Διάκριση Μοντερνισμού – Πρωτοποριών
«[…] Ο λογοτεχνικός και καλλιτεχνικός Μοντερνισμός είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο φαινόμενο, το οποίο αγκαλιάζει πολλά ρεύματα, ποικίλες σχολές, διαφορετικές τάσεις, κάποτε διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους, παρά το γεγονός ότι ανιχνεύονται κοινοί στόχοι, έστω και μη συνειδητοποιημένοι κάποτε, που υφέρπουν κάτω από την πολλαπλότητα των εκφάνσεών του.
Στο σημείο αυτό, είναι ίσως αναγκαία η διάκριση ανάμεσα στο γενικότερο φαινόμενο του μοντερνισμού και το κάπως ειδικότερο του “αβανγκαρντισμού”, της πρωτοπορίας, όπως συνηθίσαμε να το αποκαλούμε, το οποίο αναπτύσσεται μέσα στους κόλπους του πρώτου, στις αρχές του αιώνα μας, εκεί γύρω στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τα κινήματα της avant-garde των οποίων τα προγράμματα δεν περιορίζονται στη σφαίρα της αισθητικής, αλλά εξαπλώνονται —άτυπα, βέβαια— και σε άλλες περιοχές, της φιλοσοφίας, της κοινωνιολογίας και της πολιτικής ακόμη, είναι, κατά κανόνα, άκρως ριζοσπαστικά και διασαλπίζονται με τρόπο εκρηκτικό και απόλυτο. Μέσα στους κόλπους της πρωτοπορίας, ωστόσο, εντοπίζονται τάσεις οι οποίες συχνά είναι διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους. Λόγου χάριν, η λατρεία του πρωτόγονου, του μυθικού και του εξωτικού, συνυπάρχει με τη λατρεία της μηχανής (που αποτέλεσε θεμελιώδη άξονα του Φουτουρισμού) και γενικότερα με τον ευαγγελισμό ενός Γενναίου Νέου Κόσμου. Η avant-garde, εξάλλου, κυρίως μέσα από τα κινήματα του Ντανταϊσμού και του πρώιμου Υπερρεαλισμού, ευαγγελίζεται, όπως είναι γνωστό, τη στενή σύνδεση της τέχνης με τη ζωή, τη διάλυση της τέχνης μέσα στη ζωή, την εξαφάνιση της τέχνης μέσα σε μια πλήρως αισθητικοποιημένη ζωή - όσο δονκιχωτικό κι αν ακούγεται σήμερα ένα τέτοιο πρόγραμμα.
Σε αντίθετη κατεύθυνση, ασφαλώς, κινούνται άλλα ρεύματα του μοντερνισμού. Τα ρεύματα της πεζογραφίας, επί παραδείγματι, που ορίζονται από μεγάλες φυσιογνωμίες, όπως ο Τζόις, η Γουλφ, ο Μούζιλ, ή της ποίησης, με οδόσημα τον Έλιοτ και τον Πάουντ, κινούνται στην τροχιά ενός ακραίου ελιτισμού, μιας σκανδαλώδους αδιαφορίας για τις επικοινωνιακές δυνατότητες της λογοτεχνίας ως ποιητικής πράξης και ως αισθητικού προγράμματος. Είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να παρακολουθήσουμε σήμερα την ιστορική εξέλιξη, βήμα προς βήμα, των διαφόρων τάσεων και σχολών του μοντερνιστικού κινήματος, ιδίως στον τομέα των εικαστικών τεχνών.
Το βέβαιο είναι πως μέσα σε ένα σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα, αν το υπολογίσουμε με τα μέτρα της Ιστορίας, οι σχολές διαδέχονται η μια την άλλη με ιλιγγιώδη ρυθμό· όμως είναι βέβαιο, πως η κάθε νεοεμφανιζόμενη σχολή κατηγορεί την προηγούμενη για διστακτικότητα και ατολμία, οδηγώντας τις αναζητήσεις της ακόμα πιο πέρα, ως την ακραία τους
συνέπεια».
(Σπύρος Τσακνιάς, 1996, «Το στοίχημα του μοντερνισμού», Μοντερνισμός: Η ώρα της αποτίμησης; Σειρά διαλέξεων, Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού πολιτισμού και γενικής παιδείας, Σχολή Μωραΐτη, σελ. 159-160)
«[…] Ο λογοτεχνικός και καλλιτεχνικός Μοντερνισμός είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο φαινόμενο, το οποίο αγκαλιάζει πολλά ρεύματα, ποικίλες σχολές, διαφορετικές τάσεις, κάποτε διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους, παρά το γεγονός ότι ανιχνεύονται κοινοί στόχοι, έστω και μη συνειδητοποιημένοι κάποτε, που υφέρπουν κάτω από την πολλαπλότητα των εκφάνσεών του.
Στο σημείο αυτό, είναι ίσως αναγκαία η διάκριση ανάμεσα στο γενικότερο φαινόμενο του μοντερνισμού και το κάπως ειδικότερο του “αβανγκαρντισμού”, της πρωτοπορίας, όπως συνηθίσαμε να το αποκαλούμε, το οποίο αναπτύσσεται μέσα στους κόλπους του πρώτου, στις αρχές του αιώνα μας, εκεί γύρω στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τα κινήματα της avant-garde των οποίων τα προγράμματα δεν περιορίζονται στη σφαίρα της αισθητικής, αλλά εξαπλώνονται —άτυπα, βέβαια— και σε άλλες περιοχές, της φιλοσοφίας, της κοινωνιολογίας και της πολιτικής ακόμη, είναι, κατά κανόνα, άκρως ριζοσπαστικά και διασαλπίζονται με τρόπο εκρηκτικό και απόλυτο. Μέσα στους κόλπους της πρωτοπορίας, ωστόσο, εντοπίζονται τάσεις οι οποίες συχνά είναι διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους. Λόγου χάριν, η λατρεία του πρωτόγονου, του μυθικού και του εξωτικού, συνυπάρχει με τη λατρεία της μηχανής (που αποτέλεσε θεμελιώδη άξονα του Φουτουρισμού) και γενικότερα με τον ευαγγελισμό ενός Γενναίου Νέου Κόσμου. Η avant-garde, εξάλλου, κυρίως μέσα από τα κινήματα του Ντανταϊσμού και του πρώιμου Υπερρεαλισμού, ευαγγελίζεται, όπως είναι γνωστό, τη στενή σύνδεση της τέχνης με τη ζωή, τη διάλυση της τέχνης μέσα στη ζωή, την εξαφάνιση της τέχνης μέσα σε μια πλήρως αισθητικοποιημένη ζωή - όσο δονκιχωτικό κι αν ακούγεται σήμερα ένα τέτοιο πρόγραμμα.
Σε αντίθετη κατεύθυνση, ασφαλώς, κινούνται άλλα ρεύματα του μοντερνισμού. Τα ρεύματα της πεζογραφίας, επί παραδείγματι, που ορίζονται από μεγάλες φυσιογνωμίες, όπως ο Τζόις, η Γουλφ, ο Μούζιλ, ή της ποίησης, με οδόσημα τον Έλιοτ και τον Πάουντ, κινούνται στην τροχιά ενός ακραίου ελιτισμού, μιας σκανδαλώδους αδιαφορίας για τις επικοινωνιακές δυνατότητες της λογοτεχνίας ως ποιητικής πράξης και ως αισθητικού προγράμματος. Είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να παρακολουθήσουμε σήμερα την ιστορική εξέλιξη, βήμα προς βήμα, των διαφόρων τάσεων και σχολών του μοντερνιστικού κινήματος, ιδίως στον τομέα των εικαστικών τεχνών.
Το βέβαιο είναι πως μέσα σε ένα σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα, αν το υπολογίσουμε με τα μέτρα της Ιστορίας, οι σχολές διαδέχονται η μια την άλλη με ιλιγγιώδη ρυθμό· όμως είναι βέβαιο, πως η κάθε νεοεμφανιζόμενη σχολή κατηγορεί την προηγούμενη για διστακτικότητα και ατολμία, οδηγώντας τις αναζητήσεις της ακόμα πιο πέρα, ως την ακραία τους
συνέπεια».
(Σπύρος Τσακνιάς, 1996, «Το στοίχημα του μοντερνισμού», Μοντερνισμός: Η ώρα της αποτίμησης; Σειρά διαλέξεων, Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού πολιτισμού και γενικής παιδείας, Σχολή Μωραΐτη, σελ. 159-160)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου