Γιώργος Ιωάννου «Ομίχλη»
[...] Άλλοτε η πόλη εμφανίζεται χαμένη, περιτυλιγμένη από την ομίχλη ή αναδυομένη μέσα από αυτή σαν μια μυθική και ποιητική φιγούρα. Είναι μια πόλη μητρική, η οποία ανοίγει την υγρή αγκαλιά της για να δεχτεί τον ανήσυχο, γεμάτο άνομες επιθυμίες περιπατητή. Το βύθισμα σε αυτή είναι ανακουφιστικό, μοιάζει μ’ εκείνο μέσα στη μήτρα πριν η γέννηση ανοίξει τον κύκλο της ζωής και του θανάτου: «[...] Η ομίχλη είναι για να βαδίζεις μέσα σ’ αυτήν. Διασχίζεις κάτι που είναι πυκνότερο από αέρας και σε στηρίζει. [...]». Η πόλη διαθλάται μέσα στην ομίχλη. Στα μάτια του αφηγητή όλα αλλάζουν μορφή καθώς χάνονται μέσα στην αχλύ: «[...] Η ομίχλη ήταν ακόμα πιο γλυκιά, όταν την ψιλοκεντούσε εκείνη η βροχή, η [...]
Καθώς ο αφηγητής περιπλανάται στην υγρή και αχνή πολιτεία, η ομίχλη παίρνει εξωπραγματικές διαστάσεις. Από απλό κλιματολογικό φαινόμενο, σύνηθες για την πόλη αυτή, παραπέμπει στο χώρο του ονείρου και της ψευδαίσθησης. Η ομίχλη εσωτερικοποιείται από τον αφηγητή, για να ταυτιστεί με τα όνειρά του και τις προσωπικές του ψευδαισθήσεις: «[...] Δε θυμάμαι από που ερχόταν εκείνη η ομίχλη˙ μάλλον κατέβαινε από ψηλά. Τώρα, πάντως, ξεκινάει βαθιά απ’ τα όνειρα. [...]». Η εσωτερικοποίηση προχωρεί τόσο ώστε ο αφηγητής γίνεται ένα με αυτή. Το σκηνικό δεν μοιάζει με πραγματικό. Οι διαθλάσεις που δημιουργεί η ομίχλη προκαλούν ρωγμές στο χώρο και στο χρόνο. Ο αφηγητής «ταξιδεύει» μέσα απ’ αυτές τις ρωγμές για να συναντηθεί με σκιές του θανάτου: «[...] Πίσω απ’ τα τζάμια διαβαίναν αράδα οι σκιές αυτών, που τώρα έχουν πεθάνει. Κολλούσαν το μούτρο τους για μια στιγμή στο θαμπό τζάμι κι άλλοι έμπαιναν μέσα, ενώ άλλοι τραβούσαν ανατολικά για τον Πύργο του Αίματος. Κι αν δεν μου έγνεφε κανείς, έβγαινα κι ακολουθούσα μια σκιά, που ποτέ δεν μπορούσα να προφτάσω. [...]». Η πόλη τυλιγμένη στην ομίχλη γίνεται μακρινή, απόκοσμη, γεμάτη σκιές που γλιστράνε στους δρόμους, που κι αυτοί με τη σειρά τους δε μοιάζουν με τους παλιούς, έχουν ξεθωριάσει από το χρόνο και τη φθορά. Μια παρακμή κι ένας θάνατος περιβάλλει τους δρόμους και τα δρομάκια στα οποία περπατά ο αφηγητής ακολουθώντας αυτές τις σκιές. Ώσπου φτάνει στην Πορτάρα, απ’ όπου του γνέφουν οι σκιές για να περάσει. Εκείνος, όμως, μένει έξω, μόνος μέσα στην ομίχλη και στη νύχτα, για να ξαναγυρίσει, μετά την περιπλάνησή του στα μονοπάτια του θανάτου, στην άλλη την πόλη, εκείνη της ζωής, όπου τον περιμένουν τα τραμ, τα φώτα, η κίνηση, οι άνθρωποι.
Έλενα Χουζούρη, Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου, Περιπλάνηση στο χώρο και το χρόνο, Αθήνα 1995, εκδ. Πατάκη, σελ. 77-78.
Δείτε επίσης:
Κοινωνικά προβλήματα στα διηγήματα του Ιωάννου (Η μόνη κληρονομιά)
[...] Άλλοτε η πόλη εμφανίζεται χαμένη, περιτυλιγμένη από την ομίχλη ή αναδυομένη μέσα από αυτή σαν μια μυθική και ποιητική φιγούρα. Είναι μια πόλη μητρική, η οποία ανοίγει την υγρή αγκαλιά της για να δεχτεί τον ανήσυχο, γεμάτο άνομες επιθυμίες περιπατητή. Το βύθισμα σε αυτή είναι ανακουφιστικό, μοιάζει μ’ εκείνο μέσα στη μήτρα πριν η γέννηση ανοίξει τον κύκλο της ζωής και του θανάτου: «[...] Η ομίχλη είναι για να βαδίζεις μέσα σ’ αυτήν. Διασχίζεις κάτι που είναι πυκνότερο από αέρας και σε στηρίζει. [...]». Η πόλη διαθλάται μέσα στην ομίχλη. Στα μάτια του αφηγητή όλα αλλάζουν μορφή καθώς χάνονται μέσα στην αχλύ: «[...] Η ομίχλη ήταν ακόμα πιο γλυκιά, όταν την ψιλοκεντούσε εκείνη η βροχή, η [...]
Καθώς ο αφηγητής περιπλανάται στην υγρή και αχνή πολιτεία, η ομίχλη παίρνει εξωπραγματικές διαστάσεις. Από απλό κλιματολογικό φαινόμενο, σύνηθες για την πόλη αυτή, παραπέμπει στο χώρο του ονείρου και της ψευδαίσθησης. Η ομίχλη εσωτερικοποιείται από τον αφηγητή, για να ταυτιστεί με τα όνειρά του και τις προσωπικές του ψευδαισθήσεις: «[...] Δε θυμάμαι από που ερχόταν εκείνη η ομίχλη˙ μάλλον κατέβαινε από ψηλά. Τώρα, πάντως, ξεκινάει βαθιά απ’ τα όνειρα. [...]». Η εσωτερικοποίηση προχωρεί τόσο ώστε ο αφηγητής γίνεται ένα με αυτή. Το σκηνικό δεν μοιάζει με πραγματικό. Οι διαθλάσεις που δημιουργεί η ομίχλη προκαλούν ρωγμές στο χώρο και στο χρόνο. Ο αφηγητής «ταξιδεύει» μέσα απ’ αυτές τις ρωγμές για να συναντηθεί με σκιές του θανάτου: «[...] Πίσω απ’ τα τζάμια διαβαίναν αράδα οι σκιές αυτών, που τώρα έχουν πεθάνει. Κολλούσαν το μούτρο τους για μια στιγμή στο θαμπό τζάμι κι άλλοι έμπαιναν μέσα, ενώ άλλοι τραβούσαν ανατολικά για τον Πύργο του Αίματος. Κι αν δεν μου έγνεφε κανείς, έβγαινα κι ακολουθούσα μια σκιά, που ποτέ δεν μπορούσα να προφτάσω. [...]». Η πόλη τυλιγμένη στην ομίχλη γίνεται μακρινή, απόκοσμη, γεμάτη σκιές που γλιστράνε στους δρόμους, που κι αυτοί με τη σειρά τους δε μοιάζουν με τους παλιούς, έχουν ξεθωριάσει από το χρόνο και τη φθορά. Μια παρακμή κι ένας θάνατος περιβάλλει τους δρόμους και τα δρομάκια στα οποία περπατά ο αφηγητής ακολουθώντας αυτές τις σκιές. Ώσπου φτάνει στην Πορτάρα, απ’ όπου του γνέφουν οι σκιές για να περάσει. Εκείνος, όμως, μένει έξω, μόνος μέσα στην ομίχλη και στη νύχτα, για να ξαναγυρίσει, μετά την περιπλάνησή του στα μονοπάτια του θανάτου, στην άλλη την πόλη, εκείνη της ζωής, όπου τον περιμένουν τα τραμ, τα φώτα, η κίνηση, οι άνθρωποι.
Έλενα Χουζούρη, Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου, Περιπλάνηση στο χώρο και το χρόνο, Αθήνα 1995, εκδ. Πατάκη, σελ. 77-78.
Δείτε επίσης:
Κοινωνικά προβλήματα στα διηγήματα του Ιωάννου (Η μόνη κληρονομιά)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου