Ο χώρος και ο χρόνος στην ποίηση της Δημουλά
Θα επιμείνω στην έμμονη εικόνα της πτήσης που μου γεννάει η ποίηση της Δημουλά – και που τίποτα δεν έχει να κάνει βέβαια με τις «αναβάσεις στα ύψη του πνεύματος» και άλλα ηχηρά παρόμοια.
[...] Δεν θεωρητικολογεί, δεν περιγράφει˙ αναπαράγει, με γλώσσα αντιαισθηματική, το αίσθημα˙ αποκρυσταλλώνει συλλήψεις διανοητικές, βουτώντας τις πρώτα στη λάβα του βιώματος κι αφήνοντάς τις ύστερα να στεγνώσουν στον αέρα μιας ήρεμης αποδοχής.
Όλα εδώ συντελούνται σα να ‘χουν κιόλας πλήρως συντελεστεί. Ο χώρος χαρτογραφείται εκ των άνω, με μιαν απόσταση που αυξάνει το εύρος του οπτικού πεδίου˙ απόσταση χρόνου, απόσταση πάθους. «Μπαίνει μια νέα απόσταση / ανάμεσα σε μένα και σ’ ό,τι προσβλέπω. / Αλλιώς δε βλέπω. / Θέλω να πω, η όραση, / για να ενωθεί μ’ αυτό που θέλει, / πρέπει να προζήσει / ένα χωρισμό»: χωρισμό από το παρελθόν αλλά και χωρισμό από το μέλλον. Η ελπίδα είναι το εγγόνι του τετελεσμένου. Και, όταν η απώλεια έχει ήδη συμβεί (μα πότε αλήθεια δεν έχει;), τότε καμιά ελπίδα δεν τολμάει να σηκώσει κεφάλι˙ η πρόγευση του μέλλοντος, η γεύση δηλαδή του παρόντος, είναι πάλι η ίδια η απώλεια. «Λες και δε χάνεις γευστικά / χάνοντας μια φορά αυτό που χάνεις, / πρέπει και να προ-χάνεις / από το χέρι του προδήμιου / της προαίσθησης, / της μαρτυριάρας του Επερχόμενου». Στη Δημουλά ο χρόνος παύει να διαιρείται σε πριν, σε τώρα και σε μετά – παύει να τριχοτομείται˙ είναι ολόκληρος μια τρίχα λεπτή απ’ όπου κρέμεται, φθαρτός και «παρτός», τρεμάμενος ο κόσμος, έρμαιο μιας μοίρας ερμητικής, μιας σταθερής ερήμωσης. «Σπίθα απ’ την επίμονη τριβή / μιας προσμονής και μιας παραίτησης» η ποίησή της, θεοποιεί, μυθοποιεί «το Κάτι», μυθοποιεί ακόμη και «το Τίποτα», ίσα – ίσα «για να μη πάει χαμένο το χαμένο», μπας και μπορέσουν να σωθούν (σα μνήμη έστω) τα μάταια και τα θνησιγενή αυτού του κόσμου, του παρτού: «φύλαγέ μου, Θε μου, τουλάχιστον / όσα έχουν πεθάνει».
[...] Θα ‘θελα κι άλλα πάμπολλα να πω (για την απερίγραπτη ικανότητά της να υποκειμενοποιεί τα άψυχα και να αντικειμενοποιεί τις λέξεις, για τους νεολογισμούς που αβίαστα πλάθει, για τις κορυφώσεις των γνωμικών της στίχων, για την εξοντωτική ειρωνεία και τον αυτοσαρκασμό της, για τη σύμπλεξη των ίδιων θεμάτων – από βιβλίο σε βιβλίο και από ποίημα σε ποίημα – με νέους κάθε φορά συνδυασμούς).
Αντώνης Φωστιέρης, «Κική Δημουλά, Το τελευταίο σώμα μου»
Η λέξη τεύχ. 5, 1981, σ. 402-3
Για το ποιητικό ύφος της Κικής Δημουλά
Το αληθινό θέμα της Δημουλά, και μαζί ο τρόπος της, υπήρξε ανέκαθεν η προσωποποιητική κίνηση της γλώσσας, από τις έννοιες (η φθορά, η λήθη, ο χρόνος, η πίστη, οι αισθήσεις, η πραγματικότητα, η βεβαιότητα, η απάθεια, η πληρότητα, η ομοιότητα, η περιέργεια, η απόσταση, η τύχη, η αναπόληση...), απ’ όλες τις έννοιες που δόθηκαν στο χρήστη της γλώσσας για να ονομάσει τη μοίρα του, σ’ ένα διάλογο μ’ αυτές, σα να ήταν υπαρκτά, ζωντανά όντα. Δημιούργησε έτσι το ποιητικό σχήμα ενός νοητού σύμπαντος κυριολεκτικά πολυφωνικού, το σενάριο ενός εκφραστικού πανδαιμόνιου των ουσιών της σκέψης, μια περιοχή όπου οι έννοιες φορούσαν μάσκες ηρώων και ηρωίδων [...]
Με τούτη την τέχνη η Δημουλά έφτασε στην κατάκτηση ενός ύφους υπερβολικά θελκτικού και τέλεια ζωηρού στις μεταφορικές του δυνατότητες, ενός ύφους επίσης που ζει, δονούμενο, τα πάθη τούτης της προαιώνιας κι ωστόσο πρωτοφανούς έμμονης ιδέας: ότι οι σκέψεις, οι ιδέες, οι έννοιες, οι συμπεριφορές, οι αξίες, τα συναισθήματα, οι κινήσεις, οι διαστάσεις, οι εκφράσεις της βούλησης, - όλα είναι πρόσωπα, μετέχουν ενεργά στο πεπρωμένο του ποιητή με τη ζωή του οποίου τα συνδέει το ρήμα, συνθέτουν έναν πυκνοκατοικημένο κόσμο, ανοιχτό στην αλληγορία και τη διακύμανση, για τον οποίο δεν απαιτείται παρά ένα σκίρτημα του νου.
Ευγένιος Αρανίτσης, «Τι θα φοράς συνεννόηση;», Ελευθεροτυπία, 20-11-1994
Θα επιμείνω στην έμμονη εικόνα της πτήσης που μου γεννάει η ποίηση της Δημουλά – και που τίποτα δεν έχει να κάνει βέβαια με τις «αναβάσεις στα ύψη του πνεύματος» και άλλα ηχηρά παρόμοια.
[...] Δεν θεωρητικολογεί, δεν περιγράφει˙ αναπαράγει, με γλώσσα αντιαισθηματική, το αίσθημα˙ αποκρυσταλλώνει συλλήψεις διανοητικές, βουτώντας τις πρώτα στη λάβα του βιώματος κι αφήνοντάς τις ύστερα να στεγνώσουν στον αέρα μιας ήρεμης αποδοχής.
Όλα εδώ συντελούνται σα να ‘χουν κιόλας πλήρως συντελεστεί. Ο χώρος χαρτογραφείται εκ των άνω, με μιαν απόσταση που αυξάνει το εύρος του οπτικού πεδίου˙ απόσταση χρόνου, απόσταση πάθους. «Μπαίνει μια νέα απόσταση / ανάμεσα σε μένα και σ’ ό,τι προσβλέπω. / Αλλιώς δε βλέπω. / Θέλω να πω, η όραση, / για να ενωθεί μ’ αυτό που θέλει, / πρέπει να προζήσει / ένα χωρισμό»: χωρισμό από το παρελθόν αλλά και χωρισμό από το μέλλον. Η ελπίδα είναι το εγγόνι του τετελεσμένου. Και, όταν η απώλεια έχει ήδη συμβεί (μα πότε αλήθεια δεν έχει;), τότε καμιά ελπίδα δεν τολμάει να σηκώσει κεφάλι˙ η πρόγευση του μέλλοντος, η γεύση δηλαδή του παρόντος, είναι πάλι η ίδια η απώλεια. «Λες και δε χάνεις γευστικά / χάνοντας μια φορά αυτό που χάνεις, / πρέπει και να προ-χάνεις / από το χέρι του προδήμιου / της προαίσθησης, / της μαρτυριάρας του Επερχόμενου». Στη Δημουλά ο χρόνος παύει να διαιρείται σε πριν, σε τώρα και σε μετά – παύει να τριχοτομείται˙ είναι ολόκληρος μια τρίχα λεπτή απ’ όπου κρέμεται, φθαρτός και «παρτός», τρεμάμενος ο κόσμος, έρμαιο μιας μοίρας ερμητικής, μιας σταθερής ερήμωσης. «Σπίθα απ’ την επίμονη τριβή / μιας προσμονής και μιας παραίτησης» η ποίησή της, θεοποιεί, μυθοποιεί «το Κάτι», μυθοποιεί ακόμη και «το Τίποτα», ίσα – ίσα «για να μη πάει χαμένο το χαμένο», μπας και μπορέσουν να σωθούν (σα μνήμη έστω) τα μάταια και τα θνησιγενή αυτού του κόσμου, του παρτού: «φύλαγέ μου, Θε μου, τουλάχιστον / όσα έχουν πεθάνει».
[...] Θα ‘θελα κι άλλα πάμπολλα να πω (για την απερίγραπτη ικανότητά της να υποκειμενοποιεί τα άψυχα και να αντικειμενοποιεί τις λέξεις, για τους νεολογισμούς που αβίαστα πλάθει, για τις κορυφώσεις των γνωμικών της στίχων, για την εξοντωτική ειρωνεία και τον αυτοσαρκασμό της, για τη σύμπλεξη των ίδιων θεμάτων – από βιβλίο σε βιβλίο και από ποίημα σε ποίημα – με νέους κάθε φορά συνδυασμούς).
Αντώνης Φωστιέρης, «Κική Δημουλά, Το τελευταίο σώμα μου»
Η λέξη τεύχ. 5, 1981, σ. 402-3
Για το ποιητικό ύφος της Κικής Δημουλά
Το αληθινό θέμα της Δημουλά, και μαζί ο τρόπος της, υπήρξε ανέκαθεν η προσωποποιητική κίνηση της γλώσσας, από τις έννοιες (η φθορά, η λήθη, ο χρόνος, η πίστη, οι αισθήσεις, η πραγματικότητα, η βεβαιότητα, η απάθεια, η πληρότητα, η ομοιότητα, η περιέργεια, η απόσταση, η τύχη, η αναπόληση...), απ’ όλες τις έννοιες που δόθηκαν στο χρήστη της γλώσσας για να ονομάσει τη μοίρα του, σ’ ένα διάλογο μ’ αυτές, σα να ήταν υπαρκτά, ζωντανά όντα. Δημιούργησε έτσι το ποιητικό σχήμα ενός νοητού σύμπαντος κυριολεκτικά πολυφωνικού, το σενάριο ενός εκφραστικού πανδαιμόνιου των ουσιών της σκέψης, μια περιοχή όπου οι έννοιες φορούσαν μάσκες ηρώων και ηρωίδων [...]
Με τούτη την τέχνη η Δημουλά έφτασε στην κατάκτηση ενός ύφους υπερβολικά θελκτικού και τέλεια ζωηρού στις μεταφορικές του δυνατότητες, ενός ύφους επίσης που ζει, δονούμενο, τα πάθη τούτης της προαιώνιας κι ωστόσο πρωτοφανούς έμμονης ιδέας: ότι οι σκέψεις, οι ιδέες, οι έννοιες, οι συμπεριφορές, οι αξίες, τα συναισθήματα, οι κινήσεις, οι διαστάσεις, οι εκφράσεις της βούλησης, - όλα είναι πρόσωπα, μετέχουν ενεργά στο πεπρωμένο του ποιητή με τη ζωή του οποίου τα συνδέει το ρήμα, συνθέτουν έναν πυκνοκατοικημένο κόσμο, ανοιχτό στην αλληγορία και τη διακύμανση, για τον οποίο δεν απαιτείται παρά ένα σκίρτημα του νου.
Ευγένιος Αρανίτσης, «Τι θα φοράς συνεννόηση;», Ελευθεροτυπία, 20-11-1994
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου