Διονύσιος Σολωμός «Ο Κρητικός»
Ποια επίδραση ασκεί η φύση στον εσωτερικό κόσμο του Κρητικού; Να αναπτύξετε τις απόψεις σας.
Ποια επίδραση ασκεί η φύση στον εσωτερικό κόσμο του Κρητικού; Να αναπτύξετε τις απόψεις σας.
Η παρουσία της φύσης στην ποιητική αυτή σύνθεση κυριαρχεί κι επηρεάζει καταλυτικά τον εσωτερικό κόσμο του ήρωα. Η τρικυμία, η εμφάνιση της Φεγγαροντυμένης και ο γλυκύτατος ήχος αποτελούν τις τρεις εκφάνσεις του φυσικού κόσμου με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπος ο Κρητικός.
Η τρικυμία, που βρίσκεται σε συνάρτηση με το ναυάγιο και την κατάληξη του ήρωα μαζί με την αγαπημένη του στη θάλασσα, αποτελεί περισσότερο δομικό στοιχείο του αφηγηματικού πλαισίου παρά βασική δοκιμασία του Κρητικού. Ο ήρωας αναγνωρίζει τον κίνδυνο που εκπροσωπεί η τρικυμία και βρίσκεται σε πλήρη εγρήγορση για να διασφαλίσει την ασφάλεια της κόρης, άλλωστε, ακόμη κι όταν η θαλασσοταραχή κοπάσει, μετά την εμφάνιση της Φεγγαροντυμένης, ο ήρωας συνεχίζει να κολυμπά με ένταση «Στο πλέξιμο το δυνατό ο χτύπος της καρδιάς μου / (Κι αυτό μου τ’ αυξαιν’) έκρουζε στην πλεύρα της κυράς μου», καθώς γνωρίζει ότι πρέπει με κάθε τρόπο να απομακρυνθεί από τη θάλασσα.
Η τρικυμία αποτελεί δομικό στοιχείο του αφηγηματικού πλαισίου, υπό την έννοια ότι η ιστορία του ποιήματος ξεκινά με τον ήρωα ναυαγό και συνεχίζει με βάση αυτό το δεδομένο για να μας παρουσιάσει στη συνέχεια τις δύο βασικές δοκιμασίες: τη Φεγγαροντυμένη και τον γλυκύτατο ήχο. Η αντιμετώπιση του κινδύνου της θάλασσας είναι βέβαια η πρώτη δοκιμασία αλλά δεν είναι τόσο ουσιαστική υπό την έννοια ότι η δυσκολία που θέτει στον ήρωα είναι προφανής και ο ήρωας γνωρίζει πώς πρέπει να αντιδράσει. Συνοπτικά, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η πρώτη αλληλεπίδραση της φύσης με τον ήρωα του υποβάλλει την αίσθηση του κινδύνου και τον αναγκάζει να παλέψει για να σώσει την αγαπημένη του. Η πρώτη αυτή δοκιμασία καθορίζει και τον αντικειμενικό στόχο του Κρητικού, ο οποίος είναι να φτάσει με ασφάλεια την κόρη στην ακτή.
Η δεύτερη παρουσίαση της φύσης στον ήρωα συντελείται μ’ έναν εντελώς μυστικιστικό τρόπο, όπου η ομορφιά, η θελκτικότητα και η δύναμη της φύσης μετουσιώνονται σε μια θεϊκή γυναικεία μορφή που προορισμό της έχει να κάμψει τη θέληση του ήρωα και να τον αποτρέψει από τη σωτηρία της κόρης. Η μορφή της Φεγγαροντυμένης, αποτελώντας την απόλυτη δυνατή έκφραση της ομορφιάς και της καλοσύνης, παρασύρει τον ήρωα σε μια εσωτερική διαδρομή αναδόμησης της προσωπικότητάς του. Ο ήρωας αισθάνεται μια ασυγκράτητη έλξη για τη Φεγγαροντυμένη καθώς αναγνωρίζει σε αυτήν μια υπερβατική δύναμη που συνδυάζει την αγαθοσύνη της θρησκείας, την ωραιότητα του φυσικού κόσμου, την πνευματικότητα μιας θεότητας και τη θελκτικότητα μιας εξιδανικευμένης θηλυκότητας.
Η δεύτερη παρουσίαση της φύσης στον ήρωα συντελείται μ’ έναν εντελώς μυστικιστικό τρόπο, όπου η ομορφιά, η θελκτικότητα και η δύναμη της φύσης μετουσιώνονται σε μια θεϊκή γυναικεία μορφή που προορισμό της έχει να κάμψει τη θέληση του ήρωα και να τον αποτρέψει από τη σωτηρία της κόρης. Η μορφή της Φεγγαροντυμένης, αποτελώντας την απόλυτη δυνατή έκφραση της ομορφιάς και της καλοσύνης, παρασύρει τον ήρωα σε μια εσωτερική διαδρομή αναδόμησης της προσωπικότητάς του. Ο ήρωας αισθάνεται μια ασυγκράτητη έλξη για τη Φεγγαροντυμένη καθώς αναγνωρίζει σε αυτήν μια υπερβατική δύναμη που συνδυάζει την αγαθοσύνη της θρησκείας, την ωραιότητα του φυσικού κόσμου, την πνευματικότητα μιας θεότητας και τη θελκτικότητα μιας εξιδανικευμένης θηλυκότητας.
Ο ήρωας ερχόμενος αντιμέτωπος με τη μορφή αυτή που μοιάζει ικανή να καλύψει κάθε πιθανή ανάγκη κι επιθυμία του, συγκλονίζεται και θέτει σε αμφισβήτηση στοιχεία του χαρακτήρα του που μέχρι πρότινος αποτελούσαν τον πυρήνα της υπόστασής του. «Εγώ από κείνη τη στιγμή δεν έχω πλιά το χέρι, / Π’ αγνάντευεν Αγαρηνό κι εγύρευε μαχαίρι.» Ο Κρητικός αποβάλλει τη βιαιότητα που κυριαρχούσε στην ψυχή του και τον οδηγούσε σε μια διαρκή αγωνιστική διάθεση κι επιλέγει την αναζήτηση της γαλήνης και της αγαθότητας. Η Φεγγαροντυμένη αποτελεί τη δεύτερη δοκιμασία που παρουσιάζεται στον ήρωα και του προκαλεί τόσο έντονα συναισθήματα που μοιάζει σχεδόν βέβαιο ότι ο ήρωας θα λησμονήσει τον αρχικό του σκοπό και θα αφεθεί στο κάλεσμα της απόλυτα θελκτικής μορφής, βγαίνοντας ουσιαστικά ηττημένος από την αναμέτρησή του με τη δοκιμασία που του παρουσιάζει η ομορφιά της φύσης.
Ο ήρωας εντούτοις δεν κάμπτεται σε τέτοιο βαθμό που να ξεχάσει την αγαπημένη του κι αυτό γίνεται εμφανές από την παράκληση που κάνει στη Φεγγαροντυμένη: «Βόηθα, Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο νά’ χω∙ / Σέ γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι αυτό βαστω μονάχο.». Ο ήρωας παρά την ακατανίκητη έλξη που αισθάνεται για τη θεϊκή μορφή, δεν αφήνει από τη σκέψη του την αγαπημένη του και φτάνει στο τέλος της αναμέτρησής του με την πρώτη αυτή έκφανση της ομορφιάς, έχοντας ακόμη κατά νου τη διάσωση της κόρης. Η Φεγγαροντυμένη, επομένως, παρά το γεγονός ότι θα αλλάξει δραστικά την ψυχοσύνθεση του ήρωα και παρά το συγκλονισμό που θα του προκαλέσει, δε θα κατορθώσει να κάμψει τη θέλησή του για τη σωτηρία της αγαπημένης του.
Την εμφάνιση της Φεγγαροντυμένης θα διαδεχτεί η κυριαρχία σε όλο το φυσικό περιβάλλον ενός γλυκύτατου ήχου που θα μαγέψει κυριολεκτικά την ψυχή του ήρωα. Τόσο η Φεγγαροντυμένη όσο και ο γλυκύτατος ήχος, αποτελούν παρόμοιες δοκιμασίες υπό την έννοια ότι αντιπροσωπεύουν τη θελκτική όψη της φύσης σε αντίθεση με την τρικυμία που εκφράζει τη βίαιη διάστασή της. Κι ενώ η τρικυμία θέτει αυτόματα τον ήρωα σε επαγρύπνηση καθώς ο κίνδυνος είναι ορατός και δεδομένος, η Φεγγαροντυμένη και ο γλυκύτατος ήχος παραπλανούν τον ήρωα, παρουσιάζοντας μια θετική έκφανση της φύσης, και δεν του επιτρέπουν να αναγνωρίσει τον κίνδυνο που κρύβεται στο κάλεσμά τους. Ο ήρωας θα εξαπατηθεί από την φαινομενικά ευεργετική δράση της Φεγγαροντυμένης και του γλυκύτατου ήχου και θα χάσει την αγαπημένη του.
Ο γλυκύτατος ήχος, η έκφραση της ομορφιάς της φύσης μέσα από μία ηχητική αρμονία που κατορθώνει να διαπεράσει τις αντιστάσεις του ήρωα, είναι η τρίτη και τελευταία δοκιμασία που καλείται να αντιμετωπίσει ο Κρητικός. Ο ήχος λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο από τη Φεγγαροντυμένη, δεν απευθύνεται στην όραση του ήρωα, αλλά μέσω της ακοής πυροδοτεί ένα ισχυρό ξεδίπλωμα της μνήμης, γυρνώντας τον ήρωα στις ευτυχισμένες στιγμές του παρελθόντος του. Ο ήρωας αισθάνεται τον ήχο αυτό ως το ωραιότερο άκουσμα και σ’ αυτό συντείνουν και οι μαγευτικές αναμνήσεις που επανέρχονται σταδιακά με τη βοήθεια των συνειρμών που του προκαλεί η μελωδία του ήχου. Ο ήρωας παγιδεύεται σ’ αυτή την αρμονία, που ξυπνώντας τις μνήμες του παρελθόντος κατορθώνει να μετουσιώσει όλη την αγάπη που έχει για την πατρίδα του, όλη τη νοσταλγία που αισθάνεται σε μια συναισθηματική δίνη που υπερκαλύπτει κάθε τι άλλο «Μ’ άδραχνεν όλη την ψυχή, και νά ‘μπει δέν ημπόρει / Ο ουρανός, κι η θάλασσα, κι η ακρογιαλιά, κι η κόρη».
Ό,τι δεν κατόρθωσε η Φεγγαροντυμένη, το πετυχαίνει ο γλυκύτατος ήχος που συγκλονίζει σε τέτοιο βαθμό την ψυχή του ήρωα ώστε τίποτε δε μοιάζει ικανό να τον απομακρύνει από τη μαγεία που του ασκεί. Ούτε το φτάσιμο στην ακτή, ούτε η κόρη δεν μπορούν να ξεπεράσουν τη δύναμη του γλυκύτατου ήχου, ο οποίος είναι τόσο θελκτικός για τον ήρωα ώστε θα μπορούσε ακόμη κι από το σώμα του να αποσχιστεί για να τον ακολουθήσει. Ίσως εδώ να μπορούμε να τοποθετήσουμε και τον πνιγμό της κόρης, μιας και η παραδοχή του ήρωα είναι σαφής, τίποτε δεν μπορούσε να μπει στην ψυχή του πέραν από τη μαγεία του ήχου, ούτε καν η αγαπημένη του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου