Κική Δημουλά
Βιογραφικό Σημείωμα
Το ώριμο έργο της Κικής Δημουλά είναι μια εξαιρετικά στιβαρή και πρωτότυπη έκφραση της σύγκρουσης ανάμεσα στην ύπαρξη και στην ανυπαρξία, ανάμεσα και στην απουσία νοήματος και στη νοσταλγία του. Η ποιητική διαδρομή της χωρίζεται καθαρά σε δύο στάδια. Στο πρώτο, που καλύπτει τις δεκαετίες του 50 και του 60, η Δημουλά προσπαθεί να βρει την προσωπική φωνή της, αφομοιώνοντας τις εμφανείς καβαφικές επιδράσεις της, και να συγκεντρώσει τα ποικίλα μοτίβα της γύρω από μια βαθύτερη διάθεση, που θα γινόταν αργότερα ο πυρήνας του προβληματισμού της. Τα ιδιαίτερα χαρίσματά της – η τολμηρή ως ανατρεπτική, αλλά εντυπωσιακά εναργής και πειστική χρήση της γλώσσας, η ευρηματικότητα των εικόνων της, η ικανότητά της να δημιουργεί ένταση με αφηρημένες λέξεις (συχνά δικής της επινόησης) – γίνονται προοδευτικά όλο και πιο ορατά σ’ αυτή την πρώτη φάση, που περιλαμβάνει τις συλλογές Ποιήματα (1952), Έρεβος (1956), Ερήμην (1958) και Επί τα ίχνη (1963). Έπειτα από μια αρκετά μεγάλη ανάπαυλα, που αποδείχτηκε ότι ήταν διαδικασία εσωτερικής ωρίμανσης, αυτά τα προσόντα παρουσιάζονται στο έπακρο ανεπτυγμένα και αξιοποιημένα με την επόμενη συλλογή της Δημουλά, Το λίγο του κόσμου (1971), με την οποία εγκαινιάζεται η δεύτερη φάση της δημιουργίας της και, από μια άποψη, κορυφώνεται ολόκληρο το έργο της. Ο διάλογος της συνείδησης με τη ματαιότητα, της μνήμης με το φευγαλέο της ύπαρξης, βρίσκει εδώ την καλύτερη ίσως έκφρασή του σε ολόκληρη την ελληνική μεταπολεμική ποίηση, με τη λιτότητα του λόγου να συναγωνίζεται την πρωτοτυπία και τη δραστικότητά του. Χαρακτηριστικό και συνεχώς επανερχόμενο θεματικό στοιχείο σ’ αυτή τη συλλογή – και στα επόμενα έργα της Δημουλά – είναι η φωτογραφία, ως υποστασιοποιημένη μορφή της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στο ον και στο μη ον, στη διάρκεια και στη φθορα˙ ίσως τα ωραιότερα ποιήματα της Δημουλά είναι οι στοχασμοί της πάνω σε φωτογραφίες. Το Λίγο του κόσμου ακολούθησαν οι επίσης σημαντικές συλλογές Το τελευταίο σώμα μου (1981), Χαίρε ποτέ (1988) και Η εφηβεία της λήθης (1994).
Απ’ όλους τους Έλληνες εν ζωή ποιητές, η Κική Δημουλά φαίνεται ότι είναι εκείνη που βρίσκεται πιο κοντά στη δυτική ποιητική και φιλοσοφική παράδοση. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δέκα ξένες γλώσσες.
Δημοσθένης Κούρτοβικ, Έλληνες Μεταπολεμικοί Συγγραφείς, ένας κριτικός οδηγός, εκδ. Πατάκη, 1995 σ. 67-68
Βιογραφικό Σημείωμα
Το ώριμο έργο της Κικής Δημουλά είναι μια εξαιρετικά στιβαρή και πρωτότυπη έκφραση της σύγκρουσης ανάμεσα στην ύπαρξη και στην ανυπαρξία, ανάμεσα και στην απουσία νοήματος και στη νοσταλγία του. Η ποιητική διαδρομή της χωρίζεται καθαρά σε δύο στάδια. Στο πρώτο, που καλύπτει τις δεκαετίες του 50 και του 60, η Δημουλά προσπαθεί να βρει την προσωπική φωνή της, αφομοιώνοντας τις εμφανείς καβαφικές επιδράσεις της, και να συγκεντρώσει τα ποικίλα μοτίβα της γύρω από μια βαθύτερη διάθεση, που θα γινόταν αργότερα ο πυρήνας του προβληματισμού της. Τα ιδιαίτερα χαρίσματά της – η τολμηρή ως ανατρεπτική, αλλά εντυπωσιακά εναργής και πειστική χρήση της γλώσσας, η ευρηματικότητα των εικόνων της, η ικανότητά της να δημιουργεί ένταση με αφηρημένες λέξεις (συχνά δικής της επινόησης) – γίνονται προοδευτικά όλο και πιο ορατά σ’ αυτή την πρώτη φάση, που περιλαμβάνει τις συλλογές Ποιήματα (1952), Έρεβος (1956), Ερήμην (1958) και Επί τα ίχνη (1963). Έπειτα από μια αρκετά μεγάλη ανάπαυλα, που αποδείχτηκε ότι ήταν διαδικασία εσωτερικής ωρίμανσης, αυτά τα προσόντα παρουσιάζονται στο έπακρο ανεπτυγμένα και αξιοποιημένα με την επόμενη συλλογή της Δημουλά, Το λίγο του κόσμου (1971), με την οποία εγκαινιάζεται η δεύτερη φάση της δημιουργίας της και, από μια άποψη, κορυφώνεται ολόκληρο το έργο της. Ο διάλογος της συνείδησης με τη ματαιότητα, της μνήμης με το φευγαλέο της ύπαρξης, βρίσκει εδώ την καλύτερη ίσως έκφρασή του σε ολόκληρη την ελληνική μεταπολεμική ποίηση, με τη λιτότητα του λόγου να συναγωνίζεται την πρωτοτυπία και τη δραστικότητά του. Χαρακτηριστικό και συνεχώς επανερχόμενο θεματικό στοιχείο σ’ αυτή τη συλλογή – και στα επόμενα έργα της Δημουλά – είναι η φωτογραφία, ως υποστασιοποιημένη μορφή της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στο ον και στο μη ον, στη διάρκεια και στη φθορα˙ ίσως τα ωραιότερα ποιήματα της Δημουλά είναι οι στοχασμοί της πάνω σε φωτογραφίες. Το Λίγο του κόσμου ακολούθησαν οι επίσης σημαντικές συλλογές Το τελευταίο σώμα μου (1981), Χαίρε ποτέ (1988) και Η εφηβεία της λήθης (1994).
Απ’ όλους τους Έλληνες εν ζωή ποιητές, η Κική Δημουλά φαίνεται ότι είναι εκείνη που βρίσκεται πιο κοντά στη δυτική ποιητική και φιλοσοφική παράδοση. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δέκα ξένες γλώσσες.
Δημοσθένης Κούρτοβικ, Έλληνες Μεταπολεμικοί Συγγραφείς, ένας κριτικός οδηγός, εκδ. Πατάκη, 1995 σ. 67-68
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου