Αλέξανδρος Κοτζιάς
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1926 και πέθανε το 1992. Έζησε άνετα παιδικά χρόνια, που τα διαδέχτηκαν, στην περίοδο του Πολέμου και της Κατοχής, χρόνια ανέχειας και αντίξοων καταστάσεων. Το Νοέμβριο του 1944 αρρώστησε από φυματίωση και στη διάρκεια των Δεκεμβριανών λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε το σπίτι της οικογένειάς του. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο διάστημα 1948-1952. Ασχολήθηκε από νεαρή ηλικία με τη δημοσιογραφία, συνεχίζοντας να την υπηρετεί ως το 1982. Από το 1961 ως το 1967 ήταν υπεύθυνος της φιλολογικής σελίδας της εφημερίδας “Μεσημβρινή ”, στο διάστημα 1971-1972 ήταν βιβλιοκριτικός στην εφημερίδα “Το Βήμα” και από το 1975 ως το 1982 είχε την επιμέλεια του ένθετου “Φιλολογική Καθημερινή”. Το 1968 συνυπέγραψε τη δήλωση των δεκαοχτώ συγγραφέων κατά του δικτατορικού καθεστώτος και υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας που παρουσίασε τα Δεκαοχτώ κείμενα (1970), τα Νέα Κείμενα Ι (1970) και τα Νέα Κείμενα ΙΙ (1971) και διατέλεσε μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Η Συνέχεια (1973). Εργάστηκε στο γραφείο τύπου της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο και στη Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών (1974-1981).
Πρωτοδημοσίευσε σε νεαρή ηλικία ένα διήγημα στο περιοδικό Μαθητικά Γράμματα (1943) και δέκα χρόνια αργότερα το πρώτο του μυθιστόρημα, Η πολιορκία. Παράλληλα άρχισε να μεταφράζει λογοτεχνικά κείμενα, κυρίως έργα κλασικά. Το έργο του περιλαμβάνει μυθιστορήματα, θεατρικά κείμενα, κριτικά δοκίμια, ιστορικά αφηγήματα και μεταφράσεις. Μυθιστορήματα: Πολιορκία (1953), Μια σκοτεινή υπόθεση (1954), Ο Εωσφόρος (1959), Η απόπειρα (1964), Ο Γενναίος Τηλέμαχος (1972), Αντιποίησις αρχής (α΄ 1979), Φανταστική περιπέτεια (α΄ 1985), Ιαγουάρος (1987). Θεατρικά: Ενοικιάζεται δωμάτιον μετ’ επίπλων (1962). Κριτικά δοκίμια: Μεταπολεμικοί πεζογράφοι (1982), Αφηγηματικά (1984), Δοκιμιακά και άλλα (1986). Ιστορικά αφηγήματα: Ο Εθνικός διχασμός (1984), Η δίκη των έξι (1975), Η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών (1975). Μεταφράσεις: Φ. Ντοστογιέφσκι, Οι φτωχοί (1954), Μια αξιοθρήνητη ιστορία (1954), Άρθουρ Κέσλερ, Το μηδέν και το άπειρον (1960), Ο κομισάριος και ο γιόγκι (1962), Φραντς Κάφκα, Η δίκη (1961), Ο πύργος (1964), Τσέζαρε Παβέζε, Ο διάβολος στους λόφους (1969), Ν. Γκατζογιάννης, Ελένη (1983) κ.ά.
Η κριτική για το έργο του
«Τα έξι πρώτα μυθιστορήματα του Αλ. Κοτζιά αντλούν τη θεματική τους από τη νεοελληνική ιστορία της περιόδου 1943-1973. Αυτό και μόνο το γεγονός είναι αρκετό για να χαρακτηριστεί ο Αλ. Κοτζιάς ως πολιτικός μυθιστοριογράφος. Στόχος του δεν είναι απλά και μόνο η αντικειμενική αναπαράσταση ενός γεγονότος, αλλά κυρίως ο αντίκτυπός του σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, καθώς επίσης και η ανίχνευση των χώρων όπου δρουν οι ποικιλώνυμες δυνάμεις που στηρίζουν την εκάστοτε εξουσία. Ό,τι θεωρείται αήθες και ηθικά απαράδεκτο, αποκαλύπτεται πίσω από τις πιο αθώες φαινομενικά αποφάσεις. Αυτός ο κόσμος που κινείται μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σε οποιοδήποτε καθεστώς, είναι στερημένος από ό,τι μάταια θα αναζητούσε ο αναγνώστης ως πολιτική συνείδηση
[...]. Η έννοια του ‘κακού’ παρουσιάζεται στην πιο ακραία μορφή της, η βία επίσης συντελείται όχι ως ενέργεια ηθικά δικαιολογημένη αλλά ως κίνηση τυφλή, ενστικτώδης που καταστρέφει για να μην καταστραφεί η ίδια».
(Αλ. Ζήρας, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, λ. Κοτζιάς Αλέξανδρος, τ. 5, σελ. 46)
«Συχνά μάλιστα, πλησιάζοντας περιοχές που είχαν παραμείνει ανεξερεύνητες [...], ορισμένα μυθιστορήματα του Κοτζιά οδήγησαν σε κάποιες (αναπόφευκτες ίσως τότε αλλά ανεπίτρεπτες τώρα πια) παρανοήσεις»
.
(Π. Ζάννας, «Αλέξανδρος Κοτζιάς», Η μεταπολεμική πεζογραφία, Σοκόλης, Αθήνα, 1992, τ. Δ΄, σελ. 146)
«Ο κ. Κοτζιάς πριν καταπιασθεί με το μυθιστόρημά του θα έπρεπε πολλά να είχε διδαχθεί, θα έπρεπε πρώτα απ’ όλα να έχει φροντίσει να πληροφορηθεί τι είναι λογοτεχνικό γράψιμο. Ο τρόπος γραφής της Πολιορκίας καθιστά την ανάγνωση τόσο επίπονη κι ανιαρή, είναι τόσο απωθητικό, ώστε κατηγορηματικά εμποδίζει ν’ ανακαλύψουμε τις αρετές του βιβλίου - εάν υπάρχουν».
(Άλκης Θρύλος, «Το λογοτεχνικό 1953», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τ. 11, 1954, σελ. 313)
«Τα μυθιστορήματα του Κοτζιά δεν έχουν ήρωες με τη συνηθισμένη έννοια. Έχουν μορφές αντιηρωικές, αρνητικές (δεν υπάρχει κανένας “θετικός” ήρωας - κι αυτό είναι ένα από τα πολλά δεδομένα που τα διαφοροποιούν από τα μυθιστορήματα του “σοσιαλιστικού ρεαλισμού”), μορφές που συνήθως προκαλούν αποστροφή, απέχθεια, πρόσωπα με τα οποία αποκλείεται η ταύτιση του αναγνώστη (αλλά και του συγγραφέα). Όταν το μυθιστόρημα τελειώνει, ο αναγνώστης μπορεί να νιώσει μόνο οίκτο, διατηρώντας στάση κριτική (και μάλλον επικριτική) όχι μόνο απέναντι στα πρόσωπα, αλλά και απέναντι στα ιστορικά και κοινωνικά στοιχεία που επισημάνθηκαν και πάνω στα οποία προβλήθηκαν οι μυθιστορηματικές μορφές. Αλλά και αυτά ακόμη τα στοιχεία δεν προσπαθούν να εξηγήσουν τα πρόσωπα. Είναι στοιχεία που συνθέτουν (μαζί με όσα μας προσφέρει η περιγραφή συμπεριφορών και νοοτροπιών) τους μηχανισμούς που ορίζουν, καθοδηγούν και τελικά καταρρακώνουν τα μυθιστορηματικά πρόσωπα, πρόσωπα τραγικά». Και υποσημειώνει ο Π. Ζάννας ότι ο Τίτος Πατρίκιος επισήμανε πρώτος αυτό το στοιχείο μιλώντας για την Πολιορκία [στο Διαβάζω, 7, 1977, σελ. 65]: “μπόρεσε ν’ αναδείξει τους ιδεολογικο-πρακτικούς μηχανισμούς που για να συντηρηθούν πρέπει να εξοντώσουν όσους τους αντιστέκονται και που λειτουργώντας αναγκάζουν τους φορείς τους να καταστρέψουν κι όποιον θα μπορούσαν ν’ αγαπούν, ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό τους”».
(Π. Ζάννας, Η μεταπολεμική πεζογραφία, Σοκόλης, ό.π. , σελ. 155)
«Η γραφή των μυθιστορημάτων του Κοτζιά βασίζεται σε μια όλο και πιο συστηματική επεξεργασία της αφηγηματικής τεχνικής. Αβέβαιη στα τρία πρώτα μυθιστορήματα, κυριαρχείται και κυριαρχεί στα επόμενα. Υποτάσσεται στη λογική της οπτικής γωνίας ή της αφηγηματικής φωνής, επιβάλλει (συχνά εναλλακτικά) το πρώτο, το δεύτερο ή το τρίτο ρηματικό πρόσωπο στο μυθιστορηματικό λόγο. Διασκορπίζει σε όλο το κείμενο τα φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους στοιχεία, τις νύξεις, τις υπομνήσεις, κάποιες πινελιές στα δευτερεύοντα πρόσωπα, κάποιες αναφορές στην ιστορική πραγματικότητα, που τελικά δένονται μεταξύ τους και συνθέτουν το πλέγμα του μύθου (της επινόησης) και της ιστορίας».
(Π. Ζάννας, ό.π., σελ. 156)
«Βασικό συστατικό της γραφής του Κοτζιά η γλώσσα. Από την πρώτη στιγμή έδειξε μια ξεχωριστή φροντίδα στην επεξεργασία της, γεγονός που ίσως να μην επισημάνθηκε από την παλαιότερη κριτική, που μάλλον ξαφνιάστηκε από την έλλειψη κάθε καλλιέπειας. Ο Κοτζιάς αντίθετα, και κυρίως στα μεταγενέστερα μυθιστορήματα, υιοθέτησε μια ιδιωματική γλώσσα [...], προσαρμοσμένη στον κοινωνικό χώρο που περιγράφει. Γλώσσα που επιτείνει (σε ορισμένους τουλάχιστον αναγνώστες) την αποστροφή, αλλά και που δημιουργεί, με τη σπάνια αίσθηση του γλωσσικού ρυθμού και της λεκτικής ακρίβειας που διαθέτει ο συγγραφέας, ένα αξιοθαύμαστο πολυγλωσσικό και πολυφωνικό αποτέλεσμα.
Ο γλωσσικός οίστρος γίνεται ιδιαίτερα αισθητός στους εσωτερικούς, συνειρμικούς μονολόγους και - με διαφορετικό τρόπο στα διαλογικά μέρη - των μυθιστορημάτων. Οι διάλογοι επεκτείνονται (κάποτε και υπερβολικά) με τρόπο που δεν αποβλέπει σε περισσότερο ρεαλισμό, αλλά στη δημιουργία μιας πιο μεγάλης έντασης, με εξπρεσιονιστικούς χρωματισμούς που φωτίζουν τα πρόσωπα. Δεν λείπει ο σαρκασμός, η λοιδορία, η γελοιογράφηση με μια παράξενη αίσθηση του παράλογου και του κωμικού».
(Π. Ζάννας, ό.π., σελ. 156)
«Γενικά κεντρικό θέμα της πεζογραφίας του Κοτζιά αποτελεί η μεταφυσική του κακού. Παρόμοια με κάποιους άλλους χριστιανούς συγγραφείς, βλέπει κι αυτός το κακό σαν κυριαρχικό γνώρισμα της ζωής, και για τούτο η παρουσία του βαραίνει εφιαλτικά και στα τρία του μυθιστορήματα. Το ανθρώπινο, το θεϊκό στοιχείο είναι τόσο λίγο, ίσα ίσα όσο χρειάζεται για να εκμηδενίζεται, και με τη συντριβή του να ’ρχεται η κάθαρση. Υπάρχει πάντα ένα εξιλαστήριο θύμα στα βιβλία του, το πιο αδύναμο και το πιο ανυπεράσπιστο πλάσμα συνήθως, όπως η Χριστίνα στην Πολιορκία κι η μικρή μαθήτρια στο Μια σκοτεινή υπόθεση, που σηκώνει στις πλάτες του όλο το βάρος και τελικά συντρίβεται κάτω από την πίεση μεγαλύτερων δυνάμεων. Είναι και η μόνη φωτεινή ακτίνα, μέσα στο ζοφερό κατά τ’ άλλα κόσμο του συγγραφέα».
(Κ. Στεργιόπουλος, εφ. Βραδυνή, 14 Ιανουαρίου 1963)
«Ειδολογικά ο Α.Κ. κινείται μέσα στο χώρο του κλασικού μυθιστορήματος. Ήδη με το πρώτο από τα έργα του, την Πολιορκία, έδειξε ότι κατέχει αυτό το χώρο. Με το τελευταίο, την Απόπειρα, φτάνει σε μια τελειότητα μορφής [...]».
(Τ. Κουφόπουλος, εφ. Μεσημβρινή, 1965, από την ανθολόγηση του Π. Ζάννα, ό.π., σελ. 162-163)
«Η Πολιορκία μπόρεσε ν’ αναδείξει τους ιδεολογικοπρακτικούς μηχανισμούς που για να συντηρηθούν πρέπει να εξοντώσουν όσους τους αντιστέκονται και που λειτουργώντας αναγκάζουν τους φορείς τους να καταστρέψουν κι όποιον θα μπορούσαν ν’ αγαπούν, ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό τους. Μέσα στη διάπλεξη των κατοχικών συγκρούσεων η πολιορκία δείχνει τους μηχανισμούς αυτούς σ’ έναν τερατώδη παροξυσμό. Αλλά δεν τους κλείνει μόνο σ’ αυτό το συγκεκριμένο πλαίσιο. Υποδηλώνει τη λειτουργία τους σε άλλα επίπεδα και μ’ άλλες μορφές, που έχουν προϋπάρξει. Έτσι π.χ. ο Παπαθανάσης, ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, την πρακτική της μεταβολής του ανθρώπου σε ‘ άλλον’, της αναγωγής του σε αντικείμενο που είναι για να χρησιμοποιείται ή να καταστρέφεται, την έχει ήδη ασκήσει πάνω στους μαύρους της Αφρικής».
(Τίτος Πατρίκιος, Διαβάζω, 1977, σελ. 164)
«Ο Αλ. Κοτζιάς δεν είναι, ούτε ήταν ποτέ, και φαντάζομαι πως μήτε ποτέ θα γίνει ένας συγγραφέας κεραυνοβόλος. Βαρύς και αργός, αργότατος, επαναληπτικός, συσσωρευτικός, μακροσκελής, σχολιαστικός σαν ψυχαναλυτής, αναλυτικός εξηγητής και όχι τόσο εφευρετικός σε ευφάνταστους μύθους και επεισόδια, σφυρηλατεί μέσα σε πλήθος σελίδων την ίδια λεπτομέρεια, για να ξαναγυρίσει σ’ αυτήν αφού στο μεταξύ θα σφυρηλατήσει πολλές άλλες παρόμοιες λεπτομέρειες. Αργεί πολύ και δυσκολεύεται ν’ αρπάξει το κύριο θέμα του, σα να το γυρεύει από φράση σε φράση, ενώ θα πρέπει να πιστεύουμε πως ήδη το ξέρει και το έχει στοχαστεί, πριν ακόμη αρχίσει να το πραγματοποιεί σε μυθιστόρημα. Τον Κοτζιά σα μυθιστοριογράφο πρέπει κανείς να τον συγχρωτιστεί πολύ για να τον ανακαλύψει».
(Αντρέας Καραντώνης, 24 σύγχρονοι πεζογράφοι, 1978, Νικόδημος, Αθήνα,, 1978, σελ. 264)
«Με ήρωες άτομα λαϊκής καταγωγής και στοιχειώδους αντίληψης (ευάλωτα συνεπώς στις πιέσεις της εξουσίας) ή άτομα μικροαστικής τάξης (και επιρρεπή συνεπώς σε συναλλαγή με την εξουσία), ο κόσμος του Αλ. Κοτζιά και η “μυθολογία” του απαρτίζουν ένα σύστημα σημείων, όπου οι δόσεις του καλού και του κακού παρουσιάζονται σε έσχατη ανάλυση ισοδύναμες. Όμως, πριν από το έσχατο αυτό στάδιο, επικρατεί η ζοφερή εικόνα των καταστάσεων και τα αποπνικτικά στοιχεία που τη συγκροτούν. Ωστόσο, αυτή η ροπή του συγγραφέα προς την υπογράμμιση σκοτεινών όψεων της ζωής δεν είναι δίκαιο να εκληφθεί ως μονομέρειά του, μα ως έγνοια του για την υπέρβαση των αρνητικών φαινομένων μιας υπαρκτής κατάστασης, δίχως να ολισθαίνει στην ηθικολογία, η οποία μάλλον υπονομεύεται, διότι υποβαθμίζει τη βαθύτερη υπαρξιακή αντιμετώπιση της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Ο Αλ. Κοτζιάς είναι “πολιτικός” συγγραφέας υπό την έννοια ότι οι ήρωές του και οι πράξεις τους τοποθετούνται μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, ταυτόχρονα όμως αντιμετωπίζονται και ως υπαρξιακές οντότητες με ό,τι ο συνδυασμός αυτός συνεπάγεται. Ξεκινώντας με συγκρατημένα ελλειπτική γραφή και με οργάνωση της ύλης σύμφωνα με την παράδοση της κλασικής πεζογραφίας, ιδωμένης κριτικά, εξελίχθηκε από τον Γενναίο Τηλέμαχο και ύστερα σε απολύτως νεωτερικό πεζογράφο, του οποίου ο μαιανδρικός λόγος ενεργεί και ως φορέας γεγονότων και σημασιών και παράλληλα ως φορέας της λειτουργίας και ροής της συνείδησης. Γραφή πλούσια και τελικά δύσκολη, που δεν αποβλέπει στη συγκίνηση του αναγνώστη, αλλά στην ενεργητική συμμετοχή και την εγρήγορσή του».
(Αλεξ. Αργυρίου, Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάννικα, λ. Κοτζιάς Αλέξανδρος, τ. 35, σελ. 287)
«Θεματολογικά, το χαρακτηριστικότερο αναγνωριστικό στοιχείο των βιβλίων του Κοτζιά είναι η εξουθενωτική ασχήμια των χαρακτήρων του – στα κίνητρα, στη γλώσσα, στη συμπεριφορά, στην εμφάνιση. Είναι πιθανό ότι ο συγγραφέας θέλησε με αυτό τον τρόπο να επιστήσει, μέσω ενός σοκ, την προσοχή του αναγνώστη στους θλιβερούς ανθρώπινους χαρακτήρες που παρήγαγε η μεταπολεμική πραγματικότητα. Έτσι, ωστόσο, εξέθεσε τον εαυτό του στον κίνδυνο της μονομέρειας κι ενός κάπως μονολιθικού αρνητισμού [.....].»Αν και η αντίληψη του Κοτζιά για τη μεταπολεμική Ελλάδα φαίνεται σήμερα περισσότερο δικαιολογημένη από εκείνη άλλων συγγραφέων της γενιάς του, η κύρια και πιο ενδιαφέρουσα συμβολή του στην ελληνική πεζογραφία βρίσκεται αλλού. Είναι η εντελώς ιδιότυπη γραφή, ένα είδος ρεαλιστικού εσωτερικού μονόλογου, που αναφέρεται περισσότερο σε εξωτερικές πράξεις παρά σε διεργασίες της συνείδησης και συνθέτει σταδιακά μια εικόνα του κεντρικού προσώπου διαφορετική από εκείνη που το ίδιο θέλει να παρουσιάσει».
(Δ. Κούρτοβικ, Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς, Πατάκης, Αθήνα,, 1999, σελ. 130)
«Ο Αλ. Κοτζιάς, ο αυτοαποκαλούμενος ωσεί ρεαλιστής ή ψευδορεαλιστής πεζογράφος, σέβεται την πιθανοφάνεια και τηρεί απαρέγκλιτα τις συμβάσεις του χώρου, του χρόνου και γενικά την ατμόσφαιρα της εποχής στην οποία τοποθετεί τις ιστορίες του. Εντάσσει δηλαδή τις ιστορίες του σ’ αυτό που ονομάζουμε νεοελληνική πραγματικότητα. Όμως υπερβαίνει αυτό τον εξωτερικό ρεαλισμό καθώς εισβάλλει στη συνείδηση των ηρώων του, συνήθως περιθωριακών, και στα χαοτικά σκιρτήματα του ψυχισμού τους, για να συλλάβει τη μυστική ρίζα του κακού [...]».
(Γ.Δ. Παγανός, Μοντερνισμός και πρωτοπορίες, Σαββάλας, Αθήνα, 2003, σελ. 158-159)
Δείτε επίσης:
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1926 και πέθανε το 1992. Έζησε άνετα παιδικά χρόνια, που τα διαδέχτηκαν, στην περίοδο του Πολέμου και της Κατοχής, χρόνια ανέχειας και αντίξοων καταστάσεων. Το Νοέμβριο του 1944 αρρώστησε από φυματίωση και στη διάρκεια των Δεκεμβριανών λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε το σπίτι της οικογένειάς του. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο διάστημα 1948-1952. Ασχολήθηκε από νεαρή ηλικία με τη δημοσιογραφία, συνεχίζοντας να την υπηρετεί ως το 1982. Από το 1961 ως το 1967 ήταν υπεύθυνος της φιλολογικής σελίδας της εφημερίδας “Μεσημβρινή ”, στο διάστημα 1971-1972 ήταν βιβλιοκριτικός στην εφημερίδα “Το Βήμα” και από το 1975 ως το 1982 είχε την επιμέλεια του ένθετου “Φιλολογική Καθημερινή”. Το 1968 συνυπέγραψε τη δήλωση των δεκαοχτώ συγγραφέων κατά του δικτατορικού καθεστώτος και υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας που παρουσίασε τα Δεκαοχτώ κείμενα (1970), τα Νέα Κείμενα Ι (1970) και τα Νέα Κείμενα ΙΙ (1971) και διατέλεσε μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Η Συνέχεια (1973). Εργάστηκε στο γραφείο τύπου της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο και στη Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών (1974-1981).
Πρωτοδημοσίευσε σε νεαρή ηλικία ένα διήγημα στο περιοδικό Μαθητικά Γράμματα (1943) και δέκα χρόνια αργότερα το πρώτο του μυθιστόρημα, Η πολιορκία. Παράλληλα άρχισε να μεταφράζει λογοτεχνικά κείμενα, κυρίως έργα κλασικά. Το έργο του περιλαμβάνει μυθιστορήματα, θεατρικά κείμενα, κριτικά δοκίμια, ιστορικά αφηγήματα και μεταφράσεις. Μυθιστορήματα: Πολιορκία (1953), Μια σκοτεινή υπόθεση (1954), Ο Εωσφόρος (1959), Η απόπειρα (1964), Ο Γενναίος Τηλέμαχος (1972), Αντιποίησις αρχής (α΄ 1979), Φανταστική περιπέτεια (α΄ 1985), Ιαγουάρος (1987). Θεατρικά: Ενοικιάζεται δωμάτιον μετ’ επίπλων (1962). Κριτικά δοκίμια: Μεταπολεμικοί πεζογράφοι (1982), Αφηγηματικά (1984), Δοκιμιακά και άλλα (1986). Ιστορικά αφηγήματα: Ο Εθνικός διχασμός (1984), Η δίκη των έξι (1975), Η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών (1975). Μεταφράσεις: Φ. Ντοστογιέφσκι, Οι φτωχοί (1954), Μια αξιοθρήνητη ιστορία (1954), Άρθουρ Κέσλερ, Το μηδέν και το άπειρον (1960), Ο κομισάριος και ο γιόγκι (1962), Φραντς Κάφκα, Η δίκη (1961), Ο πύργος (1964), Τσέζαρε Παβέζε, Ο διάβολος στους λόφους (1969), Ν. Γκατζογιάννης, Ελένη (1983) κ.ά.
Η κριτική για το έργο του
«Τα έξι πρώτα μυθιστορήματα του Αλ. Κοτζιά αντλούν τη θεματική τους από τη νεοελληνική ιστορία της περιόδου 1943-1973. Αυτό και μόνο το γεγονός είναι αρκετό για να χαρακτηριστεί ο Αλ. Κοτζιάς ως πολιτικός μυθιστοριογράφος. Στόχος του δεν είναι απλά και μόνο η αντικειμενική αναπαράσταση ενός γεγονότος, αλλά κυρίως ο αντίκτυπός του σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, καθώς επίσης και η ανίχνευση των χώρων όπου δρουν οι ποικιλώνυμες δυνάμεις που στηρίζουν την εκάστοτε εξουσία. Ό,τι θεωρείται αήθες και ηθικά απαράδεκτο, αποκαλύπτεται πίσω από τις πιο αθώες φαινομενικά αποφάσεις. Αυτός ο κόσμος που κινείται μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σε οποιοδήποτε καθεστώς, είναι στερημένος από ό,τι μάταια θα αναζητούσε ο αναγνώστης ως πολιτική συνείδηση
[...]. Η έννοια του ‘κακού’ παρουσιάζεται στην πιο ακραία μορφή της, η βία επίσης συντελείται όχι ως ενέργεια ηθικά δικαιολογημένη αλλά ως κίνηση τυφλή, ενστικτώδης που καταστρέφει για να μην καταστραφεί η ίδια».
(Αλ. Ζήρας, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, λ. Κοτζιάς Αλέξανδρος, τ. 5, σελ. 46)
«Συχνά μάλιστα, πλησιάζοντας περιοχές που είχαν παραμείνει ανεξερεύνητες [...], ορισμένα μυθιστορήματα του Κοτζιά οδήγησαν σε κάποιες (αναπόφευκτες ίσως τότε αλλά ανεπίτρεπτες τώρα πια) παρανοήσεις»
.
(Π. Ζάννας, «Αλέξανδρος Κοτζιάς», Η μεταπολεμική πεζογραφία, Σοκόλης, Αθήνα, 1992, τ. Δ΄, σελ. 146)
«Ο κ. Κοτζιάς πριν καταπιασθεί με το μυθιστόρημά του θα έπρεπε πολλά να είχε διδαχθεί, θα έπρεπε πρώτα απ’ όλα να έχει φροντίσει να πληροφορηθεί τι είναι λογοτεχνικό γράψιμο. Ο τρόπος γραφής της Πολιορκίας καθιστά την ανάγνωση τόσο επίπονη κι ανιαρή, είναι τόσο απωθητικό, ώστε κατηγορηματικά εμποδίζει ν’ ανακαλύψουμε τις αρετές του βιβλίου - εάν υπάρχουν».
(Άλκης Θρύλος, «Το λογοτεχνικό 1953», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τ. 11, 1954, σελ. 313)
«Τα μυθιστορήματα του Κοτζιά δεν έχουν ήρωες με τη συνηθισμένη έννοια. Έχουν μορφές αντιηρωικές, αρνητικές (δεν υπάρχει κανένας “θετικός” ήρωας - κι αυτό είναι ένα από τα πολλά δεδομένα που τα διαφοροποιούν από τα μυθιστορήματα του “σοσιαλιστικού ρεαλισμού”), μορφές που συνήθως προκαλούν αποστροφή, απέχθεια, πρόσωπα με τα οποία αποκλείεται η ταύτιση του αναγνώστη (αλλά και του συγγραφέα). Όταν το μυθιστόρημα τελειώνει, ο αναγνώστης μπορεί να νιώσει μόνο οίκτο, διατηρώντας στάση κριτική (και μάλλον επικριτική) όχι μόνο απέναντι στα πρόσωπα, αλλά και απέναντι στα ιστορικά και κοινωνικά στοιχεία που επισημάνθηκαν και πάνω στα οποία προβλήθηκαν οι μυθιστορηματικές μορφές. Αλλά και αυτά ακόμη τα στοιχεία δεν προσπαθούν να εξηγήσουν τα πρόσωπα. Είναι στοιχεία που συνθέτουν (μαζί με όσα μας προσφέρει η περιγραφή συμπεριφορών και νοοτροπιών) τους μηχανισμούς που ορίζουν, καθοδηγούν και τελικά καταρρακώνουν τα μυθιστορηματικά πρόσωπα, πρόσωπα τραγικά». Και υποσημειώνει ο Π. Ζάννας ότι ο Τίτος Πατρίκιος επισήμανε πρώτος αυτό το στοιχείο μιλώντας για την Πολιορκία [στο Διαβάζω, 7, 1977, σελ. 65]: “μπόρεσε ν’ αναδείξει τους ιδεολογικο-πρακτικούς μηχανισμούς που για να συντηρηθούν πρέπει να εξοντώσουν όσους τους αντιστέκονται και που λειτουργώντας αναγκάζουν τους φορείς τους να καταστρέψουν κι όποιον θα μπορούσαν ν’ αγαπούν, ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό τους”».
(Π. Ζάννας, Η μεταπολεμική πεζογραφία, Σοκόλης, ό.π. , σελ. 155)
«Η γραφή των μυθιστορημάτων του Κοτζιά βασίζεται σε μια όλο και πιο συστηματική επεξεργασία της αφηγηματικής τεχνικής. Αβέβαιη στα τρία πρώτα μυθιστορήματα, κυριαρχείται και κυριαρχεί στα επόμενα. Υποτάσσεται στη λογική της οπτικής γωνίας ή της αφηγηματικής φωνής, επιβάλλει (συχνά εναλλακτικά) το πρώτο, το δεύτερο ή το τρίτο ρηματικό πρόσωπο στο μυθιστορηματικό λόγο. Διασκορπίζει σε όλο το κείμενο τα φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους στοιχεία, τις νύξεις, τις υπομνήσεις, κάποιες πινελιές στα δευτερεύοντα πρόσωπα, κάποιες αναφορές στην ιστορική πραγματικότητα, που τελικά δένονται μεταξύ τους και συνθέτουν το πλέγμα του μύθου (της επινόησης) και της ιστορίας».
(Π. Ζάννας, ό.π., σελ. 156)
«Βασικό συστατικό της γραφής του Κοτζιά η γλώσσα. Από την πρώτη στιγμή έδειξε μια ξεχωριστή φροντίδα στην επεξεργασία της, γεγονός που ίσως να μην επισημάνθηκε από την παλαιότερη κριτική, που μάλλον ξαφνιάστηκε από την έλλειψη κάθε καλλιέπειας. Ο Κοτζιάς αντίθετα, και κυρίως στα μεταγενέστερα μυθιστορήματα, υιοθέτησε μια ιδιωματική γλώσσα [...], προσαρμοσμένη στον κοινωνικό χώρο που περιγράφει. Γλώσσα που επιτείνει (σε ορισμένους τουλάχιστον αναγνώστες) την αποστροφή, αλλά και που δημιουργεί, με τη σπάνια αίσθηση του γλωσσικού ρυθμού και της λεκτικής ακρίβειας που διαθέτει ο συγγραφέας, ένα αξιοθαύμαστο πολυγλωσσικό και πολυφωνικό αποτέλεσμα.
Ο γλωσσικός οίστρος γίνεται ιδιαίτερα αισθητός στους εσωτερικούς, συνειρμικούς μονολόγους και - με διαφορετικό τρόπο στα διαλογικά μέρη - των μυθιστορημάτων. Οι διάλογοι επεκτείνονται (κάποτε και υπερβολικά) με τρόπο που δεν αποβλέπει σε περισσότερο ρεαλισμό, αλλά στη δημιουργία μιας πιο μεγάλης έντασης, με εξπρεσιονιστικούς χρωματισμούς που φωτίζουν τα πρόσωπα. Δεν λείπει ο σαρκασμός, η λοιδορία, η γελοιογράφηση με μια παράξενη αίσθηση του παράλογου και του κωμικού».
(Π. Ζάννας, ό.π., σελ. 156)
«Γενικά κεντρικό θέμα της πεζογραφίας του Κοτζιά αποτελεί η μεταφυσική του κακού. Παρόμοια με κάποιους άλλους χριστιανούς συγγραφείς, βλέπει κι αυτός το κακό σαν κυριαρχικό γνώρισμα της ζωής, και για τούτο η παρουσία του βαραίνει εφιαλτικά και στα τρία του μυθιστορήματα. Το ανθρώπινο, το θεϊκό στοιχείο είναι τόσο λίγο, ίσα ίσα όσο χρειάζεται για να εκμηδενίζεται, και με τη συντριβή του να ’ρχεται η κάθαρση. Υπάρχει πάντα ένα εξιλαστήριο θύμα στα βιβλία του, το πιο αδύναμο και το πιο ανυπεράσπιστο πλάσμα συνήθως, όπως η Χριστίνα στην Πολιορκία κι η μικρή μαθήτρια στο Μια σκοτεινή υπόθεση, που σηκώνει στις πλάτες του όλο το βάρος και τελικά συντρίβεται κάτω από την πίεση μεγαλύτερων δυνάμεων. Είναι και η μόνη φωτεινή ακτίνα, μέσα στο ζοφερό κατά τ’ άλλα κόσμο του συγγραφέα».
(Κ. Στεργιόπουλος, εφ. Βραδυνή, 14 Ιανουαρίου 1963)
«Ειδολογικά ο Α.Κ. κινείται μέσα στο χώρο του κλασικού μυθιστορήματος. Ήδη με το πρώτο από τα έργα του, την Πολιορκία, έδειξε ότι κατέχει αυτό το χώρο. Με το τελευταίο, την Απόπειρα, φτάνει σε μια τελειότητα μορφής [...]».
(Τ. Κουφόπουλος, εφ. Μεσημβρινή, 1965, από την ανθολόγηση του Π. Ζάννα, ό.π., σελ. 162-163)
«Η Πολιορκία μπόρεσε ν’ αναδείξει τους ιδεολογικοπρακτικούς μηχανισμούς που για να συντηρηθούν πρέπει να εξοντώσουν όσους τους αντιστέκονται και που λειτουργώντας αναγκάζουν τους φορείς τους να καταστρέψουν κι όποιον θα μπορούσαν ν’ αγαπούν, ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό τους. Μέσα στη διάπλεξη των κατοχικών συγκρούσεων η πολιορκία δείχνει τους μηχανισμούς αυτούς σ’ έναν τερατώδη παροξυσμό. Αλλά δεν τους κλείνει μόνο σ’ αυτό το συγκεκριμένο πλαίσιο. Υποδηλώνει τη λειτουργία τους σε άλλα επίπεδα και μ’ άλλες μορφές, που έχουν προϋπάρξει. Έτσι π.χ. ο Παπαθανάσης, ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, την πρακτική της μεταβολής του ανθρώπου σε ‘ άλλον’, της αναγωγής του σε αντικείμενο που είναι για να χρησιμοποιείται ή να καταστρέφεται, την έχει ήδη ασκήσει πάνω στους μαύρους της Αφρικής».
(Τίτος Πατρίκιος, Διαβάζω, 1977, σελ. 164)
«Ο Αλ. Κοτζιάς δεν είναι, ούτε ήταν ποτέ, και φαντάζομαι πως μήτε ποτέ θα γίνει ένας συγγραφέας κεραυνοβόλος. Βαρύς και αργός, αργότατος, επαναληπτικός, συσσωρευτικός, μακροσκελής, σχολιαστικός σαν ψυχαναλυτής, αναλυτικός εξηγητής και όχι τόσο εφευρετικός σε ευφάνταστους μύθους και επεισόδια, σφυρηλατεί μέσα σε πλήθος σελίδων την ίδια λεπτομέρεια, για να ξαναγυρίσει σ’ αυτήν αφού στο μεταξύ θα σφυρηλατήσει πολλές άλλες παρόμοιες λεπτομέρειες. Αργεί πολύ και δυσκολεύεται ν’ αρπάξει το κύριο θέμα του, σα να το γυρεύει από φράση σε φράση, ενώ θα πρέπει να πιστεύουμε πως ήδη το ξέρει και το έχει στοχαστεί, πριν ακόμη αρχίσει να το πραγματοποιεί σε μυθιστόρημα. Τον Κοτζιά σα μυθιστοριογράφο πρέπει κανείς να τον συγχρωτιστεί πολύ για να τον ανακαλύψει».
(Αντρέας Καραντώνης, 24 σύγχρονοι πεζογράφοι, 1978, Νικόδημος, Αθήνα,, 1978, σελ. 264)
«Με ήρωες άτομα λαϊκής καταγωγής και στοιχειώδους αντίληψης (ευάλωτα συνεπώς στις πιέσεις της εξουσίας) ή άτομα μικροαστικής τάξης (και επιρρεπή συνεπώς σε συναλλαγή με την εξουσία), ο κόσμος του Αλ. Κοτζιά και η “μυθολογία” του απαρτίζουν ένα σύστημα σημείων, όπου οι δόσεις του καλού και του κακού παρουσιάζονται σε έσχατη ανάλυση ισοδύναμες. Όμως, πριν από το έσχατο αυτό στάδιο, επικρατεί η ζοφερή εικόνα των καταστάσεων και τα αποπνικτικά στοιχεία που τη συγκροτούν. Ωστόσο, αυτή η ροπή του συγγραφέα προς την υπογράμμιση σκοτεινών όψεων της ζωής δεν είναι δίκαιο να εκληφθεί ως μονομέρειά του, μα ως έγνοια του για την υπέρβαση των αρνητικών φαινομένων μιας υπαρκτής κατάστασης, δίχως να ολισθαίνει στην ηθικολογία, η οποία μάλλον υπονομεύεται, διότι υποβαθμίζει τη βαθύτερη υπαρξιακή αντιμετώπιση της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Ο Αλ. Κοτζιάς είναι “πολιτικός” συγγραφέας υπό την έννοια ότι οι ήρωές του και οι πράξεις τους τοποθετούνται μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, ταυτόχρονα όμως αντιμετωπίζονται και ως υπαρξιακές οντότητες με ό,τι ο συνδυασμός αυτός συνεπάγεται. Ξεκινώντας με συγκρατημένα ελλειπτική γραφή και με οργάνωση της ύλης σύμφωνα με την παράδοση της κλασικής πεζογραφίας, ιδωμένης κριτικά, εξελίχθηκε από τον Γενναίο Τηλέμαχο και ύστερα σε απολύτως νεωτερικό πεζογράφο, του οποίου ο μαιανδρικός λόγος ενεργεί και ως φορέας γεγονότων και σημασιών και παράλληλα ως φορέας της λειτουργίας και ροής της συνείδησης. Γραφή πλούσια και τελικά δύσκολη, που δεν αποβλέπει στη συγκίνηση του αναγνώστη, αλλά στην ενεργητική συμμετοχή και την εγρήγορσή του».
(Αλεξ. Αργυρίου, Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάννικα, λ. Κοτζιάς Αλέξανδρος, τ. 35, σελ. 287)
«Θεματολογικά, το χαρακτηριστικότερο αναγνωριστικό στοιχείο των βιβλίων του Κοτζιά είναι η εξουθενωτική ασχήμια των χαρακτήρων του – στα κίνητρα, στη γλώσσα, στη συμπεριφορά, στην εμφάνιση. Είναι πιθανό ότι ο συγγραφέας θέλησε με αυτό τον τρόπο να επιστήσει, μέσω ενός σοκ, την προσοχή του αναγνώστη στους θλιβερούς ανθρώπινους χαρακτήρες που παρήγαγε η μεταπολεμική πραγματικότητα. Έτσι, ωστόσο, εξέθεσε τον εαυτό του στον κίνδυνο της μονομέρειας κι ενός κάπως μονολιθικού αρνητισμού [.....].»Αν και η αντίληψη του Κοτζιά για τη μεταπολεμική Ελλάδα φαίνεται σήμερα περισσότερο δικαιολογημένη από εκείνη άλλων συγγραφέων της γενιάς του, η κύρια και πιο ενδιαφέρουσα συμβολή του στην ελληνική πεζογραφία βρίσκεται αλλού. Είναι η εντελώς ιδιότυπη γραφή, ένα είδος ρεαλιστικού εσωτερικού μονόλογου, που αναφέρεται περισσότερο σε εξωτερικές πράξεις παρά σε διεργασίες της συνείδησης και συνθέτει σταδιακά μια εικόνα του κεντρικού προσώπου διαφορετική από εκείνη που το ίδιο θέλει να παρουσιάσει».
(Δ. Κούρτοβικ, Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς, Πατάκης, Αθήνα,, 1999, σελ. 130)
«Ο Αλ. Κοτζιάς, ο αυτοαποκαλούμενος ωσεί ρεαλιστής ή ψευδορεαλιστής πεζογράφος, σέβεται την πιθανοφάνεια και τηρεί απαρέγκλιτα τις συμβάσεις του χώρου, του χρόνου και γενικά την ατμόσφαιρα της εποχής στην οποία τοποθετεί τις ιστορίες του. Εντάσσει δηλαδή τις ιστορίες του σ’ αυτό που ονομάζουμε νεοελληνική πραγματικότητα. Όμως υπερβαίνει αυτό τον εξωτερικό ρεαλισμό καθώς εισβάλλει στη συνείδηση των ηρώων του, συνήθως περιθωριακών, και στα χαοτικά σκιρτήματα του ψυχισμού τους, για να συλλάβει τη μυστική ρίζα του κακού [...]».
(Γ.Δ. Παγανός, Μοντερνισμός και πρωτοπορίες, Σαββάλας, Αθήνα, 2003, σελ. 158-159)
Δείτε επίσης:
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου