άξονες οργάνωσης του ποιητικού υλικού της Δημουλά. Στα πρωιμότερα έργα της ο χώρος (εσωτερικός-εξωτερικός) προβάλλεται ή και περιγράφεται συχνά ως κεντρικό θέμα ή ακόμα και ως τουριστικό αξιοθέατο. Στα υστερότερα συνδέεται με την καθημερινή της πραγματικότητα, γίνεται λειτουργικός, αφού αποκτά έναν οργανικότερο ρόλο και είναι πολλές φορές η δύναμη που κινητοποιεί τα συναισθήματα και τη σκέψη της. Γίνεται το σκηνικό και ο τόπος που φιλοξενεί τον ποιητικό μύθο και του δίνει και την αφορμή να αναπτυχθεί, εφ’ όσον είναι λειτουργικός για την εξέλιξη της ποιητικής αφήγησης, και επηρεάζει με διάφορους τρόπους τη διάθεση των ηρώων […]. Τα ποιήματα των οποίων η δράση εκτυλίσσεται στον εσωτερικό χώρο είναι πολύ λιγότερα από εκείνα, στα οποία η δράση εκτυλίσσεται στον εξωτερικό χώρο. Σπάνια, οι χώροι αυτοί προσφέρουν φιλοξενία και στέγη στους ήρωες των ποιημάτων της ποιήτριας, τους δίνουν την ευκαιρία να βρεθούν πιο κοντά και να συσφίξουν τις σχέσεις τους. Συνήθως όμως, είναι φανερό ότι ο κλειστός χώρος στην ποίηση της Δημουλά λειτουργεί αντίστροφα από τον εξωτερικό και δεν επηρεάζει ευχάριστα τη διάθεση του ποιητικού υποκειμένου. Αντιθέτως, μέσα σ’ αυτόν, οι ήρωες έρχονται τις περισσότερες φορές πρόσωπο με πρόσωπο αντιμέτωποι μ’ όσα τους θλίβουν. Άλλοτε πάλι ασφυκτιούν -κυρίως οι γυναίκες- και καταπιέζονται από την καθημερινότητα, γι’ αυτό και θα ήθελαν να είχαν διαφύγει, αλλά σχεδόν πάντα οι (δι)έξοδοι φυγής είναι περιορισμένες […]. Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο σ’ αυτή την αντιπαράθεση εσωτερικού - εξωτερικού χώρου -ή ακόμα και στην απλή παρατήρηση του εξωτερικού στα ποιήματα της Δημουλά- είναι ο σημαντικός ρόλος των παραθύρων που συχνά λειτουργούν ως μεταίχμιο ανάμεσα στους δύο χώρους. Το παράθυρο, και μερικές φορές το μπαλκόνι, είναι το σημείο απ’ όπου ατενίζει συνήθως ο “έγκλειστος” ήρωας τον εξωτερικό χώρο. Απ’ αυτό ανοίγεται μπροστά του η άλλη όψη του εξωτερικού κόσμου και από το σημείο αυτό αντιπαραβάλλονται τα “αγαθά” που οι δύο χώροι / κόσμοι - εσωτερικός και εξωτερικός- μπορούν να προσφέρουν στους ήρωες».

(Αγάθη Γεωργιάδου, Εριέττα Δεληγιάννη, Διαβάζοντας Κική Δημουλά, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2001, σελ. 76, 101, 110)

«Με γλώσσα, που κυμαίνεται ανάμεσα στη λόγια και τη δημοτική και είναι γυμνή από κάθε έκδηλη συναισθηματική φόρτιση, η ποιήτρια προσπαθεί να δώσει τις εντυπώσεις και τις διαθέσεις της, καθώς βλέπει τα γύρω της πράγματα να ξεκαθαρίζουν όσο η ώρα προχωρεί (κυρίως στο δεύτερο μέρος) […]. Στο πρώτο μέρος η ποιήτρια προσπαθεί να δώσει τις ασαφείς εικόνες των πραγμάτων και τις εντυπώσεις της κατά τη μεταβατική ώρα του όρθρου. Η ασάφεια αυτή αφήνει ελεύθερη τη φαντασία της. Η καθαρότητα των χρωμάτων και των σχημάτων (στ. 15-16) αφαιρεί αυτή τη μαγεία και την επαναφέρει στην πραγματικότητα και στην αφύπνιση συναισθήματος ενοχής και της πίστης. Στο δεύτερο μέρος όλα γύρω έχουν ξεκαθαρίσει κι η ποιήτρια αισθάνεται παράταιρη μέσα στις νηπιακές, ονειρικές διαθέσεις, που έζησε ως τώρα».

(Τάκης Καρβέλης, “Υπαρξιακή ποίηση, Κική Δημουλά”, Η νεότερη ποίηση – Θεωρία και Πράξη, Κώδικας, Αθήνα, 1983, σελ. 211-212)

Κική Δημουλά: Φωτογραφία και ποίηση

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Νίκος Εγγονόπουλος

Κική Δημουλά: Φωτογραφία και ποίηση

Η φωτογραφία είναι από τα κύρια θέματα της Κικής Δημουλά. Και πώς θα γινόταν αλλιώς; Κάθε φωτογραφία, και η πιο ταπεινή, είναι η παρουσία μιας απουσίας. Και η ποίηση της Δημουλά, ως ποίηση του μη όντος, όλο γύρω στην απουσία τριγυρίζει. Τα «όσα έχουν πεθάνει» μπορεί να μην υπάρχουν όλα σε φωτογραφία – αλλά όσα υπάρχουν σε φωτογραφία έχουν σίγουρα πεθάνει. Η στιγμή πεθαίνει στο στιγμιότυπο.

Άντε, σε συγχωρώ στιγμή που ήμουν .

Η φωτογραφία είναι παγωμένο παρελθόν. Σύμβολο μνήμης – παραπάνω: η ίδια η μνήμη τυπωμένη στο χαρτί. Ήδη σε παλαιότερη συλλογή της πριν ακόμα διαμορφώσει το τελείως προσωπικό της ύφος, η ποιήτρια γράφει:

από τα πέρατα μιας νοσταλγίας
παίρνω ειδήσεις σου:
κατάντησες θαμών
κάποιας παλιάς φωτογραφίας σου
διαπρέποντας στη χάρτινη έντασή της.

Αυτή η χάρτινη ένταση στα επόμενα βιβλία θα πάρει διαστάσεις τραγικές. Γιατί μπορεί να έλεγαν οι παλιοί φωτογράφοι «απαθανατίζω», ωστόσο ξέρουμε όλοι τι είναι μια χάρτινη αθανασία. Και η Δημουλά έγραφε στο Λίγο του Κόσμου, πολύ πριν τη σκεπάσει η μεγάλη απουσία:

κι είναι το χέρι σου μόνο
στην τετράγωνη νύχτα της φωτογραφίας.

[...] «Η φωτογραφία σου στάσιμη». Στα ποιήματα της Κικής Δημουλά οι φωτογραφίες δεν είναι πάντα «στάσιμες». Συνήθως ζούνε μια ζωή δική τους, αυτόνομη. Σαν φυτά, έχουν ανάγκη από φροντίδα των ανθρώπων. Ένα ποίημα απουσίας κλείνει με τους στίχους:

Τουλάχιστον
ν’ αλλάζεις πότε-πότε το νερό της φωτογραφίας μου.

Δέκα χρόνια πριν έγραφε:

Ποτίζεις, φαίνεται, συχνά τους τοίχους με ρέμβη
κι ευδοκιμούν εδώ-εκεί φωτογραφίες.

Είναι το νερό της μνήμης, αντίδοτο του νερού της Άρνας, του νερού της λησμονιάς.
Άλλες φορές (στο ποίημα «Ανάσκελος χρόνος») η φωτογραφία γίνεται μαγικό alter ego, είδωλο που υποκαθιστά το πρόσωπο:

Τετράπαχο γρασίδι στα συρτάρια μου
ρηχή μαλακωσιά σαν του βελούδου
και του πατημένου όρκου
και ρίχνει κάτι ξάπλες
μα κάτι ξάπλες η φωτογραφία σου.


Οι αναφορές στη φωτογραφία είναι περισσότερες στο πρώτο και το τρίτο από τα βιβλία της «ώριμης» Δημουλά. Μόνο τρεις εντόπισα στο Τελευταίο Σώμα μου, ενώ έξι στο Λίγο του Κόσμου και επτά στο Χαίρε Ποτέ. Μάλιστα, στα βιβλία αυτά, υπάρχουν ολόκληρα ποιήματα με θέμα τη φωτογραφία, ενώ στο Τελευταίο Σώμα μου οι αναφορές είναι παρενθετικές (άλλες καίριες, σε στίχους καταληκτικούς).
Φυσικό. Τα δύο αυτά βιβλία είναι ελεγειακά, με περισσότερη έμφαση στη μνήμη. Ιδιαίτερα στο Χαίρε Ποτέ, βιβλίο μεγάλου αποχαιρετισμού, η φωτογραφία μοιάζει να είναι ένα από τα ελάχιστα σωσίβια στον ωκεανό του Τίποτα.

Νίκος Δήμου, «Στην τετράγωνη νύχτα της φωτογραφίας», Σημειώσεις σε ποιήματα της Κικής Δημουλά, Στιγμή, Αθήνα 1991

Ο χώρος και ο χρόνος στην ποίηση της Δημουλά

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Νίκος Εγγονόπουλος

Ο χώρος και ο χρόνος στην ποίηση της Δημουλά

Θα επιμείνω στην έμμονη εικόνα της πτήσης που μου γεννάει η ποίηση της Δημουλά – και που τίποτα δεν έχει να κάνει βέβαια με τις «αναβάσεις στα ύψη του πνεύματος» και άλλα ηχηρά παρόμοια.
[...] Δεν θεωρητικολογεί, δεν περιγράφει˙ αναπαράγει, με γλώσσα αντιαισθηματική, το αίσθημα˙ αποκρυσταλλώνει συλλήψεις διανοητικές, βουτώντας τις πρώτα στη λάβα του βιώματος κι αφήνοντάς τις ύστερα να στεγνώσουν στον αέρα μιας ήρεμης αποδοχής.
Όλα εδώ συντελούνται σα να ‘χουν κιόλας πλήρως συντελεστεί. Ο χώρος χαρτογραφείται εκ των άνω, με μιαν απόσταση που αυξάνει το εύρος του οπτικού πεδίου˙ απόσταση χρόνου, απόσταση πάθους. «Μπαίνει μια νέα απόσταση / ανάμεσα σε μένα και σ’ ό,τι προσβλέπω. / Αλλιώς δε βλέπω. / Θέλω να πω, η όραση, / για να ενωθεί μ’ αυτό που θέλει, / πρέπει να προζήσει / ένα χωρισμό»: χωρισμό από το παρελθόν αλλά και χωρισμό από το μέλλον. Η ελπίδα είναι το εγγόνι του τετελεσμένου. Και, όταν η απώλεια έχει ήδη συμβεί (μα πότε αλήθεια δεν έχει;), τότε καμιά ελπίδα δεν τολμάει να σηκώσει κεφάλι˙ η πρόγευση του μέλλοντος, η γεύση δηλαδή του παρόντος, είναι πάλι η ίδια η απώλεια. «Λες και δε χάνεις γευστικά / χάνοντας μια φορά αυτό που χάνεις, / πρέπει και να προ-χάνεις / από το χέρι του προδήμιου / της προαίσθησης, / της μαρτυριάρας του Επερχόμενου». Στη Δημουλά ο χρόνος παύει να διαιρείται σε πριν, σε τώρα και σε μετά – παύει να τριχοτομείται˙ είναι ολόκληρος μια τρίχα λεπτή απ’ όπου κρέμεται, φθαρτός και «παρτός», τρεμάμενος ο κόσμος, έρμαιο μιας μοίρας ερμητικής, μιας σταθερής ερήμωσης. «Σπίθα απ’ την επίμονη τριβή / μιας προσμονής και μιας παραίτησης» η ποίησή της, θεοποιεί, μυθοποιεί «το Κάτι», μυθοποιεί ακόμη και «το Τίποτα», ίσα – ίσα «για να μη πάει χαμένο το χαμένο», μπας και μπορέσουν να σωθούν (σα μνήμη έστω) τα μάταια και τα θνησιγενή αυτού του κόσμου, του παρτού: «φύλαγέ μου, Θε μου, τουλάχιστον / όσα έχουν πεθάνει».
[...] Θα ‘θελα κι άλλα πάμπολλα να πω (για την απερίγραπτη ικανότητά της να υποκειμενοποιεί τα άψυχα και να αντικειμενοποιεί τις λέξεις, για τους νεολογισμούς που αβίαστα πλάθει, για τις κορυφώσεις των γνωμικών της στίχων, για την εξοντωτική ειρωνεία και τον αυτοσαρκασμό της, για τη σύμπλεξη των ίδιων θεμάτων – από βιβλίο σε βιβλίο και από ποίημα σε ποίημα – με νέους κάθε φορά συνδυασμούς).

Αντώνης Φωστιέρης, «Κική Δημουλά, Το τελευταίο σώμα μου»
Η λέξη τεύχ. 5, 1981, σ. 402-3

Για το ποιητικό ύφος της Κικής Δημουλά

Το αληθινό θέμα της Δημουλά, και μαζί ο τρόπος της, υπήρξε ανέκαθεν η προσωποποιητική κίνηση της γλώσσας, από τις έννοιες (η φθορά, η λήθη, ο χρόνος, η πίστη, οι αισθήσεις, η πραγματικότητα, η βεβαιότητα, η απάθεια, η πληρότητα, η ομοιότητα, η περιέργεια, η απόσταση, η τύχη, η αναπόληση...), απ’ όλες τις έννοιες που δόθηκαν στο χρήστη της γλώσσας για να ονομάσει τη μοίρα του, σ’ ένα διάλογο μ’ αυτές, σα να ήταν υπαρκτά, ζωντανά όντα. Δημιούργησε έτσι το ποιητικό σχήμα ενός νοητού σύμπαντος κυριολεκτικά πολυφωνικού, το σενάριο ενός εκφραστικού πανδαιμόνιου των ουσιών της σκέψης, μια περιοχή όπου οι έννοιες φορούσαν μάσκες ηρώων και ηρωίδων [...]
Με τούτη την τέχνη η Δημουλά έφτασε στην κατάκτηση ενός ύφους υπερβολικά θελκτικού και τέλεια ζωηρού στις μεταφορικές του δυνατότητες, ενός ύφους επίσης που ζει, δονούμενο, τα πάθη τούτης της προαιώνιας κι ωστόσο πρωτοφανούς έμμονης ιδέας: ότι οι σκέψεις, οι ιδέες, οι έννοιες, οι συμπεριφορές, οι αξίες, τα συναισθήματα, οι κινήσεις, οι διαστάσεις, οι εκφράσεις της βούλησης, - όλα είναι πρόσωπα, μετέχουν ενεργά στο πεπρωμένο του ποιητή με τη ζωή του οποίου τα συνδέει το ρήμα, συνθέτουν έναν πυκνοκατοικημένο κόσμο, ανοιχτό στην αλληγορία και τη διακύμανση, για τον οποίο δεν απαιτείται παρά ένα σκίρτημα του νου.

Ευγένιος Αρανίτσης, «Τι θα φοράς συνεννόηση;», Ελευθεροτυπία, 20-11-1994

Για την ποιητική γλώσσα της Κικής Δημουλά

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Arthur Braginsky

Για την ποιητική γλώσσα της Κικής Δημουλά

[...] Τώρα μου μένει να αναζητήσω τον πιο ευδιάκριτο βηματισμό του θανάτου, - το βήμα προδιαγράφει τις διαθέσεις του, το μέγεθος της νίκης του ή το μέγεθος της ήττας μας. Να τον αναζητήσω.
α) Στο αιχμηρό γλωσσικό όργανο της Δημουλά, στη δημοτικοκαθαρευουσιάνικη σύμμειξη που βάζει τις δύο γραμματικές εκδοχές ν’ αλληλοσφάζονται, στις κωμικοτραγικές μετενδυμασίες των λέξεων («μακροσκελή σκοτάδια»...), που ανοίγουν ολοένα και καινούρια κανάλια στο καρυωτακικό ξεκούρντισμα («σώμα εκ τερρακότας και απορίας μεγάλης», «λογική τεσσάρων παραθύρων», «ευωδιάζει ο ίλιγγος», «εξ ύψους παραφωνία», «μονοκατοικίες ενδόμυχες»), στην ειρωνική χαραγματιά («Οξύ το πρόβλημα των εικοσιτετραώρων», «είμαι ασφαλώς / ένας από τους κύριους λόγους / που είχε η μέρα να βρέξει»), - χαραγματιά που σχίζει την ανάγνωσή μας, όπως ραγίζουνε σ’ ένα στραβοπάτημα τα κόκαλα (υποπτεύομαι πως τα πρώτα κόκαλα που ράγισαν ήταν της Δημουλά). Παράδειγμα: Υπό φθινόπωρον... Υπό, - διότι το φθινόπωρον, που ονειρεύεται ο Αύγουστος να γίνει όταν μεγαλώσει, είναι εκεί ψηλά, στα δέντρα, προς εποπτείαν των διαθέσεών μας. Και λιγότερο ψηλά, μέσα στο πάρκο, είναι αυτή η μαρμάρινη γυναίκα, εξέχουσα λίγο του βάθρου της (ότι δήθεν μπορεί και να ξεφύγει όποτε θέλει από το μάρμαρο), ανάλλαχτη από το χρόνο, ανιαρή, μετρίας νοημοσύνης ίσκιος στον ύπνο ενός εφήβου, - στιγμιαίου εφήβου, σημείου της φθοράς των πραγμάτων, από την οποία παίρνει επιτέλους μια ιδέα το βραδύστροφο άγαλμα, το χωρίς αυτοβιογραφία, αλλά και η ποίηση (αυτοβιογραφία σημαίνει φθορά).
β) Προχωρώ την αναζήτηση (μέχρις εκεί φτάνω) σ’ ένα επόμενο ποίημα,
- Επί τα αυτά:

Νύχτωσε πάλι όπως χθες.
Πάλι όπως χθες νύχτωσε.
Νύχτωσε.
Χθες.
Πάλι.

Εδώ, η ποίηση, ο θεματοφύλακας των λέξεων και της συνουσίας των λέξεων, το μεγαλύτερο θησαυροφυλάκιο δουλεμένων λέξεων του πνεύματος, προσβεβλημένη από μια τρέλα που το χτεσινό κρούσμα της ήταν ο Μπέκετ (ο Ιονέσκο, κατά τη γνώμη μου, τη γλύτωσε με λίγο πυρετό), ειρωνεύεται τα προικιά της, εξοντώνει τον εαυτό της, σχολιάζει με θανάσιμα σχόλια, παίζοντας πέντε ολόκληρους στίχους με τέσσερις νυσταγμένες λέξεις, - ούτε καν λέξεις, λέξεις προπαρασκευαστικές, θα λέγαμε, του ποιήματος, σα να έχει μουγγαθεί ξαφνικά η τραγουδίστρια, σα να ξέχασε τα λόγια και το σκοπό της από ένα όραμα απροσδόκητο θανάτου, κι έντρομη δοκιμάζει και ξαναδοκιμάζει την ακουστική μνήμη της.

Μάριος Μαρκίδης, Είναι και ποτέ, Ερμηνευτική πρόσβαση στα ποιήματα της Κ. Δημουλά, Έρασμος, 1989, σ. 18-19

Για τη συλλογή της Κικής Δημουλά Το Λίγο του Κόσμου (1971)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Ilse Kleyn

Για τη συλλογή της Κικής Δημουλά Το Λίγο του Κόσμου (1971)

Εκείνο όμως που βαραίνει σ’ αυτές τις δύο συλλογές [Επί τα ίχνη, Το Λίγο του Κόσμου] είναι πως με την ποίησή της Κ. Δημουλά, ενώ διατήρησε τα βασικά της χαρακτηριστικά, προσπαθεί να αποτυπώσει μέσα από τις πιο συνηθισμένες εικόνες της καθημερινής ζωής όχι μόνο την ένταση της εσωτερικής της διάθεσης, αλλά και τις διαθλάσεις της. Η συνεχής εναλλαγή ανάμεσα στον κόσμο του συγκεκριμένου και του εσωτερικού θα εξακολουθήσει (λ.χ. «Λερώνει τους απάνω δρόμους ένα βρώμικο σύννεφο / η καθαρή ψυχή κάτω αναβάλλεται πάλι»)˙ τώρα όμως ο στίχος κατορθώνει να μετεωρίζεται, με την ίδια λιτότητα, σε μια κατάσταση διάχυτη και να δημιουργεί την επιδιωκόμενη έκσταση και έξαρση, όπως στο ποίημα:

ΤΑ ΔΕΜΕΝΑ

Η θάλασσα του Σκαραμαγκά είναι δεμένη,
πηχτή. Από τα πετρελαιοφόρα
βγαίνει μαύρος καπνός ακινησίας.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
Η διαδρομή ξεχειλώνει κρεμασμένη στο βλέμμα.
Λερώνει τους απάνω δρόμους ένα βρώμικο σύννεφο,
η καθαρή ψυχή κάτω αναβάλλεται πάλι.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
Το άλογο θα μείνει δεμένο στο δέντρο.
Στο μυαλό μου πολλοί τέτοιοι κόμποι,
πολλά τέτοια δεσίματα.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
Στου αυτοκινήτου τον καθρέφτη
κοιτάζεται ένα ξεροπήγαδο.
Στη γη εδώ – εκεί κάτι φρεσκοσκαμμένο.
Η ίδια φροντίδα
για τους νεκρούς και για τους σπόρους.
Η γη αναρριγεί.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
.........................

(Το λίγο του κόσμου)

Αν θα ‘θελε κανείς να επισημάνει συνοπτικά μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της ποίησής της πριν από τη συλλογή Το τελευταίο σώμα μου, θα μπορούσε να ξεχωρίσει τα εξής: α) Αυστηρή οργάνωση του ποιήματος και προοδευτική ανέλιξή του. β) Στάση, βιωματικά, καβαφική και γλώσσα μικτή, με καθαρευουσιάνικους ακκισμούς, και γυμνή από κάθε έκδηλη συναισθηματική φόρτιση. γ) Διαλεκτική ανάπτυξη του ποιήματος, που ξεκινά συνήθως από το συγκεκριμένο, το υλικό, για να καταλήξει στο αφηρημένο, το εσωτερικό. Σ’ αυτή τη διαλεκτική εναλλαγή του είναι που παίζεται, και κερδίζεται ή χάνεται, το ποίημα. Τεχνική, που, κατά την άποψή μου, αφορμάται από την ποίηση του Παπατσώνη˙ εντούτοις, με την πάροδο του χρόνου και από συλλογή σε συλλογή καλλιεργήθηκε συστηματικά από την Κική Δημουλά και κατέληξε σε προσωπικό επίτευγμα και άθλο. Αν η γραφή αυτή αποφεύγει την ψυχρότητα και λειτουργεί ποιητικά, αυτό, νομίζω, οφείλεται στους μηχανισμούς της «πολλαπλασιαστικής ευαισθησίας» και της «λυρικής αφαίρεσης». Με τον πρώτο όρο εννοώ το πώς η Κ. Δημουλά κατορθώνει, αφορμώμενη από τα πιο ασήμαντα ερεθίσματα, να προκαλεί τη γέννηση του ποιήματος και να το αναπτύσσει με μια δημιουργική προσθετική ικανότητα. Με το δεύτερο, το πώς και πάλι κατορθώνει, στις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ποίησής της, να προχωρεί συμφύροντας τον εξωτερικό κόσμο με τον εσωτερικό, αποτυπώνοντας τις πιο λεπτές αποχρώσεις (βλ. και το απόσπασμα από το ποίημα «Τα δεμένα»).

Τάκης Καρβέλης, «Η ποίηση της “πολλαπλασιαστικής ευαισθησίας” και της “λυρικής αφαίρεσης”», Δεύτερη Ανάγνωση, δοκίμια, Καστανιώτης, 1984, σ. 90-95

Για τη συλλογή της Κικής Δημουλά Επί τα ίχνη (1963)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Ilse Kleyn

Για τη συλλογή της Κικής Δημουλά Επί τα ίχνη (1963)

Η ματιά της, καθώς συναρτά τις εικόνες αυτές στον παλμό της ευαισθησίας της και στον πυρήνα του ποιητικού της στοχασμού, έχει μια ρεαλιστική οξύτητα που κάνει εντύπωση και που συχνά μας επιβάλλεται ποιητικά για την αμεσότητά της και την ολιγολογία της, για κάτι το σφιχτό και το έντονο, που επιτρέπει ακόμη και στην πεζολογία να ενεργήσει δραστικά, μέσα μας. Παράδειγμα, το ποίημα «Πώς έρχομαι σ’ επαφή το πρωί με το δρόμο μου», όπου κάθε περιγραφική λεπτομέρεια μετατρέπεται σε εύρημα με παράλληλη ποιητική σημασία: Εν πρώτοις / αναβιώνουν τα χθεσινά μου βήματα. / Δεξιά, το διαφιλονικούμενο οικόπεδο / κι ο πρώτος μορφασμός της μέρας. / Αριστερά, στην πόρτα / νεόδμητης πολυκατοικίας, / τα κοινόχρηστα: η θυρωρός κι η ατμόσφαιρά της. / Πιο πίσω η εντύπωση: σαγρέδες και απλίκες δίκην άνθους. / Και μέσα, / σε δυνατότητες τριών ή δύο δωματίων, / ή σε συναίσθημα υπογείου, / ο εσωτερικός της κόσμος / στεγασθείς / από εφάπαξ και εισοδήματα ονείρων. Το ποίημα προχωρεί με εξίσου επιτυχημένες «συστοιχίες παραλλήλων εικόνων», όπου η μια είναι πίνακας και η άλλη νόημα, και τελειώνει με την προβολή του απαραίτητου συνοικιακού ανθοπωλείου και φωτογραφείου, «για των μορφών την ανατύπωση: μια έγχρωμη σειρά – χρόνου εν πλω – μετά από μια αναμνηστική περιοδεία του – στη συνοικία μου».
Στο μεταξύ, χαράζεται μέσα μας ένας σαφέστατος κύκλος ζωής, όχι βέβαια ρόδινης. Η Δημουλά ανήκει στην εποχή της – δηλαδή στο σήμερα. Δεν αυταπατάται, ή τουλάχιστο δε θέλει να αυταπατάται. Αλλά, επειδή πολλές δυνάμεις μέσα της την ωθούν με πάθος προς τη ζωή, η προσγειωτική της ψυχολογία γίνεται αφορμή να αισθάνεται τη ζωή σαν κάτι το δυσάρεστο, σα μια κατάσταση που σε προκαλεί να την διασύρεις, να την ψέξεις, να τη σαρκάσεις. Αυτό κάνει και η Δημουλά, σε όλα της σχεδόν τα ποιήματα, και πραγματικά το πετυχαίνει. Δεν έχει, απλώς, διάθεση για σαρκασμό, νοιώθει την ανάγκη του. Κι αυτή η ανάγκη είναι η ποίησή της, συσσωρευμένη κάτω από αλλεπαλλήλους και γραφικά δοσμένους σαρκαστικούς μορφασμούς. Έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε το δέσιμό της με καθαρεύουσα και, ειδικά, με την καβαφική γλώσσα. Όμως, η εσώτατη φύση της Δημουλά είναι λυρική, κι όταν αυτός ο λυρισμός ισοζυγιάζεται με τη σαρκαστική της διάθεση, που – τι παράξενο, έχει βαθείς τόνους συμπόνιας για ό,τι σαρκάζει, μας δίνει απροσδόκητες ποιητικές παραστάσεις: Βρέχει... / μια κυρία εξέχει στη βροχή, / μόνη / πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι. / Κι είναι η βροχή σαν οίκτος, / κι είναι η κυρία αυτή / σα ράγισμα στη γυάλινη βροχή. Η Κική Δημουλά βαδίζει «επί τα ίχνη» του βαθύτερου εαυτού της με βήματα σταθερά, με μια περπατησιά που έχει και κομψότητα και χάρη και στοχασμό. Ο Παλαμάς δεν είναι που είπε κάποια περπατήματα μιλάνε / σα λογάκια, αργά, στοχαστικά;

Ανδρέας Καραντώνης, Μεσημβρινή, 8/11/1963

Για τη συλλογή της Κικής Δημουλά Ερήμην (1958)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Flavia Codsi

Για τη συλλογή της Κικής Δημουλά Ερήμην (1958)

Ερήμην... Ο όρος είναι παρμένος από το λεξιλόγιο των δικαστηρίων. Η δίκη διεξάγεται ερήμην του κατηγορουμένου˙ ο κατηγορούμενος καταδικάζεται ερήμην του, - αθώος κατά κανόνα, οπωσδήποτε αθώος. Εδώ, στα ποιήματα της Κικής Δημουλά, είναι η ζωή που συνιστά αυτό το δικαστήριο. Κι η ζωή, διεξάγεται, συμβαίνει, ερήμην της ποιήτριας.
[...] Έτσι, η ποιήτρια, χωρίς να περάσει από κανένα κατηγορητήριο, από καμία δίκη, βρέθηκε, εξ αιτίας της ιδιοσυγκρασίας της και του απροσαρμόστου της, αλλά και της αδυναμίας της να επαναστατήσει κατά των συμβάσεων, καταδικασμένη να παραμείνει έξω από την πορεία της ζωής, γι’ αυτό και η ζωή συμβαίνει με τους άλλους, και με τους βιαστές της και με τους μακάριους βολεμένους, ερήμην της ποιήτριας:


Ένα κίτρινο φύλλο σου,
φθινόπωρο,
σ’ έναν άνεμο ράθυμο κάθησε
και μ’ ακολούθησε επίμονα.
Το πήρα
και το κρατώ
σαν κάτι συμβολικό από μέρους σου,
σαν φιλικό αντίγραφο,
ίσως σαν ένα «ευχαριστώ»
που διόλου μέρος δεν έλαβα
στο καλοκαίρι τούτο...
Το πήρα
κι εξιχνιάζω
τις φετεινές προθέσεις σου
απέναντί μου.

«Αυτόγραφο»

Είναι φανερή η κατάφαση της ποιήτριας στην ζωή. Αλλ’ εξίσου φανερή κι η αδυναμία της, η έλλειψη τόλμης να παλέψει γι’ αυτή τη συμπόρευση με την ζωή, προτιμώντας τη διάψευση του εαυτού της (στ’ ωραιότερο ποίημα «Παρανομίες») ή την επιβεβλημένη, άνωθεν, πειθώ του χρόνου, - στο «Εν τέλει»:

Έπειτα από γερή
φιλονεικία μεταξύ τους,
να γίνει πιο σύντομη
την είχε πείσει,
πιο τελειωμένη.
Να καταργήσει
τις μακρυγορίες των ονείρων
και να κρατήσει
την ετυμηγορία τους.
Την είχε πείσει.
Ο χρόνος.

Λόγος λιτός, αλλά πυκνός. Λόγος, κι αυτός είναι κι ο πιο δύσκολος να επιτευχθεί, έμμεσος, υπαινικτικός και, ταυτόχρονα, καίριος. Ευαισθησία οξυτάτη ως το νευροπαθές. Παρατηρητικότητα σπάνια επί του πραγματικού κι αναμφισβήτητη ικανότητα να δοθεί πλαστικά το αφηρημένο των συναισθηματικών αποχρώσεων.
Η Κική Δημουλά είναι το σημαντικότατο κέρδος της νεοελληνικής ποιήσεως αυτής της ώρας.

Άρης Δικταίος, «Εγεννήθη ημίν ποιήτρια (Η Κική Δημουλά)», Αναζητητές προσώπου, Φέξης 1963, σ. 109-114
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...