Harold Shull
Τάσος Λειβαδίτης
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης, τελευταίος γιος του Λύσανδρου και της Βασιλικής, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1922 και πέθανε τον Οκτώβριο του 1988. Διώχτηκε για την πολιτική δραστηριότητά του στο χώρο της αριστεράς. Η συλλογή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» κατά την τετραετία 1948-1952 θεωρήθηκε «κήρυγμα ανατρεπτικό» και κατασχέθηκε. Από το 1954 εργαζόταν στην εφημερίδα Αυγή ως κριτικός ποίησης. Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα, με το ποίημα Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη. Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο Μάχη στην άκρη της νύχτας. Στίχοι του μελοποιήθηκαν από το Μίκη Θεοδωράκη (Δραπετσώνα, Τα Λυρικά) και ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινέζικα και Αγγλικά. Έγραψε ακόμη με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών Ο θρίαμβος και Η συνοικία το όνειρο. Ο Τάσος Λειβαδίτης τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο παγκόσμιο φεστιβάλ νεολαίας της Βαρσοβίας για τη συλλογή Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου. Πήρε ακόμη το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων για τη Συμφωνία αρ. 1, το δεύτερο κρατικό βραβείο ποίησης για το Βιολί για μονόχειρα και το πρώτο κρατικό βραβείο ποίησης για τη συλλογή Εγχειρίδιο ευθανασίας.
Έγραψε τις ποιητικές Συλλογές: Μάχη στην άκρη της νύχτας (1952), Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας (1952), Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου (1953), Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο (1956), Συμφωνία αρ. 1 (1957), Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια (1958), Καντάτα (1960), 25η ραψωδία της Οδύσσειας (1963), Οι τελευταίοι (1966), Νυχτερινός επισκέπτης (1972), Σκοτεινή πράξη (1974), Οι τρεις (1975), Ο διάβολος με το κηροπήγιο (1975), Βιολί για μονόχειρα (1977), Ανακάλυψη (1978), Ποιήματα 1958-1963 (1978), Εγχειρίδιο ευθανασίας (1979), Ο τυφλός με το λύχνο (1983), Βιολέτες για μια εποχή (1985), Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα (1987) και Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου (1990: εκδόθηκε μετά το θάνατο του ποιητή).
Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη χαρακτηρίζεται από μια απαράμιλλη αυθεντικότητα. Εκφράζει τον εσωτερικό του κόσμο, την αισιοδοξία ή την απαισιοδοξία, τις υπαρξιακές αγωνίες του. Στις πρώτες του ποιητικές συλλογές είναι έντονη μια επαναστατική διάθεση εξαιτίας της στράτευσής του στην αριστερά. Αργότερα αυτή θα μειωθεί ή θα μεταλλαχθεί σ’ έναν ατέρμονα θρήνο για πόθους που δεν εκπληρώθηκαν, για αλλαγές που δεν έγιναν, για έρωτες και μοναξιά, για έναν κόσμο που πορεύεται προς την τρέλα μέσα σ’ ένα σκληρό σύστημα κοινωνικών ανισοτήτων.
Η κριτική για το έργο του
«Τέλος όσον αφορά στον Τάσο Λειβαδίτη, ιδιαίτερα στους δύο τελευταίους τόμους του έργου του οι οποίοι περιέχουν την μετά το 1972 προσφορά του, απαλλαγμένος πλήρως από τις όποιες “στρατεύσεις” του παρελθόντος, διατηρώντας όμως μέσα από μια νοσταλγική προσήλωση αρυτίδωτο το όραμα εκείνης της ηρωικής εποχής της νεότητας, μας δίνει μια ποίηση υπερβατική, στις σελίδες της οποίας καταθέτει τον πόνο του ένας κόσμος ετερόκλητων “καταραμένων” με κοινό παρανομαστή του την μοναξιά, το συναίσθημα του ματαιωμένου, καθώς και μια ερωτική ερημιά, η οποία καθίσταται, μέσα από τη συμβολοποίησή της, απερίγραπτα τραγική. Ένας κόσμος βυθισμένος σε έναν λαβύρινθο φορτισμένο με τις πληγές, αφ’ ενός της ηλικίας που τόσο τον σημάδεψε (της παιδικής), κι από τη θλίψη αφ’ ετέρου, για ό,τι δεν του επετράπη στη συνέχεια, μέσα σε αυτό το σκληρό σύστημα των κοινωνικών αξιών, με τις περίεργες ταξικές του διαρθρώσεις. Ένας κόσμος, που τον διατρέχει μια αποπνιχτική αίσθηση του τέλους, καθώς και μια ιδιόρρυθμη παραφροσύνη, μέσα στη δίνη της οποίας τα άτομα διατηρούν τη δική τους σχέση με την ηθική, καθώς και μια “ψυχική γεωγραφία”, στους κόλπους της οποίας λαμβάνουν χώρα αφανείς καθημερινοί φόνοι και μεγάλα αινιγματικά παιχνίδια, ουσιαστικά βαπτισμένα στην τρέλα. Όλα αυτά τα στοιχεία δεν συνθέτουν παρά ένα έργο, που πέρα από εξαιρετικό σύνολο έμπνευσης, μεγαλόπνοης σκέψης και συναισθήματος, αποτελεί ταυτοχρόνως και υπόδειγμα επίμονης επεξεργασίας και εξέλιξης, μέσα στην πορεία του …».
(Γιώργος Μαρκόπουλος, «Σημαντικές στιγμές της ποίησής μας κατά τον αιώνα που πέρασε», Η λέξη, 157, Αθήνα, 2000, σελ. 384)
«Όμως στον ρομαντισμό - και στον Λειβαδίτη- το κυνήγι της ευτυχίας γίνεται από και για τον συγγραφέα, προσωπικά. Βέβαια η αναζήτηση της τελειότητας, η επιδίωξη του ανέφικτου, ο πόθος του ανεκπλήρωτου, οδηγούν σχεδόν πάντα στην συντριβή, αλλά όχι στην παραίτηση, όχι στην ανέκκλητη παραδοχή της ήττας, αφού η πραγμάτωση της ποίησης αναιρεί την ίδια την ήττα. Έτσι, μέσα στον ρομαντισμό του Τάσου Λειβαδίτη το όνειρο παραμένει το ζητούμενο, ενώ η συντριβή γίνεται κι αυτή στοιχείο της ζωής, στοιχείο που η ζωή το ενσωματώνει και το υπερβαίνει. Αν όμως όλα αυτά γίνονται από και για το συγγραφικό υποκείμενο, στον Λειβαδίτη, όπως και σ’ όλους τους μεγάλους ποιητές, το συγγραφικό εγώ δεν συρρικνώνεται σε μια αυτάρκη και αυτάρεσκη λατρεία του εαυτού του, αλλά διαστέλλεται έτσι ώστε να μας χωρέσει όλους....».
(Τίτος Πατρίκιος, «Οι πολλαπλοί κόσμοι του Τάσου Λειβαδίτη», Η λέξη, 130, 1995, σελ. 717)
«Η ποίηση του Λειβαδίτη είναι δυνατόν να διακριθεί, γενικά, σε τρεις περιόδους. Όταν, το 1965, εκδίδει τον πρώτο συγκεντρωτικό τόμο ποιημάτων του, που καλύπτουν την περίοδο 1952-1963, υπάρχουν ήδη ευδιάκριτες δύο φάσεις, απ’ τις οποίες πέρασε η ποίηση αυτή. Το 1957, με τη Συμφωνία αρ. 1, παρατηρείται μια ενδοστρέφεια [...]. Η διάθεση μιας μελαγχολικής ενδοστρέφειας επιτείνεται με την έκδοση των επόμενων βιβλίων: Οι γυναίκες με τα αλογίσια μάτια (1958), Καντάτα (1960), 25η ραψωδία της Οδύσσειας (1963) [...].
Στην Καντάτα, όπου (ανάμεσα στ’ άλλα) περιγράφεται το μαρτύριο και η γενναιότητα του «ανθρώπου με το κασκέτο», εκεί που, ύστερα από πολλά μερόνυχτα βασάνων, ακούει κάποιον να βογκάει στο διπλανό κελί και σηκώνει το ανήμπορο χέρι του κι αρχίζει, μισοπεθαμένος σχεδόν, να χτυπάει τον τοίχο, το κάνει «όπως αιώνες τώρα, συνηθούν μέσα στην ερημιά τους οι τρελοί κι οι φυλακισμένοι» […].
Στην Καντάτα ο αγωνιστής «άνθρωπος με το κασκέτο» είναι στιγμές, όπου υποδύεται, θα έλεγα, το ρόλο του Ιησού. Και συγχέονται έτσι οι χώροι των στρατοδικείων του Εμφυλίου και του “συμβουλίου” των Εβραίων γραμματέων και πρεσβυτέρων: «Κι οι δικαστές, μόλις εκείνος μπήκε, σκύψαν και κάτι μίλησαν μεταξύ τους. / Και τον ερώτησαν: Είστε πολλοί; / Κι αυτός, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν’ απαντήσει, έδειξε έξω απ’ το παράθυρο,/ το πλήθος./ Κι οι δικαστές φώναξαν: τι χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων;/ Και θυμήθηκαν, τότε, πως τούτος ο λόγος είχε, κάποτε, πριν πολλάχρόνια, ξανά ειπωθεί./ Και τους πήρε φόβος μεγάλος». Συγχρόνως όμως ο ποιητής βλέπει ότι, εκεί που βάζει τον άνθρωπο με το κασκέτο να δείχνει το πλήθος, δεν υπάρχει πλήθος».
(Μ. Μερακλής, «Συμβολή στην αποκατάσταση μιας διασπασμένης ενότητας», Η λέξη, ό.π., σελ. 746, 749,754)
«Η Καντάτα (1960) θα επιχειρήσει μια νέου επιπέδου σύνθεση. Θα επιδιώξει την πολυφωνία του ατομικού, αλλά και την ισορροπία της με το συλλογικό, όπως το αντιπροσωπεύουν οι χοροί ανδρών και γυναικών. Η δράση εξελίσσεται πάλι σε μια συνοικία, με φανερές όμως πολύ πλατιές προεκτάσεις στο χώρο και τον χρόνο, τον εθνικό, αλλά και τον πανανθρώπινο, ιδιαίτερα στην βιβλική αφήγηση του Ανθρώπου με το κασκέτο, σύμβολο της αιώνιας προσφοράς και την θυσίας. Πρόκειται για την τελευταία μεγάλη τοιχογραφία του Λειβαδίτη».
(Σόνια Ιλίνσκαγια, «Όψεις της γενέθλιας πόλης», Η λέξη, ό.π., σελ. 742)
«Χαρακτηριστικό δείγμα της συνέχειας του αγώνα αποτελεί ο ήρωας της Καντάτας (1960). Ζώντας σε μια κοινωνία στέρησης και δυστυχίας έρχεται αντιμέτωπος με τους κυρίαρχους μηχανισμούς του αστικού καθεστώτος. Οι «άντρες με τις καπαρντίνες και τις χαμηλωμένες ρεπούμπλικες» τον συλλαμβάνουν και τον φυλακίζουν. Αντιπροσωπεύουν έναν από τους πολλούς Αντίμαχους που θα συναντήσουμε στην Καντάτα. Πρόκειται για τα εκτελεστικά όργανα της εξουσίας, τα οποία με τις «καπαρντίνες» και τα «τυφλά τους μάτια» αποτελούν στερεότυπα αναπαράστασης των καταδιωκτικών αρχών. Ο ήρωας μεταφέρεται σε ένα κελί όπου βασανίζεται για να αποκαλύψει τα όπλα, τα οποία κατά την αντίληψη των ανακριτών θα στρέψει εναντίον της εξουσίας. Τα βασανιστήρια συνεχίζονται σαράντα μέρες […].
Ο πρωταγωνιστής μαζί με άλλους δύο στήνονται μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Δύο στοιχεία προβάλλονται εδώ: η περιφρόνηση του θανάτου και η γνώση της μελλοντικής δικαίωσης. Σε μια στιγμή λίγων δευτερολέπτων το υποκείμενο οραματίζεται το μέλλον, τότε που θα δικαιωθούν όσοι θυσιάστηκαν. Αλλά και στο φυσικό επίπεδο υπάρχουν σημάδια που δηλώνουν τη μελλοντική δικαίωση του ήρωα. Η εκτέλεσή του γίνεται την άνοιξη. Η άνοιξη σε σημασιακό επίπεδο σημαίνει τη φυσική αναγέννηση και κατ’ επέκταση τη συνέχεια της ζωής. Ο θάνατος ακόμη τον βρίσκει τη στιγμή που βγαίνει ένας ολόλαμπρος ήλιος. Η φύση επομένως δηλώνει ότι με τον θάνατό του ο ήρωας γίνεται πρόξενος μιας νέας ζωής και ότι κάποτε θα έλθει η δικαίωση [...]».
(Απόστ. Μπενάτσης, «Οι ποιητικοί μετασχηματισμοί και το ενιαίο σύμπαν στο έργο
του Τάσου Λειβαδίτη», Η λέξη, ό.π., σελ. 761)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου